Σελίδες

Σάββατο 2 Απριλίου 2016

Μη με ξαναπάρεις, πρέπει να σε ξεχάσω

 - ilovgr official - 28 Νοε 2015


Η κρυφή ιστορία του Σωτήρη Κλειάσιου.


Πρέπει κάποια στιγμή, αγάπη μου, να καταλάβεις πως όταν λέμε «γεια σου» εννοούμε αυτό ακριβώς. 
Δεν εννοούμε πως μπορεί κάποιο μεθυσμένο από μπουκάλια βράδυ, στη διάρκεια ενός καψουροτράγουδου, να πιάσω το κινητό και να σου πω πόσο μου λείπεις. Όχι.
Δεν εννοούμε πως μπορεί να σε δω στο δρόμο με κάποιον τυχάρπαστο μαλάκα και να χάσω το βήμα μου, νʾ αρχίσω να κλαίω και να ζητάω φίλο και φίλους να πιω τον πόνο μου. Όχι.

Εννοούμε τέλος. Σβήνω την επαφή σου απ
ʾ το κινητό μου, διαγράφω τη φιλία μας στο Facebook, επιστρέφω ό,τι δώρο μου έχεις δώσει και διακοσμούσε τʾ ακατάστατο γραφείο μου, κόβω από κοινές μας παρέες για να μη σε συναντήσω τυχαία.
Και γιατί τόσο μαχαίρι; Θες να στα υπενθυμίσω, μωρό μου; Πάρε καρέκλα κι άραξε τότε.

Κανείς ποτέ δε θα μου το έλεγε πως την ημέρα που γνώρισα αυτό το κοκκινομάλλικο κορίτσι, με το τρελό κι αλλοπρόσαλλο ντύσιμο, την εκκεντρική αλλά και αληθινή συμπεριφορά, πως θα το ερωτευόμουν σφόδρα.

Μʾ είχαν για άτομο που προτιμά τις εύκολες, τις «ψεκάστε, σκουπίσατε, τελειώσατε» σχέσεις που ξεκινούν σʾ ένα άθλιο καταγώγι, με κέρασμα σφηνάκι και τελειώνουν στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου πληρώνοντας το δωμάτιο.

Οπότε, ποιος να το περίμενε πως μία τέτοια ρηχή και ψυχρή προσωπικότητα σαν κι εμένα, θα μπορούσε να κολλήσει και νʾ αλλάξει όλο του τον κόσμο για μία τελείως διαφορετική κοπέλα; Προσπάθησαν πολλές να με βάλουν σʾ αυτό το μονοπάτι.
 
Το μονοπάτι του βγαίνουμε για σινεμά και τρώμε pop corn, βλέποντας μία ρομαντική ταινία και σφίγγουμε γερά ο ένας το χέρι του άλλου.
Το μονοπάτι του καθόμαστε σπίτι αγκαλιά, κάτω απʾ τις κουβέρτες, με τη φωτιά να σιγοκαίει τα ξύλα στο τζάκι κι ένα άδειο μπουκάλι κρασί να έχει μεθύσει τα μυαλά και τις συνειδήσεις μας.
Τέτοιοι δρόμοι για μένα ήταν άβατοι και προτιμούσα να τους αγνοήσω. 

«Υπάρχουν άνδρες για τέτοιες κοπέλες, ας βρουν εκείνους. Εγώ θέλω τα πράγματα απλά, μικρά και ξεκάθαρα» έλεγα στον κολλητό μου και μου απαντούσε: «Όταν θα σου βάλει τα δύο πόδια σʾ ένα παπούτσι κάποια στιγμή μία κοπέλα, θα γελάω μαλάκα μέχρι δακρύων».

Σοφός κολλητός, σοφή κουβέντα. Και βγήκε σωστός ο μπάσταρδος.
Δεν έκατσα να το αναλύσω πολύ, δεν άκουσα μάγισσες και χαρτορίχτρες. Ρίχτηκα με τα μούτρα κι ας ένιωθα πως θα βρω πάτο και θα φάω το κεφάλι μου.

Με κέρδισες ολοκληρωτικά. Ξυπνούσα κάθε πρωί κι έπιανα ασυναίσθητα το κινητό μου να δω αν μου είχες στείλει μήνυμα. Δε με πίεσες, δε με άγχωσες. Όσο μʾ άφηνες να κάνω το πρώτο βήμα, τόσο κολλούσα εγώ περισσότερο.
Μ
ʾ έχασαν φίλοι και γνωστοί, άρχισα να πηγαίνω σε στέκια που δεν πήγαινα, νʾ ακούω τραγούδια που δεν άκουγα, να πίνω ποτά που δεν έπινα. Και πολλά παραπάνω απʾ όσα συνήθιζα.

Τι με κοιτάς; Ναι, σ
ʾ ερωτεύτηκα. Δεν ήξερα τι σημαίνει αυτή η λέξη ως τότε. Νόμιζα πως είναι μία έκφραση που προκαλεί συγκίνηση σε ρομαντικούληδες και γυναίκες, και την χρησιμοποιούν σε βιβλία και ταινίες.
Αλλά αν έρωτα ονομάζουν τον κρύο ιδρώτα που λούζει το μέτωπό σου και την ταχυπαλμία που σε πιάνει, αγωνιώντας να δεις αν η απάντηση στο «μου λείπεις πολύ» είναι το «κι εμένα», τότε ναι, σ
 ερωτεύτηκα. 
Βέβαια, όπως στις περισσότερες ταινίες και στα περισσότερα βιβλία, τέτοιες ιστορίες καταλήγουν άδοξα. Δεν το σκέφτηκα ούτε μία στιγμή, απλά ακολουθούσα αυτό το ένστικτο, αυτήν την παρόρμηση, αυτήν τη γαμημένη τρέλα που μʾ έπιανε κάθε μέρα που ήθελα να περνάω μαζί σου. Μόνο μαζί σου.

Κι έφαγα τα μούτρα μου. Τόσο καιρό μʾ άφηνες να κάνω το πρώτο βήμα κι η σχέση κυλούσε ονειρικά. Όταν όμως αποφάσισες κι εσύ δικαιολογημένα να κάνεις το δικό σου βήμα, μʾ αποτελείωσες.

Μου ζήτησες να μείνουμε μαζί. Να προχωρήσουμε. Γιατί δεν μπορούσες να ζήσεις χωρίς εμένα. Κι εκεί έπεσα στο κενό, έβλεπα εικόνες κι αναμνήσεις να περνούν από μπροστά μου και προσγειώθηκα άσχημα.
Ναι, φοβήθηκα. Και κώλωσα. Γύρισα την πλάτη, έφυγα και πήγα κι έγινα λιώμα.
Εκεί, ξαναβρήκα τον παλιό, κακό, βρώμικο και ψυχρό εαυτό μου.

Για μία εβδομάδα δε σου έστειλα μήνυμα, δε σε πήρα τηλέφωνο. Όσο κι αν μ
ʾ έψαξες ή μʾ αναζήτησες, χωνόμουν κάτω απʾ το μαξιλάρι και σιχτίριζα τη δειλία και την ανικανότητά μου.

Όταν εμφανίστηκα μπροστά σου, θυμάμαι μου χαμογέλασες κι απλά με ρώτησες αν ήμουν καλά. Ούτε φωνές, ούτε καβγάδες, ούτε «πού ήσουν, γιατί εξαφανίστηκες; ». Απλά αν ήμουν καλά.

Τότε κατάλαβα πως το μέλλον σου μαζί μου θα ήταν καταστροφικό. Δεν μπορώ νʾ αλλάξω, δεν μπορώ νʾ αντικρίσω τον ήλιο το πρωί και να σχεδιάζω το μέλλον μου μαζί σου. Γιατί έχω μάθει να ζω στο σκοτάδι του μοναχικού μου εαυτού και νʾ αντιμετωπίζω τα πάντα με τον ίδιο σαρκασμό κι απάθεια όπως πάντα.
Σου ζήτησα να χωρίσουμε. Οριστικά. Δεν το δέχθηκες, με παρακάλεσες να το ξανασκεφτώ, να μην πάρω βιαστική απόφαση.

Όμως, ναι αγάπη μου, πρέπει να χωρίσουμε. Σου λέω «γεια σου» και καλή ζωή. Γιατί την αξίζεις. Μακριά μου, έξω απʾ τον δικό μου απλησίαστο και ψυχρό κόσμο. Μέσα στη ζεστασιά και στη γαλήνη κάποιου άλλου.

Mη με ξαναπάρεις τηλέφωνο. Μόνο έτσι θα μπορέσω να σε ξεχάσω.

Και πρέπει να σε ξεχάσω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου