Μπορώ να φανταστώ κάθε παιδί σαν ένα κέντημα. Ένα κέντημα που ξεκίνησε η μάνα του όταν το συνέλαβε κι ακόμα και πριν την τελευταία της πνοή συνεχίζει να του προσθέτει λεπτομέρειες. Το παιδί για μια μάνα είναι έργο ζωής, είναι η ζωντανή αποτύπωση της κληρονομιάς που αφήνει στην κοινωνία, η συνεισφορά της στο μέλλον αυτού του κόσμου.
Άλλα κεντήματα πιο όμορφα, άλλα λιγότερο. Άλλα πιο φανταχτερά, άλλα πιο ανθεκτικά. Καθένα όμως μοναδικό και φτιαγμένο με πολύ κόπο. Θα την ταλαιπωρήσει και πολλές φορές θα τρυπηθεί προσπαθώντας να φτιάξει έναν ακόμη κόμπο του, αλλά δε θα μετανιώσει λεπτό και δε θα το παρατήσει ποτέ μέχρι να το τελειώσει.
Από μια άποψη είμαι τυχερός. Ζω σε μια κοινωνία που δεν πετά το παιδί της απ’ την πόρτα με το που κλείσει τα δεκαοκτώ, μεγάλωσα σε μια πατρίδα που ο πατέρας δε χαιρετά δια χειραψίας το γιο του. Πάντα μου έλεγες ότι «όλα απ’ το σπίτι ξεκινούν κι εκεί τελειώνουν». Με διάβαζες ιστορία όχι μόνο για να γράψω καλά, αλλά και για να μάθω απ’ το παρελθόν και να νιώσω τυχερός που δεν έζησα όσα έζησαν οι παππούδες μας. Να μορφωθώ γιατί «όσο οι άνθρωποι θα μαθαίνουν να σκέφτονται, ο πόλεμος κι η πείνα θα μένουν φυλακισμένα στα βιβλία της ιστορίας».
Μου έμαθες να μη ζητάω πολλά κι όσα ζητάω να τα αξίζω και να έχω μοχθήσει για να τα αποκτήσω. Μου φώναζες να κολυμπάω μόνο μέχρι εκεί που «πατώνω» και μου έκλεινες πονηρά το μάτι λέγοντάς μου ότι δεν ισχύει μόνο για το κολύμπι αλλά για όλη μου τη ζωή, κι ότι μεγαλώνοντας θα καταλάβαινα τι εννοούσες.
Ήθος κι επίγνωση, μέσα σε ένα μικρό σπίτι που η «κυβέρνηση» τηρούσε το ιδανικό κράτος δικαίου. Το «υπουργείο οικονομικών» έδινε όσα χρειάζονταν για κολατσιό, άντε και καμιά επιδότηση με τα κάλαντα τα Χριστούγεννα, το «δημόσιας τάξης» εφάρμοζε το νόμο κάθε φορά που κάποιο βάζο έσπαγε ή κάποια κοπάνα αποκαλυπτόταν και κάπως έτσι τα χρόνια πέρασαν και το μικρό παιδάκι είχε πια κρεμάσει κορνίζες με πτυχία στους τοίχους του κι ετοιμαζόταν να μπει στη ζωή με τα εφόδια που του παρείχες αλλά και που βοήθησες να αποκτήσει μόνο του.
Μου είπες ότι ο ψεύτης κι ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται. Μάνα, έχω καβαλήσει τα 30 χρόνια κι ακόμα χαίρονται κι οι δυο. Για την ακρίβεια δε γελούν καν πίσω απ’ την πλάτη μας, αλλά μπροστά στη μούρη μας. Κι η μεγαλύτερη αλητεία είναι ότι εγώ κάθε φορά που πάω να ορίσω την τύχη μου, έχω να διαλέξω ανάμεσα σε σκατά κι απόσκατα. Σαν να λες σε ένα διαβητικό που έχει να φάει τρεις μέρες, ότι τα μόνα που υπάρχουν στο εδεσματολόγιο είναι εκμέκ κανταΐφι και μπακλαβάς.
Μου είχες πει να μορφωθώ και να μη σταματήσω να πασχίζω να δουλεύω για να κερδίσω τη ζωή μου. Κι όμως βλέπω ότι όσοι τελικά την κέρδισαν δεν ήταν κάτι άλλο παρά ύπουλα καθικάκια με καλές γνωριμίες, λίγη τύχη και μπόλικο θράσος. Μου είχες πει να σέβομαι τους συνανθρώπους μου, αλλά τελικά όποτε έπεσα δεν ήρθε κανείς από αυτούς να με σηκώσει. Μου είχες πει ότι ο φίλος είναι η οικογένεια που επιλέγεις, αλλά τελικά οι πιο βαθιές μαχαιριές ήρθαν από αυτούς που επέλεξα να αποκαλώ οικογένεια.
Μου έμαθες να πιστεύω στον Θεό και να αντέχω τις δοκιμασίες που βάζει σε όλους μας, αλλά δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ για ποιο λόγο μπορεί ο Θεός να δοκιμάζει μια γερόντισσα που με το ένα της χέρι προσπαθεί να κρατηθεί όρθια και με το άλλο ψάχνει στον κάδο των απορριμμάτων για να βρει τροφή. Δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ για ποιο λόγο να δοκιμαστεί ένα μικρό παιδάκι απ’ την πείνα, την κακουχία ή τον πόλεμο. Και ποια νοήματα πρέπει τελικά να εξάγω όταν εγώ κοιμάμαι στο ζεστό κρεβατάκι μου ενώ ο Φώτης απ’ τη δίπλα πολυκατοικία κοιμάται στα παγκάκια; Είμαστε καλύτεροι άνθρωποι; Ή ο Θεός μας αγαπά περισσότερο; Κι αν ναι, γιατί;
Μου έμαθες να έχω αξίες κι αξιοπρέπεια και βγαίνοντας απ’ την πόρτα μας βλέπω ανθρώπους να ξεφτιλίζονται και λίγο μετά να μας τους παρουσιάζουν ως πρότυπα. Βλέπω ανθρώπους να φάσκουν και να αντιφάσκουν χωρίς καμία τύψη και χωρίς καμία τιμωρία. Εσύ, ρε μάνα, δε με τιμωρούσες όταν έλεγα ψέματα;
Κάπου το πήρε το μάτι μου σε μια εφημερίδα. Ζούμε λέει μια «κρίση αξιών». Κι ακόμα και τώρα με κροτάφους άσπρους πια, έχω απορίες να μου λύσεις. Τι εστί κρίση αξιών; Τι είναι οι αξίες για να βιώσουν κρίση; Λεφτά που κακοδιαχειριστήκαμε και στέρεψαν ή σιτηρά που έριξε χαλάζι και τα χάλασε; Τις είχαμε και τις χάσαμε, ή μήπως δεν τις είχαμε και ποτέ;
Λένε ότι παλιότερα απ’ την εποχή μου, ο κόσμος μπορεί να ήταν φτωχότερος, είχε όμως τσίπα. Μπορεί να μην ήταν μορφωμένος, αλλά είχε μπέσα και φιλότιμο. Και ότι το χρήμα μπήκε στην ψυχή του και τον διέφθειρε, ότι η ιδέα της μεγάλης ζωής του πήρε τα μυαλά.
Αναζήτησε την ευτυχία σε πλασματική ζωή κι ανυπόστατα μεγαλεία και καταπόντισε ό,τι σοβαρό κι έντιμο είχε μέσα του. Τώρα πια όμως, δεν υπάρχει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ούτε τσίπα ούτε καλή ζωή. Οι παππούδες μου θυσίασαν τις ζωές τους στα βουνά και τα ξερόνησα για να ζούμε ελεύθεροι κι εμείς ανταλλάζουμε το μέλλον μας με ένα κινητό τηλέφωνο και διακοπές στη Μύκονο. Ευτυχώς που δεν έζησε ο παππούς να δει αυτά τα χάλια, μάνα.
Ελπίδα ναι, υπάρχει. Αλλά θα περάσει καιρός. Τότε που τα παιδιά θα διδάσκονται την εποχή μου όπως διδαχθήκαμε εμείς το μεσαίωνα. Μια εποχή αιώνων, που ίσα-ίσα αναφέρεται σε λίγες σελίδες, μια εποχή που στην αποκαλούν εν συντομία «σκοτεινή» και χωρίς πολλά-πολλά πάνε παρακάτω γιατί δεν έχει σχεδόν τίποτα αξιόλογο να μάθεις. Μη νιώσεις τύψεις, μάνα, εσύ όλα σωστά τα έκανες εκτός από ένα. Διάλεξες τη λάθος εποχή για να τα κάνεις. Ή βιάστηκες ή άργησες.
Επιμέλεια Κειμένου Αλέξη Φαραντούρη: Πωλίνα Πανέρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου