Της Ελένης Σ. Αράπη (Ανεμόεσσα Σκέψη)
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα Μοναχικό κοριτσάκι, αυτή η λέξη το ακολουθούσε σαν δίδυμη αδερφή.
Το κοριτσάκι μεγάλωνε με τη γιαγιά και τον παππού, γιατί οι γονείς του ταξιδεύανε συνέχεια.
Η μικρούλα είχε συμβιβαστεί με την μοναξιά της, μη σας πω, ότι την αγαπούσε κιόλας αλλά αποζητούσε συνέχεια την αγάπη.
Ρωτούσε λοιπόν τη γιαγιά κάθε πρωί που ξυπνούσε: “Γιαγιούλα μ΄αγαπάς;” και εκείνη φυσικά της απαντούσε:
“Σε λατρεύω λουλουδάκι μου” “και με αγαπάς πιο πολύ απ΄ολους;”
Η γιαγιούλα ερχόταν σε δύσκολη θέση αλλά δεν μπορούσε να της πει ψέματα, βλέπετε πάνω απ΄όλα τα παιδιά της, αγαπούσε τον άντρα της, τον παππούλη.
Το κοριτσάκι τότε τσαντιζόταν, μούτρωνε και έκανε να της μιλήσει δευτερόλεπτα, μετά όμως γαλήνευε και καταλάβαινε ότι δεν μπορούμε να τους αγαπάμε όλους πιο πολύ, “το πιο πολύ” μας είναι μόνο για έναν.
Διάλεξε λοιπόν “το πιο πολύ” της να το χαρίσει στον παππούλη της.
Βέβαια για να πούμε την αλήθεια, δεν το χάρισε ο παππούλης το κατάκτησε με την αγάπη του.
Όταν έβλεπε το Γιασεμάκι του, έτσι αποκαλούσε τη μικρή, φώτιζε όλο του το πρόσωπο, την έπαιρνε στην αγκαλιά του, μύριζε το κεφαλάκι της και μοσχοβολούσε όλος ο κόσμος.
Τα καλοκαίρια πήγαιναν όλοι μαζί στο νησί, το λάτρευε το Γιασεμάκι το νησί.
Έπαιζε, έτρεχε, φώναζε, ζούσε και επειδή το Γιασεμάκι δεν ήταν και “ησυχάκι” κάθε φορά που έκανε καμιά αταξία, έτρεχε στην αγκαλιά του παππούλη, να κουμπώσει μέσα του και να μην μπορεί η γιαγιά να τη μαλώσει.
Βλέπετε παιδιά, δύο αγάπες μαζί πώς να τις αντιμετωπίσει η γιαγιά, φώναζε στην αρχή μετά βλέποντας τους αγκαλιασμένους γαληνευε και έτρεχε και αυτή να γίνουν τρεις.
Έτσι ταξίδευαν τα χρόνια και το Γιασεμάκι έγινε 8 χρονών.
Οι γονείς της σταμάτησαν τα ταξίδια και ζούσε πια μαζί τους.
Από κοντά όμως ήταν και οι γονείς της καρδιάς της, ο παππούλης και η γιαγιάκα.
Ένα απόγευμα ο παππούλης ανέβηκε στο σπίτι και είπε στο κοριτσάκι: “Γιασεμάκι μου αύριο φεύγω, πάω στο νησί…Έλα να σε χορέψω έναν μπάλο, γιατί δεν ξέρω αν θα σε καμαρώσω νυφούλα”
“Παππούλη” απάντησε το Γιασεμάκι “τι λες, φοβάμαι” “Οχι, ανοιξη μου” της ειπε “Μη φοβάσαι…
Η αγάπη είναι σαν τ’αστερια, σε φωτίζει ακόμα και όταν αυτά σβήσουν”
Και είχε δίκιο ο παππούλης, το Γιασεμάκι δεν τον ξέχασε στιγμή….
Στιγμή …..παππούλη…
Το Γιασεμάκι σου…
Το κοριτσάκι μεγάλωνε με τη γιαγιά και τον παππού, γιατί οι γονείς του ταξιδεύανε συνέχεια.
Η μικρούλα είχε συμβιβαστεί με την μοναξιά της, μη σας πω, ότι την αγαπούσε κιόλας αλλά αποζητούσε συνέχεια την αγάπη.
Ρωτούσε λοιπόν τη γιαγιά κάθε πρωί που ξυπνούσε: “Γιαγιούλα μ΄αγαπάς;” και εκείνη φυσικά της απαντούσε:
“Σε λατρεύω λουλουδάκι μου” “και με αγαπάς πιο πολύ απ΄ολους;”
Η γιαγιούλα ερχόταν σε δύσκολη θέση αλλά δεν μπορούσε να της πει ψέματα, βλέπετε πάνω απ΄όλα τα παιδιά της, αγαπούσε τον άντρα της, τον παππούλη.
Το κοριτσάκι τότε τσαντιζόταν, μούτρωνε και έκανε να της μιλήσει δευτερόλεπτα, μετά όμως γαλήνευε και καταλάβαινε ότι δεν μπορούμε να τους αγαπάμε όλους πιο πολύ, “το πιο πολύ” μας είναι μόνο για έναν.
Διάλεξε λοιπόν “το πιο πολύ” της να το χαρίσει στον παππούλη της.
Βέβαια για να πούμε την αλήθεια, δεν το χάρισε ο παππούλης το κατάκτησε με την αγάπη του.
Όταν έβλεπε το Γιασεμάκι του, έτσι αποκαλούσε τη μικρή, φώτιζε όλο του το πρόσωπο, την έπαιρνε στην αγκαλιά του, μύριζε το κεφαλάκι της και μοσχοβολούσε όλος ο κόσμος.
Τα καλοκαίρια πήγαιναν όλοι μαζί στο νησί, το λάτρευε το Γιασεμάκι το νησί.
Έπαιζε, έτρεχε, φώναζε, ζούσε και επειδή το Γιασεμάκι δεν ήταν και “ησυχάκι” κάθε φορά που έκανε καμιά αταξία, έτρεχε στην αγκαλιά του παππούλη, να κουμπώσει μέσα του και να μην μπορεί η γιαγιά να τη μαλώσει.
Βλέπετε παιδιά, δύο αγάπες μαζί πώς να τις αντιμετωπίσει η γιαγιά, φώναζε στην αρχή μετά βλέποντας τους αγκαλιασμένους γαληνευε και έτρεχε και αυτή να γίνουν τρεις.
Έτσι ταξίδευαν τα χρόνια και το Γιασεμάκι έγινε 8 χρονών.
Οι γονείς της σταμάτησαν τα ταξίδια και ζούσε πια μαζί τους.
Από κοντά όμως ήταν και οι γονείς της καρδιάς της, ο παππούλης και η γιαγιάκα.
Ένα απόγευμα ο παππούλης ανέβηκε στο σπίτι και είπε στο κοριτσάκι: “Γιασεμάκι μου αύριο φεύγω, πάω στο νησί…Έλα να σε χορέψω έναν μπάλο, γιατί δεν ξέρω αν θα σε καμαρώσω νυφούλα”
“Παππούλη” απάντησε το Γιασεμάκι “τι λες, φοβάμαι” “Οχι, ανοιξη μου” της ειπε “Μη φοβάσαι…
Η αγάπη είναι σαν τ’αστερια, σε φωτίζει ακόμα και όταν αυτά σβήσουν”
Και είχε δίκιο ο παππούλης, το Γιασεμάκι δεν τον ξέχασε στιγμή….
Στιγμή …..παππούλη…
Το Γιασεμάκι σου…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου