Εισαγωγή
Η επιστήμη της ψυχιατρικής, στην πορεία της,-όπως, άλλωστε, και κάθε άλλος τομέας της επιστήμης- έχει να επιδείξει αρκετές περιπτώσεις εσφαλμένων, αντιφατικών και αμφιθυμικών προσεγγίσεων απέναντι σε διάφορες μορφές κλινικών εκδηλώσεων και ψυχικών διαταραχών που, ευτυχώς, οι περισσότερες από αυτές, κάποια στιγμή, επισημάνθηκαν και αναπροσαρμόσθηκαν ώστε πολλά άτομα που υπέφεραν ψυχικά να τύχουν, τελικά, μιας ακριβέστερης διάγνωσης αλλά και αποτελεσματικότερης θεραπευτικής αντιμετώπισης.
Από τη στιγμή, όμως, που κάθε επιστήμη λειτουργεί και εξελίσσεται μέσα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον και αναπόφευκτα επηρεάζεται από αυτό -όπως, βέβαια,και η ίδια το επηρεάζει-,θα πρέπει και η κοινωνία να προσαρμόζεται κάθε φορά, διευρύνοντας, με τον τρόπο αυτόν, την κατανόηση και, συχνά, την ανοχή της…
Η ιστορία του τραύματος, στην ψυχιατρική,αποτελεί αντιπροσωπευτική περίπτωση θέματος που αντικατοπτρίζει έντονες διαμάχες, λήθη, διάθεση αποσιώπησης και άρνηση. Τα παραδείγματα κλινικών ευρημάτων που αντιμετωπίστηκαν με τέτοιον τρόπο είναι αρκετά, όπως το σύνδρομο «shell-shock», μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ή τα σύνδρομα«war-sailor», που αφορούσε ναύτες πολεμικών πλοίων, και «Κz», που αφορούσε αιχμάλωτους στρατοπέδων συγκέντρωσης, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Ένας σημαντικός λόγος που συμβαίνει αυτό είναι, ίσως, το γεγονός ότι ένα σοβαρό τραύμα προκαλεί και αμφισβητεί την ανάγκη μας να πιστεύουμε πως ζούμε σε έναν ασφαλή κόσμο ή περιβάλλον, ιδιαίτερα όταν συμβαίνει σε χώρους όπου προσδοκούμε να νιώθουμε ασφαλείς, όπως είναι το σπίτι, το σχολείο ή ο χώρος εργασίας μας…
Η εξέλιξη του όρου «ψυχικό τραύμα»
Η μοντέρνα θεώρηση περί ψυχικού τραύματος εξελίχθηκε από δύο διαφορετικές πηγές δεδομένων και επιστημονικών προσεγγίσεων. Η πρώτη αφορά στη Φροϋδική θεωρία περί «τραύματος»όπου ο Φρόυντ -στα τέλη του 19ου αιώνα, στην αρχική του προσέγγιση- υποστήριζε πως τα υστερικά συμπτώματα γυναικών οφείλονταν στη σεξουαλική τους κακοποίηση, η μνήμη της οποίας είχε απωθηθεί στο υποσυνείδητο.
Τα ευρήματα αυτά αντιμετωπίστηκαν με τόση καχυποψία και παγερή αδιαφορία από την ανδροκρατούμενη κοινωνία της εποχής εκείνης,μέχρι του σημείου να αναγκασθεί ο Φρόυντ, κάτω από το βάρος αυτής της σιωπηρής κοινωνικής κατακραυγής, να ανασκευάσει την αρχική του θέση και να υποστηρίξει πως τα υστερικά αυτά συμπτώματα οφείλονταν, τελικά, σε υποσυνείδητες φαντασιώσεις των γυναικών αυτών και όχι σε πραγματικά τραυματικά γεγονότα.
Περίπου δύο δεκαετίες αργότερα, το θέμα του ψυχικού τραύματος ήρθε και πάλι στην επικαιρότητα, με αφορμή τις αντιδράσεις εκατοντάδων χιλιάδων στρατιωτών από όλες τις αντιμαχόμενες πλευρές,στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Η συνεχής ζωή,κάτω από άθλιες συνθήκες στην κόλαση των χαρακωμάτων, αγκαλιά με το θάνατο, τις συνεχείς εκρήξεις οβίδων δίπλα τους, το κροτάλισμα των πολυβόλων και τα διαμελισμένα σώματα συναδέλφων τους ήταν καταστάσεις που πολλοί δεν άντεχαν, καταρρέοντας ψυχικά και εμφανίζοντας συμπτώματα που έμοιαζαν με αυτά της υστερίας. Κάποιοι ούρλιαζαν και έκλαιγαν σπαρακτικά, το κορμί τους τραντάζονταν ανεξέλεγκτα, έτρεμαν σύγκορμοι,είχαν βλέμμα τρομοκρατημένο και σοβαρές μορφές tics, και άλλοι πάλι έχαναν τη φωνή, την ακοήή ακόμα και την όρασή τους, είχαν απώλεια μνήμης, απόλυτη απάθεια, κράμπες που μετατρέπονταν σε παραλύσεις, σοβαρούς καταναγκασμούς, παράξενες στάσεις σώματος κ.ά.
Οι στρατιώτες αυτοί μπορεί το σώμα τους να μην τραυματίστηκε από σφαίρες ή οβίδες, όμως, έκφραζε με τον πλέον δραματικό τρόπο όλη τη φρίκη του πολέμου.Η κλινική εικόνα που εμφάνιζαν -και που αρχικά θεωρήθηκε πως έχει οργανική αιτιολογία- της δόθηκαν διάφορες ονομασίες όπως «σοκ των οβίδων» ή «shellshock», τα δε συμπτώματά της θεωρήθηκαν, αρχκά, ως το αποτέλεσμα αυτοθυσίας και ηρωικής συμπεριφοράς. Η ονομασία, όμως, διαφοροποιήθηκε καθώς οι έρευνες έδειξαν πως κάποιοι δεν είχαν καν βιώσει εκρήξεις οβίδων ή δεν συμμετείχαν σε κάποια μάχη. Οι διαπιστώσεις αυτές οδήγησαν στην αναζήτηση ψυχολογικών πλέον αιτιών και ερμηνειών του φαινομένου. Η στροφή αυτή, όμως, είχε -μεταξύ άλλων- ως αποτέλεσμα τη διάγνωση να συνοδεύουν αισθήματα ντροπής καθώς θεωρήθηκε από πολλούς ως ένδειξη δειλίας -γι΄αυτό και τα άτομα αυτά αποκαλούνταν και ως «ηθικοί ανάπηροι»-αλλά και επειδή τα συμπτώματά τους ήσαν παρόμοια με αυτά της υστερίας η οποία θεωρούνταν ως αμιγώς γυναικείο ψυχικό πρόβλημα.
Τελικά, οι πιο προοδευτικοί και με μια πιο ευέλικτη και ευαίσθητη στάση ψυχίατροι, της εποχής εκείνης, θεώρησαν πως η κλινική εικόνα των ανδρών αυτών δεν οφείλονταν σε έλλειψη θάρρους και ανδρείας αλλά αποτελεί ένδειξη ύπαρξης ψυχιατρικής διαταραχής που θα πρέπει να αντιμετωπισθεί με πιο ανθρωπιστικό τρόπο, βασισμένο σε ψυχαναλυτικές αρχές, και όχι με ηλεκτροσόκ, κρύα ντους κ.τ.λ.
Η μεγάλη ανατροπή στην αντιμετώπιση αυτού του είδους φαινομένων έγινε μετά τη λήξη του πολέμου του Βιετνάμ, εξαιτίας της δραματικής εικόνας που παρουσίασαν χιλιάδες Αμερικανών στρατιωτών που πολέμησαν εκεί. Το «Σύνδρομο Μετατραυματικού Στρες» καθιερώθηκε πλέον ως επίσημη διάγνωση που αφορά στις μακροχρόνιες συνέπειες ψυχικών τραυμάτων και επηρέασε καθοριστικά τη φροντίδα των ατόμων αυτών στις Η.Π.Α. Παράλληλα, υπήρξε και μία εκρηκτική αύξηση των ερευνών, επί του θέματος, με εντυπωσιακά και πολύ ενδιαφέροντα ευρήματα, όπως -μεταξύ άλλων- πως η συχνότητα του Συνδρόμου Μετατραυματικού Στρες στον μέσο πληθυσμό είναι πολύ μεγαλύτερη (5-10%, στις Η.Π.Α.) από αυτή που πιστεύονταν έως τότε. Τα ποσοστά αυτά, σε ομάδες πληθυσμού που είναι γνωστή η έκθεσή τους σε τραυματικές καταστάσεις, είναι πολύ μεγαλύτερα και ποικίλουν ανάλογα με το είδος του τραυματικού γεγονότος.
Τι θεωρείται ως ψυχικό τραύμα;
Το ψυχικό τραύμα είναι, συνήθως, το αποτέλεσμα μιας απρόσμενης, σοκαριστικής και επώδυνης εμπειρίας που προκαλεί τόσο άγχος και έντονα συναισθήματα που δεν είναι διαχειρίσιμα από το άτομο που βιώνει μια τέτοια κατάσταση.Οι τραυματικές αυτές εμπειρίες προκύπτουν σε καταστάσεις που είτε εμπεριέχουν σοβαρή απειλή για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα του ατόμου είτε αντιπροσωπεύουν μια άμεση επαφή με βία και θάνατο. Τα συναισθήματα που πυροδοτούνται είναι ο τρόμος, η απόγνωση και η πλήρης ανημπόρια. Αυτός ο συνδυασμός συναισθημάτων οδηγεί στην κατάρρευση κάθε δυνατότητας του ατόμου να αντιδράσει και να αμυνθεί με τον οποιονδήποτε τρόπο.
Ένα ψυχικό τραύμα μπορεί να οφείλεται, πιο συγκεκριμένα, σε απειλή βίας, σε ψυχική ή σωματική κακοποίηση, σε κάποιο σοβαρό δυστύχημα, φυσική καταστροφή, εμπειρία πολέμου, τρομοκρατικής ενέργειας, ληστείας κ.ά. Συνήθως, η σωματική και ψυχική κακοποίηση παιδιών έχει ευρύτερες και σοβαρότερες συνέπειες απ΄ότι άλλου είδους εμπειρίες.
Μια επώδυνη εμπειρία αποτελεί μια δυνητική τραυματική εμπειρία στην περίπτωση που το άτομο που έχει πληγεί εμφανίζει για μεγάλο χρονικό διάστημα, μετά από την εμπειρία αυτή, σοβαρά προβλήματα. Μόνον τότε μπορούμε να μιλάμε για ψυχικό τραύμα και τραυματική εμπειρία. Οι διάφορες σωματικές και ψυχικές αντιδράσεις-όπως δυσκολίες ύπνου, άγχος, αποστασιοποίηση κ.ά.-, μετά από ένα σοβαρό γεγονός που πλήττει κάποιον, είναι απόλυτα φυσιολογικές και αναμενόμενες. Όταν, όμως, τα διάφορα ψυχοσωματικά συμπτώματα συνεχίζουν να υπάρχουν ή/και να επιδεινώνονται,και μετά από την πάροδο περίπου έξι μηνών, τότε μιλάμε για ύπαρξη ψυχικού τραύματος που χρίζει θεραπευτικής αντιμετώπισης.
Οι συνέπειες ενός ψυχικού τραύματος
Η ένταση των συναισθημάτων τη στιγμή του τραυματικού γεγονότος είναι τόσο ισχυρή που η πυροδοτούμενη απειλή περί σοβαρότατου κινδύνου ή/και θανάτου ακολουθεί, συχνά, το άτομο ακόμα και πολλά χρόνια μετά την παρέλευση του κινδύνου ή της απειλής. Οι μετατραυματικές εμπειρίες δεν εμφανίζονται στον καθένα που βιώνει ένα σοβαρό τραυματικό γεγονός, και σε κάποιους -που έχουν, κατά τα άλλα, μια καλή και οργανωμένη ζωήαλλά και στήριξη από τον άμεσο περίγυρό τους- ξεπερνιούνται χωρίς ειδική αντιμετώπιση, αν και μπορεί να απαιτηθεί αρκετός χρόνος για αυτό.
Α. Το κρυμμένο τραύμα
Υπάρχουν πολλές δυνητικά τραυματικές εμπειρίες που συνδέονται από έντονα αισθήματα ντροπής και ενοχών, τόσο από την πλευρά του ίδιου του θύματος όσο και από την πλευρά του περιβάλλοντός του. Κανείς δεν αναφέρεται σε αυτές και μοιάζει σαν να μην έχουν συμβεί ποτέ. Στην κατηγορία αυτή, ανήκουν περιπτώσεις βιασμού ή ληστείας, αλλά κυρίως περιπτώσεις κακοποίησης μέσα στην ίδια την οικογένεια ή στο πλαίσιο στενών διαπροσωπικών σχέσεων.
Αποσιώπηση ή/και άρνηση του τραυματικού γεγονότος παρατηρείται συχνά και σε περιπτώσεις σχολικού εκφοβισμού (bullying) ή εκφοβισμού στο χώρο εργασίας. Αυτό οφείλεται τόσο στην ανάγκη του θύματος να ξεχάσει όσο και σε αυτή του θύτη/θυτών να αποσιωπηθεί το γεγονός. Αρκετοί θεωρούν πως, στις περιπτώσεις αυτές, επειδή δεν υπάρχει απειλή της ζωής, δεν υφίστανται οι απαραίτητες προϋποθέσεις που μπορεί να οδηγήσουν στην εμφάνιση διαταραχής μετατραυματικού στρες. Όμως, τα αυξημένα ποσοστά αυτοχειρίας που καταγράφουν τα διάφορα ερευνητικά ευρήματα,στις περιπτώσεις αυτές, συνηγορούν περί του αντιθέτου.
Β. Το σύνθετο τραύμα
Επαναλαμβανόμενες και, για μεγάλο χρονικό διάστημα, ανεμπόδιστες διαπροσωπικές τραυματικές εμπειρίες -που έχουν, δηλαδή, προκληθεί από άλλον άνθρωπο- όπως π.χ. διάφορες μορφές σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών,η έκθεση σε οικογενειακή βία, η βία με πρόθεση, μια αβέβαιης έκβασης ομηρία ορισμένων ημερών κ.ά., προκαλούν πολύ σοβαρότερες και εκτεταμένες ψυχικές βλάβες απ΄ότι μία και μοναδική τραυματική εμπειρία. Οι βλάβες αυτές δε, όπως και οι όποιες ψυχοσωματικές τους εκδηλώσεις,είναι τόσο σοβαρότερες όσο συναισθηματικά σημαντικότερη είναι η σχέση του θύματος με τον θύτη. Έτσι, λοιπόν, στις περιπτώσεις αυτές, ο φόβος, ο πανικός, η κατάθλιψη, οι εκδηλώσεις άγχους και τα διάφορα σωματικά συμπτώματα είναι πολύ σοβαρότερης μορφής απ΄ότι στις αντίστοιχου τύπου γνωστές ψυχικές διαταραχές.
Γ. Διάσχιση ή αποσύνδεση
Σε περιπτώσεις περίπλοκου τραύματος -δηλαδή πολύ σοβαρών και συσσωρευμένων ψυχικών τραυματισμών- η επιβάρυνση του ψυχισμού είναι τέτοια που οι πιο συμβατικοί ψυχικοί αμυντικοί μηχανισμοί δεν επαρκούν για να τον προστατέψουν από μια πλήρη κατάρρευση. Έτσι, λοιπόν, εκτός από τους μηχανισμούς της απώθησης, της άρνησης κ.ά., ενεργοποιείται και ο μηχανισμός της διάσχισης που δημιουργεί ένα είδος εσωτερικών«στεγανών», μια αποσύνδεση διαφόρων τμημάτων του εσωτερικού μας κόσμου ώστε να αποφευχθεί ένα γενικευμένο ντόμινο πλήρους ψυχικής κατάρρευσης.
Διάσχιση, λοιπόν, είναι η αυτόματη άμβλυνση του εσωτερικού μας κόσμου, διαμέσου της δημιουργίας «τειχών προστασίας» ή «στεγανών»μεταξύ συναισθημάτων, σκέψεων, διαφόρων ερεθισμάτων, μνημών και συμπεριφορών ώστε να μην γίνεται μια φυσιολογική διασύνδεση ανάμεσα στις προσλαμβανόμενες πληροφορίες και στις υπάρχουσες εμπειρίες. Συνέπεια αυτού είναι η γνώση -ή μια εμπειρία-να βιώνεται δίχως συναισθήματα, τα συναισθήματα δίχως γνώση, και τα διάφορα σωματικά ερεθίσματα ή οι διάφορες μορφές συμπεριφορικών επαναλήψεων να μην υποπίπτουν στην αντίληψη.
Φαινόμενα διάσχισης δημιουργούνται πολύ συχνά σε περιπτώσεις επείγουσας κρίσης αλλά ατονούν και εξαφανίζονται μετά από σύντομο χρονικό διάστημα. Όταν οι εκδηλώσεις διάσχισης εμμένουν και μετά το πέρας της επείγουσας φάσης μιας κρίσης τότε αυξάνεται κατά πολύ η πιθανότητα εμφάνισης Διαταραχής Μετατραυματικού Στρες, με τη διάσχιση να αποτελεί ένα από τα κύρια συμπτώματά της. Ενδείξεις διάσχισης αποτελούν τα κενά μνήμης, η σύγχυση ταυτότητας, η αποπροσωποποίηση (αίσθηση αποξένωσης από τον ίδιο τον εαυτό και το σώμα), η αποπραγματοποίηση (το περιβάλλον και η πραγματικότητα βιώνονται ως μη πραγματικά ή ξένα), η απώλεια της αίσθησης χώρου και χρόνου κ.ά.
Θεραπευτική αντιμετώπιση
Οι σημαντικότερες συνιστώσες της θεραπευτικής αντιμετώπισης μιας κρίσης, στην επείγουσα φάση της, που τυγχάνουν μιας ευρείας αποδοχής εξαιτίας επαρκούς επιστημονικής τεκμηρίωσης, είναι:
α) η ενίσχυση μιας αίσθησης ασφάλειας
β) η ενίσχυση μιας αίσθησης εμπιστοσύνης προς τον ίδιο τον εαυτό και στην ικανότητα της κοινωνίας να διαχειριστεί αποτελεσματικά τα προβλήματα που έχουν προκύψει
γ) η ενίσχυσημιας αίσθησης συνύπαρξης και κοινότητας με άλλους
δ) ο καθησυχασμός και
ε) η ενίσχυση μιας αίσθησης ελπίδας
Με άλλα λόγια, κατά τη διάρκεια της επείγουσας φάσης μιας κρίσης, πριμοδοτούμε και δίνουμε προτεραιότητα σε μια αίσθηση ασφάλειας και σιγουριάς, καθώς και στις ειδικές ανάγκες του ατόμου, αντί στη συναισθηματική επεξεργασία του γεγονότος, όπως γίνονταν παλαιότερα.
Επίλογος
Η συνεχώς αυξανόμενη, απροκάλυπτη και ωμή χρήση βίας σε ολόκληρο τον πλανήτη, με τους συνεχείς πολέμους, τις τυφλές τρομοκρατικές ενέργειες και τα εκατομμύρια προσφύγων -θυμάτων αυτών των πολέμων-,μαζί με τις εκατοντάδες χιλιάδες θυμάτων των εκάστοτε τεράστιων φυσικών καταστροφών (π.χ. τσουνάμι, σεισμοί κ.τ.λ.), καθιστούν ακόμα πιο επίκαιρη και επιτακτική την ανάδειξη των ψυχικών συνεπειών αυτών των καταστάσεων φρίκης και έκφρασης των πλέον σκοτεινών πλευρών της ανθρώπινης φύσης, αλλά και των απρόβλεπτων πλευρών του φυσικού μας περιβάλλοντος…
Οι συνέπειες ενός τραύματος μπορεί να είναι από παροδικές έως και μόνιμες. Όμως, η σοβαρότερη συνέπεια ενός ψυχικού τραύματος είναι,ίσως,ότι το άτομο, στην προσπάθειά του να αποφύγει το οποιοδήποτε ερέθισμα που θα μπορούσε να του υπενθυμίσει τα όσα τραγικά βίωσε, κλείνεται στον εαυτό του,ζώντας στο περιθώριο της οποιασδήποτε εκδήλωσης κοινωνικής ζωής. Αυτό οδηγεί σταδιακά στην κατάρρευση της αίσθησης εγγύτητας και συνύπαρξης με άλλους, της αίσθησης πως ο κόσμος γύρω του είναι ασφαλής και σταθερός αλλά και της αίσθησης πως ο εαυτός του έχει μια ξεχωριστή αξία. Όλα αυτά επιτείνουνακόμα περισσότερο το αίσθημα πλήρους ανημπόριας, απελπισίαςκαι υπαρξιακής μοναξιάς του πληγέντος ή των πληγέντων.
Για το λόγο αυτό, η ύπαρξη ενός κοινωνικού δικτύου που να διασφαλίζει μία μίνιμουμ σταθερότητα ζωής στον πληγέντα ή στους πληγέντες μπορεί να μειώσει αισθητά τις συνέπειες ενός ψυχικού τραύματος. Όμως, μία κοινωνία ευαίσθητη προϋποθέτει την ύπαρξη πολιτικά και ανθρωπιστικά ευαίσθητων πολιτών που να εμπνέουν και να οδηγούν τα πράγματα προς την κατεύθυνση μιας ιδεολογίας αλληλεγγύης χωρίς σύνορα…
Σάββας Ν. Σαλπιστής, Ph.D., Κλινικός Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπευτής
Κλινικός Ψυχολόγος Πανεπιστημίου Στοκχόλμης
Διπλωματούχος Ψυχοθεραπευτής
Βασιλικού Ιατροχειρουργικού Ινστιτούτου Karolinska Στοκχόλμης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου