Της Ματίνας Ιατροπούλου
Δεν ήθελα να γυρίσω. Η μεγαλύτερη πρόκληση της ζωής μου ήταν εκεί.
Ένας δεκάχρονος εαυτός που με πήρε από το χέρι στις πιο σκοτεινές μου αναμνήσεις.
Είχε φτιάξει ένα βαθούλωμα στο κάτω μέρος του κρεβατιού προσεκτικά, με χρόνο και βλέμματα στο κενό.
Και κάθεται ακόμα εκεί, βαριά και ανεκπλήρωτα στην ίδια θέση, να κρατάει την ίδια έκφραση όταν εναλλάσσονται οι φωνές και τα κλάματα με τη σιωπή.
Μέχρι και σήμερα, μπορώ να τον ακούσω.
Δεν είμαι παρά ένα παιδί. Μετράω όμως ήδη, λάθη.
Ο μπαμπάς χτύπησε την πόρτα φεύγοντας. Η μαμά κλείστηκε στο δωμάτιό της. Τα σπασμένα μπουκάλια είναι ακόμη στο πάτωμα, δύο μέρες μετά.
Κανένας δεν έχει αλλάξει.
Κουνιέμαι ρυθμικά, μπρος και πίσω, ενοχλώντας το βαθούλωμα κι άλλο.
Αυτή τη φορά, θα περιμένω. Αυτή τη φορά, κάτι θ’ αλλάξει.
Τρεις μέρες. Ο μπαμπάς λείπει. Η μαμά είναι εδώ, αλλά όταν την κοιτάζω είναι σαν να μη με βλέπει.
Φταίω.
Δεν είμαι έξυπνη αρκετά, όμορφη αρκετά. Ίσως πρέπει να γίνω πιο υπάκουη. Και τις προάλλες αρρώστησα και τους κράτησα όλο το βράδυ ξύπνιους με το βήχα μου.
Εγώ φταίω. Εξαιτίας μου γίνονται όλα.
Ακούω τα κλειδιά στην πόρτα και τρέχω. Θέλω να τους πω ότι θα είμαι καλύτερο παιδί, να ζητήσω συγγνώμη όπως μου έχουν μάθει.
Αλλά ο μπαμπάς δε με προσέχει και η μαμά ουρλιάζει κι εγώ φοβάμαι. Ίσα που προλαβαίνω να φύγω από τη μέση, πριν βρεθώ ανάμεσα στα επόμενα σπασμένα.
Δεν ξέρω γιατί καβγαδίζουν πάλι. Γυρίζω στο βαθούλωμά μου.
Φταίω. Προσπαθώ. Γιατί δεν αλλάζει τίποτα;
Τα χρόνια περνούσαν και μαζί με μένα, μεγάλωνε και ο ίσκιος στο κρεβάτι μου.
Τίποτα δεν άλλαζε.
Φωνές, σιωπή. Μια μέρα καλά και δέκα άχρηστες.
Τα λάθη που δεν έκανα, με οδηγούσαν σε άλλα λάθη. Κι αν δεν μπορούσα να καλυτερεύσω τον εαυτό μου, τον κατέστρεφα για να μη θυμάμαι.
Δεν ήθελα να γυρίσω πίσω, όμως τώρα που είμαι εδώ ξέρω πως στην ουσία ποτέ δεν έφυγα.
Αυτή τη στιγμή προσπαθούσα να διορθώσω.
Να σηκώσω το μικρό κοριτσάκι από το βαθούλωμα του κρεβατιού και να του δώσω την πιο αληθινή αγκαλιά της ζωής του.
Να του πω να πάψει να βάζει την ψυχή του ως ασπίδα, να πάψει να βλέπει τα όνειρά του στα σπασμένα των άλλων.
Να του πω πως η οικογένεια είναι ένα περίεργο κεφάλαιο, που κάποτε πετυχαίνει και κάποτε καταρρέει επαναλαμβανόμενα.
Να του πω να μάθει να αλλάζει τη δική του ζωή, όταν οι επιλογές των άλλων το απογοητεύουν.
Δεν είναι παρά ένα παιδί. Είναι εξ’ ορισμού αθώο.
Πριν πάρει οποιαδήποτε απόφαση, να του πω πως δεν φταίει.
Ένας δεκάχρονος εαυτός που με πήρε από το χέρι στις πιο σκοτεινές μου αναμνήσεις.
Είχε φτιάξει ένα βαθούλωμα στο κάτω μέρος του κρεβατιού προσεκτικά, με χρόνο και βλέμματα στο κενό.
Και κάθεται ακόμα εκεί, βαριά και ανεκπλήρωτα στην ίδια θέση, να κρατάει την ίδια έκφραση όταν εναλλάσσονται οι φωνές και τα κλάματα με τη σιωπή.
Μέχρι και σήμερα, μπορώ να τον ακούσω.
Δεν είμαι παρά ένα παιδί. Μετράω όμως ήδη, λάθη.
Ο μπαμπάς χτύπησε την πόρτα φεύγοντας. Η μαμά κλείστηκε στο δωμάτιό της. Τα σπασμένα μπουκάλια είναι ακόμη στο πάτωμα, δύο μέρες μετά.
Κανένας δεν έχει αλλάξει.
Κουνιέμαι ρυθμικά, μπρος και πίσω, ενοχλώντας το βαθούλωμα κι άλλο.
Αυτή τη φορά, θα περιμένω. Αυτή τη φορά, κάτι θ’ αλλάξει.
Τρεις μέρες. Ο μπαμπάς λείπει. Η μαμά είναι εδώ, αλλά όταν την κοιτάζω είναι σαν να μη με βλέπει.
Φταίω.
Δεν είμαι έξυπνη αρκετά, όμορφη αρκετά. Ίσως πρέπει να γίνω πιο υπάκουη. Και τις προάλλες αρρώστησα και τους κράτησα όλο το βράδυ ξύπνιους με το βήχα μου.
Εγώ φταίω. Εξαιτίας μου γίνονται όλα.
Ακούω τα κλειδιά στην πόρτα και τρέχω. Θέλω να τους πω ότι θα είμαι καλύτερο παιδί, να ζητήσω συγγνώμη όπως μου έχουν μάθει.
Αλλά ο μπαμπάς δε με προσέχει και η μαμά ουρλιάζει κι εγώ φοβάμαι. Ίσα που προλαβαίνω να φύγω από τη μέση, πριν βρεθώ ανάμεσα στα επόμενα σπασμένα.
Δεν ξέρω γιατί καβγαδίζουν πάλι. Γυρίζω στο βαθούλωμά μου.
Φταίω. Προσπαθώ. Γιατί δεν αλλάζει τίποτα;
Τα χρόνια περνούσαν και μαζί με μένα, μεγάλωνε και ο ίσκιος στο κρεβάτι μου.
Τίποτα δεν άλλαζε.
Φωνές, σιωπή. Μια μέρα καλά και δέκα άχρηστες.
Τα λάθη που δεν έκανα, με οδηγούσαν σε άλλα λάθη. Κι αν δεν μπορούσα να καλυτερεύσω τον εαυτό μου, τον κατέστρεφα για να μη θυμάμαι.
Δεν ήθελα να γυρίσω πίσω, όμως τώρα που είμαι εδώ ξέρω πως στην ουσία ποτέ δεν έφυγα.
Αυτή τη στιγμή προσπαθούσα να διορθώσω.
Να σηκώσω το μικρό κοριτσάκι από το βαθούλωμα του κρεβατιού και να του δώσω την πιο αληθινή αγκαλιά της ζωής του.
Να του πω να πάψει να βάζει την ψυχή του ως ασπίδα, να πάψει να βλέπει τα όνειρά του στα σπασμένα των άλλων.
Να του πω πως η οικογένεια είναι ένα περίεργο κεφάλαιο, που κάποτε πετυχαίνει και κάποτε καταρρέει επαναλαμβανόμενα.
Να του πω να μάθει να αλλάζει τη δική του ζωή, όταν οι επιλογές των άλλων το απογοητεύουν.
Δεν είναι παρά ένα παιδί. Είναι εξ’ ορισμού αθώο.
Πριν πάρει οποιαδήποτε απόφαση, να του πω πως δεν φταίει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου