Της Στεύης Τσούτση.
Και γεννιούνται και πεθαίνουν οι άνθρωποι.
Τόσο απλά, τόσο απόλυτα.
Και μένει πίσω η αύρα τους κι εκείνη η τροχιά που διέγραψαν τα όσα χρόνια τους έμελλε να ζήσουν.
Έρχονται και φεύγουν.
Κι ύστερα μένουν μόνο τα χνάρια τους σε κορνιζαρισμένες φωτογραφίες και παλιά οικογενειακά άλμπουμ. Μένουν οι στιγμές και οι μνήμες τους να συντροφεύουν τους πιο δικούς τους ανθρώπους. Εκείνους που μένουν πίσω να μετρούν την απουσία σε μέρες, μήνες, χρόνια. Μα κυρίως σε δάκρυα.
Βάρβαρο πράγμα ο θάνατος κι ας το λένε λογική εξέλιξη. Βάρβαρο να ξέρεις πως δε θα ξαναδείς τον άλλο, πως δε θα του μιλήσεις, δε θα τον αγγίξεις. Δεν πήγε ταξίδι, δε μετακόμισε, πέθανε. Κι αυτό είναι οριστικό…σκληρά οριστικό.
Η λογική λέει πως ο θάνατος είναι ένα ακόμη στάδιο. Δεν το αποφεύγεις. Το συναίσθημα όμως; Πως αποχωρίζεσαι οριστικά αυτούς που αγαπάς; Πως δέχεσαι πως η επαφή σας θα γίνεται πια μέσω μιας φωτογραφίας;
Κι εσύ; Αναρωτήθηκες ποτέ τι θα αφήσεις φεύγοντας;
Ποιες θα είναι οι δικές σου μνήμες;
Τι θα έχουν να θυμούνται οι άνθρωποι από σένα; Λύπες; Χαρές; Χαμόγελα ή γκρίνιες; Κάθισες ποτέ να σκεφτείς ποιος θα σε κλάψει αληθινά;
Μακάβριο, το ξέρω. Αλλά έτσι είναι η ύπαρξη, μια όψη η ζωή και μια ο θάνατος. Μια το φως και μια το σκοτάδι.
Βλέπεις πολλούς να ανησυχούν για τη μεταθανάτια ζωή. Τους ακούς να ανησυχούν για τον παράδεισο και την κόλαση. Τους νιώθεις να ψάχνουν το εισιτήριο για την πρώτη θέση εκεί ψηλά. Κι αδιαφορούν για το τώρα. Ξεχνούν πως κόλαση και παράδεισος είναι εδώ. Είναι οι πράξεις μας, οι αμαρτίες κι οι επιλογές μας.Κόλαση και παράδεισος είναι οι άνθρωποι που βοηθήσαμε κι εκείνοι που αδικήσαμε, είναι τα λάθη που μας παρέσυραν και οι καλοσύνες που σκορπίσαμε.
Ότι κάνεις πάθεις, καρδιά μη σε πονέσει, λένε στο χωριό μου. Κι άδικο δεν έχουν. Νοήμον πλάσμα έφτιαξε τον άνθρωπο το Σύμπαν. Κύριος των σκέψεων και των πράξεών του καθορίζει την πορεία του. Γράφει τη ρότα της ζωής του και την περπατάει. Άλλοτε καλά, άλλοτε κακά. Μα πάντα κατά πως του ορίζει το μέσα του.
Και ζει. Ζει μέχρι να πεθάνει.
Πως ζει; Εκείνος μόνο ξέρει.
Εγώ το μόνο που ξέρω είναι πως επιβάλλεται ο καθένας να ζει σωστά. Να ζει γεμάτα μα δίκαια και τίμια. Κι όταν έρθει η ώρα του να “ταξιδέψει” να φεύγει με συνείδηση καθαρή. Να αντικρύζει κατάματα το θάνατο και να του γελά στα μούτρα.
Να του λέει: “Δε σε φοβάμαι γιατί ήμουν σωστός. Πάρε με και τράβα με όπου θες. Δε με νικάς, σε νικάω”.
Και θα είναι όντως αυτός νικητής. Καθώς μέσα από τη ζωή του, τη γεμάτη και σωστή, κανείς δε θα τον λησμονήσει. Γιατί θα είναι οι πράξεις του, μα πάνω από όλα η καθαρότητα της καρδιάς του που θα του έχουν χαρίσει αυτό που πολλοί πόθησαν μα μόνο οι άξιοι κέρδισαν, την αθανασία.
Τόσο απλά, τόσο απόλυτα.
Και μένει πίσω η αύρα τους κι εκείνη η τροχιά που διέγραψαν τα όσα χρόνια τους έμελλε να ζήσουν.
Έρχονται και φεύγουν.
Κι ύστερα μένουν μόνο τα χνάρια τους σε κορνιζαρισμένες φωτογραφίες και παλιά οικογενειακά άλμπουμ. Μένουν οι στιγμές και οι μνήμες τους να συντροφεύουν τους πιο δικούς τους ανθρώπους. Εκείνους που μένουν πίσω να μετρούν την απουσία σε μέρες, μήνες, χρόνια. Μα κυρίως σε δάκρυα.
Βάρβαρο πράγμα ο θάνατος κι ας το λένε λογική εξέλιξη. Βάρβαρο να ξέρεις πως δε θα ξαναδείς τον άλλο, πως δε θα του μιλήσεις, δε θα τον αγγίξεις. Δεν πήγε ταξίδι, δε μετακόμισε, πέθανε. Κι αυτό είναι οριστικό…σκληρά οριστικό.
Η λογική λέει πως ο θάνατος είναι ένα ακόμη στάδιο. Δεν το αποφεύγεις. Το συναίσθημα όμως; Πως αποχωρίζεσαι οριστικά αυτούς που αγαπάς; Πως δέχεσαι πως η επαφή σας θα γίνεται πια μέσω μιας φωτογραφίας;
Κι εσύ; Αναρωτήθηκες ποτέ τι θα αφήσεις φεύγοντας;
Ποιες θα είναι οι δικές σου μνήμες;
Τι θα έχουν να θυμούνται οι άνθρωποι από σένα; Λύπες; Χαρές; Χαμόγελα ή γκρίνιες; Κάθισες ποτέ να σκεφτείς ποιος θα σε κλάψει αληθινά;
Μακάβριο, το ξέρω. Αλλά έτσι είναι η ύπαρξη, μια όψη η ζωή και μια ο θάνατος. Μια το φως και μια το σκοτάδι.
Βλέπεις πολλούς να ανησυχούν για τη μεταθανάτια ζωή. Τους ακούς να ανησυχούν για τον παράδεισο και την κόλαση. Τους νιώθεις να ψάχνουν το εισιτήριο για την πρώτη θέση εκεί ψηλά. Κι αδιαφορούν για το τώρα. Ξεχνούν πως κόλαση και παράδεισος είναι εδώ. Είναι οι πράξεις μας, οι αμαρτίες κι οι επιλογές μας.Κόλαση και παράδεισος είναι οι άνθρωποι που βοηθήσαμε κι εκείνοι που αδικήσαμε, είναι τα λάθη που μας παρέσυραν και οι καλοσύνες που σκορπίσαμε.
Ότι κάνεις πάθεις, καρδιά μη σε πονέσει, λένε στο χωριό μου. Κι άδικο δεν έχουν. Νοήμον πλάσμα έφτιαξε τον άνθρωπο το Σύμπαν. Κύριος των σκέψεων και των πράξεών του καθορίζει την πορεία του. Γράφει τη ρότα της ζωής του και την περπατάει. Άλλοτε καλά, άλλοτε κακά. Μα πάντα κατά πως του ορίζει το μέσα του.
Και ζει. Ζει μέχρι να πεθάνει.
Πως ζει; Εκείνος μόνο ξέρει.
Εγώ το μόνο που ξέρω είναι πως επιβάλλεται ο καθένας να ζει σωστά. Να ζει γεμάτα μα δίκαια και τίμια. Κι όταν έρθει η ώρα του να “ταξιδέψει” να φεύγει με συνείδηση καθαρή. Να αντικρύζει κατάματα το θάνατο και να του γελά στα μούτρα.
Να του λέει: “Δε σε φοβάμαι γιατί ήμουν σωστός. Πάρε με και τράβα με όπου θες. Δε με νικάς, σε νικάω”.
Και θα είναι όντως αυτός νικητής. Καθώς μέσα από τη ζωή του, τη γεμάτη και σωστή, κανείς δε θα τον λησμονήσει. Γιατί θα είναι οι πράξεις του, μα πάνω από όλα η καθαρότητα της καρδιάς του που θα του έχουν χαρίσει αυτό που πολλοί πόθησαν μα μόνο οι άξιοι κέρδισαν, την αθανασία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου