Σελίδες

Σάββατο 7 Μαΐου 2016

Εμείς, η υπερήφανη Νεολέρα...


Νεολεροφοβία: ανίατο ψυχολογικό σύνδρομο, εκ του ευφυέστατου λογοπαιγνίου «νεολέρα», εμπνευσμένου από υπερηλίκους αγνώστου ηλικίας και απαράμιλλης εφευρετικότητας. Χαρακτηρίζει ανθρώπους αρνητικούς, στρυφνούς, κατηφείς, απροσάρμοστους, με μηδαμινή αίσθηση του χιούμορ, που αναπολούν ανά τακτά χρονικά διαστήματα τα βραχάκια της φτωχογειτονιάς στην οποία μεγάλωσαν. Παρόλο που είναι τεχνοφοβικοί από ιδεολογία, φροντίζουν να μολύνουν το διαδίκτυο με άρθρα του τύπου: «Πού οφείλεται η ανυπέρβλητη ηθικοπνευματική βλάβη που έχει υποστεί η σημερινή νεολαία», «Σύγχρονοι γενίτσαροι και Ελληνόφωνοι γραικύλοι» ή «1567+1 λόγοι που η γενιά του 1890 ήταν μοναδική κι ανεπανάληπτη».
Όλοι έχουμε εκείνη την αγνώστου προελεύσεως θεία -εκείνη που κανείς δεν ξέρει τι σχέση έχει με το υπόλοιπο σόι, κι όμως κατά μυστήριο τρόπο βρίσκεται σε κάθε οικογενειακή μάζωξη. Εκείνη, που κάθε φορά που σε βλέπει σε ρωτά πόσο είσαι τώρα, πώς πάει το σχολείο/πτυχίο και, σχεδόν ψιθυριστά, αν «υπάρχει κανένα αίσθημα». Αν, δε, απαντήσεις αρνητικά, μόλις έχασες το παιχνίδι. «Εμείς στην ηλικία σας ερωτευόμασταν με την αύρα του ανέμου, το γλυκό κελάηδισμα του πετειναριού στην αυλή, τη μυρωδιά των αγριολούλουδων στα παρτέρια του κήπου… Οι άντρες τότε –μη φαντάζεσαι τα σημερινά βουτυρόπαιδα- μας τραγουδούσαν Καζαντζίδη και Τσιτσάνη, μας άφηναν ραβασάκια κρυμμένα στην πρωινή εφημερίδα και, κορίτσι μου, στα μάτια μας κοιτούσαν… Στα μάτια!!».
Ξέρουμε, πλέον. Οι γονείς μας «δούλεψαν σκληρά», οι καθηγητές μας «είχαν στόχους» και «στέκονταν προσοχή», οι θείες μας ερωτεύτηκαν με Τσιτσάνη και τα παιδιά του ’80 «ήπιαν νερό από το λάστιχο και δεν έπαθαν και τίποτα».
Εμείς; Η κατάπτυστη «νεολέρα». Το μίασμα της ανθρώπινης εξέλιξης, η ντροπή του Δαρβίνου. Εμείς που δε γνωρίσαμε τι θα πει να έχεις στόχους, που βρικολακιάζουμε μπροστά σε μία οθόνη, που αντικαταστήσαμε την ανθρώπινη επικοινωνία, που οι λέξεις «τέχνη», «μουσική», «ποίηση», «λογοτεχνία» εκλείπουν απ’ το λεξιλόγιό μας. Κουβάδες μελάνι έχουν χυθεί εναντίον της «γενιάς του facebook». Της γενιάς που εκφράζει την αγάπη της με χρωματιστά πίξελ και φιλιά από τεχνικολόρ, στριμώχνεται σε σκοτεινά υπόγεια και χτυπιέται υπό τον ήχο ρυθμικά επαναλαμβανόμενων κρότων που αποκαλεί μουσική. Που τα θέλει όλα έτοιμα.
Είμαστε η γενιά που δεν παραχωρεί τη θέση της στο λεωφορείο, δε λέει «καλημέρα» όταν μπαίνει στο φούρνο, δεν ευχαριστεί το σερβιτόρο και δεν χαμογελά στην κυρία στο περίπτερο. Γιατί η ευγένεια μας είναι άγνωστη και τρόπους δε μας δίδαξε κανείς. Που κυκλοφορεί με ξεφτισμένα πλην πανάκριβα μπλουτζίν και πάνινα παπούτσια, τα οποία ψωνίζει τρεις φορές τη βδομάδα με τα λεφτά του μπαμπά, και λίγο ενδιαφέρεται για την πολιτική, το πνεύμα, την παιδεία.
Γιατί, ως γνωστόν, εμείς ποτέ δεν ερωτευτήκαμε. Ποτέ δε μας συγκίνησε ένα ποίημα ή ένα τραγούδι, γιατί εμείς είμαστε άμουσοι και άτεχνοι. Κανένα βιβλίο δε μας άλλαξε τη ζωή, κανένας δε μας κοίταξε στα μάτια, ποτέ δεν ξενυχτήσαμε κοιτώντας το ταβάνι ή διαβάζοντας, κάνοντας σχέδια, προγραμματίζοντας τις καλοκαιρινές συναυλίες που δεν πρόκειται να χάσουμε, επιπλώνοντας νοερά το φοιτητικό μας σπίτι, ανακαλώντας διαλόγους και γεγονότα, άλλοτε με πίκρα κι άλλοτε με χαμόγελο. Δε δακρύσαμε ποτέ από τα γέλια γιατί εμείς πλέον γελάμε παραθέτοντας κατ’ επανάληψιν δυο χαρακτήρες της αλφαβήτου: Χα. Χα. Χα.
Δεν ονειρευτήκαμε και δεν αναζητήσαμε έναν καλύτερο κόσμο, δεν αναλωθήκαμε ποτέ σε υπαρξιακές αναζητήσεις –πότε στ’ αστεία και πότε σοβαρά-, δε διαφωνήσαμε και δεν αμφισβητήσαμε γιατί όλα μάθαμε να τα δεχόμαστε έτοιμα, δε σκεφτήκαμε, δε μάθαμε από τα λάθη μας και δε δεχτήκαμε μαθήματα από κανέναν γιατί εμείς είμαστε απείθαρχοι και λίγο εκτιμάμε τη σοφία και την πείρα των μεγαλυτέρων.
Είμαστε εμείς, αυτοπροσώπως, η παραστρατημένη πλην υπερήφανη Νεολέρα. Με τα ρημαγμένα, αφυδατωμένα μας μυαλά, τα ρουφηγμένα από τα social media και τις λοιπές ιστορίες τρόμου, αποβλακωμένοι από τα «πρότυπα του Διαβόλου» που λαμβάνουμε καθημερινώς κι αδιαλείπτως. Εμείς, λοιπόν, με τη λεξιπενία μας, την πνευματική μας ένδεια και το «βόλεμά» μας, υψώνουμε τη βραχνιασμένη απ’ το τσιγάρο και το αλκοόλ φωνή μας και δηλώνουμε ένοχοι. Ένοχοι, για τον καπνό που σας γεμίσαμε, για τη μιζέρια σας που τολμήσαμε να διαταράξουμε και για τους εφιάλτες μιας εποχής που δεν έχει μάθει να εκτιμά τα καλύτερα παιδιά της.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου