Από |
Ώρα δώδεκα. Ξημέρωμα Κυριακής. Μιας κανονικής ημέρας, που ξύπνησα, ήπια τον καφέ μου, κάπνισα και αρκετά τσιγάρα, έκανα τις δουλειές μου μέσα στο άγχος όπως σχεδόν κάθε ημέρα που περνάει. Τελείωσε και αυτή η μέρα σκέφτομαι. Βάζω μουσική, σκέφτομαι να βάλω μια αγαπημένη λίστα τραγουδιών στον υπολογιστή μου να ακούσω για να χαλαρώσω. Σκέφτομαι πόσα τσιγάρα θα κάνω ακόμα μέχρι να κοιμηθώ και άλλες τέτοιες παπαριές. Πριν από δύο ώρες είδα ειδήσεις στη τηλεόραση. Από τις σπάνιες φορές που πάτησα να δω ειδήσεις στα ελληνικά κωλοκάναλα. Αστραπιαία το χέρι μου σταμάτησε στην εικόνα ενός παιδιού να κλαίει ζητώντας τη μαμά του. Να φωνάζει μαμά. Δυνατά, γοερά, με πολύ πόνο. Να τρέχουν τα δάκρυα στα μάτια του , να ζητά απελπισμένα τα μαμά του. Πρέπει να ήταν δύο χρονών. Ράγισε η καρδιά μου.
Μέχρι εκεί. Αποφάσισα να κλείσω τη τηλεόραση. Έτσι θα έμενα γι ακόμα μια φορά αμέτοχη στη συνεχόμενη τραγωδία που ζουν αυτοί οι άνθρωποι καθημερινά. Αυτοί που φεύγουν για ένα καλύτερο αύριο. Αυτοί που πούλησαν τα υπάρχοντά τους για να ξεφύγουν από τη λαίλαπα του πολέμου. Αυτοί οι άνθρωποι που δεν έφταιγαν σε τίποτα και όμως πλήρωσαν με τον χειρότερο τρόπο τις συνέπειες των καταδιωκτικών ενστίκτων κάποιων σιχαμερών ανθρώπων που διψούν για αίμα και πλούτη. Δεν μπορώ να συμφωνήσω πως όλοι όσοι έχουν εισέλθει στη χώρα μας είναι σωστοί. Άλλοι έχουν βιάσει άλλοι έχουν σκοτώσει. Δεν μπορώ να τους δικαιολογήσω αυτούς. Μπορώ να δικαιολογήσω και να πονέσω μόνο τους ανθρώπους που ήθελαν να φύγουν από την εξαθλίωση που μαστίζει τη χώρα τους. Που αποζητούν ένα καλύτερο αύριο για τα παιδιά τους, που έχουν χάσει τους ανθρώπους τους και προσπαθούν να σώσουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Μπορώ να καταλάβω και αυτούς που θέλουν να φύγουν για να δουλέψουν, να ζήσουν , να βελτιωθούν. Βάζω το αγαπημένο μου τραγούδι στον υπολογιστή. »Το δίκιο μου». Λατρεμένη η φωνή της Γιώτα Νέγκα όταν το τραγουδά. Ύμνος στα αυτιά μου. Μου θυμίζει τις δύσκολες φοιτητικές μου νύχτες όταν δεν είχα φράγκο ούτε για να πάρω τσιγάρα. Τώρα μου θυμίζει κάτι άλλο. Μια περίπτωση ενός ανθρώπου που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου και του εύχομαι πραγματικά να είναι καλά όπου και να είναι γιατί η ζωή του αντικατοπτρίζει και την δικαίωση όλων όσων έχουν έρθει στη χώρα μας γιατί θέλουν πραγματικά να ζήσουν με αξιοπρέπεια.
Πριν από ένα σχεδόν χρόνο είχα τη τιμή να γνωρίσω έναν πρόσφυγα. Δίναμε μαζί εξετάσεις για τα σήματα. Είχε κοπεί νομίζω τρεις φορές και αυτό γιατί ενώ μιλούσε άπταιστα την ελληνική γλώσσα δεν μπορούσε να καταλάβει κάποια από αυτά. Καθόμασταν στο διπλανό θρανίο. Ήταν πάρα πολύ αγχωμένος και προσηλωμένος στις εξετάσεις του. Τελείωσα πρώτη. Με κοίταξε γεμάτος άγχος και μου είπε πως αυτή τη φορά θα τα καταφέρει. Έρχεται η μέρα για να δώσουμε πορεία. Ενώ περιμέναμε για να δώσουμε τις εξετάσεις μας καθίσαμε στα σκαλιά ενός τατουατζίδικου και μου αφηγήθηκε όλη του τη ζωή. Σχεδόν. Γιατί πιστεύω πως δεν φτάνει μισή και μία ώρα για να αφηγηθείς κάτι τόσο σπουδαίο. Μου είπε πράγματα που εγώ απλά τα έχω δει σε ταινίες. Σκεφτείτε να σκάει μια βόμβα λίγο πιο δίπλα από το σπίτι σας. Σκεφτείτε να χάνεις την οικογένειά σου. Σκεφτείτε τα θραύσματα της οβίδας να σου αφήνουν σημάδια σε όλο σου το κορμί ενώ είσαι μόλις τριών. Είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό να ακούω τι μου λέει και δεν το πίστευα ότι υπάρχουν άνθρωποι που σε καθημερινή βάση ζουν τέτοιες φρικαλεότητες. Αυτό που μου έλεγε συνέχεια και δεν θα ξεχάσω είναι ότι θέλει να ζήσει σαν άνθρωπος.
Περπάτησε αμέτρητες μέρες για να φτάσει στην Ελλάδα. Δεν έτρωγε,δεν έβρισκε νερό, οι Τούρκοι δεν ήταν συμπονετικοί, δεν έδιναν ούτε ένα ξεροκόμματο για να ξεγελάσουν τη πείνα τους. Πέρασε τέσσερις εποχές στους δρόμους. Με κρύο, με ζέστη, με βροχή. Πεινασμένος, ξεθεωμένος. Σκέφτηκε πολλές φορές να τα παρατήσει. Σκέφτηκε πολλές φορές τι συνέβαινε σε όσους άφησε πίσω του. Ήρθε στην Ελλάδα. Η ταμπέλα του παράνομου μετανάστη δεν έφυγε ποτέ από πάνω του. Για όλους ήταν ο Αφγανός, ο λαθρό. Έμαθε την Ελληνική γλώσσα. Την έμαθε καλύτερα και από Έλληνα. Μου έκανε εντύπωση που χρησιμοποιούσε λέξεις που παίζει να τις είχα ακούσει δυο τρεις φορές στη ζωή μου. Και υπάρχουν Ελληνόπουλα που πάνε σχολείο και έχουν όλα τα καλά του κόσμου και δεν ξέρουν ούτε ορθογραφία και τρελαίνομαι. Πήγε σχολείο ενώ δούλευε ταυτόχρονα. Έδωσε πανελλήνιες. Πέρασε στη Τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τελείωσε κάποιο επαρχιακό εκπαιδευτικό ίδρυμα. Βοήθησε άλλους πρόσφυγες με τα χαρτιά τους.
Είναι εθελοντής σε μη κυβερνητικές οργανώσεις που βοηθούν άστεγους, πρόσφυγες και Έλληνες πολίτες που έχουν την ανάγκη του. Πόσο οξύμωρο έτσι; Ένας πρόσφυγας βοηθά κάποιον Έλληνα που έχει ανάγκη. Πόσο τιμητικό επίσης. Έχει γράψει βιβλία, έχει συμμετάσχει σε άπειρες εκδηλώσεις υπέρ των δικαιωμάτων των ανθρώπων. Κείμενά του φιλοξενούνται στις μεγαλύτερες ελληνικές εφημερίδες. Φορολογείται όπως όλοι οι Έλληνες πολίτες. Μα ακόμα δεν έχει ξεκολλήσει η ταμπέλα του λαθρό από πάνω του. Για το κράτος. Μόνο για το κράτος. Για τους υπόλοιπους είναι ένας άξιος άνθρωπος που κατάφερε όσα δεν έχει καταφέρει κανείς άλλος. Που αψήφησε τις δυσκολίες και βγήκε νικητής. Και εκεί που λέει η Νέγκα …εγώ μετράω τα ρέστα μου να βγάλω και άλλο μήνα…ανοίγω και δε βλέπω ουρανό…Και εσύ έχεις στο πιάτο σου ολόκληρη Αθήνα…ανοίγεις και χαζεύεις το κενό….Εκεί φίλε μου είναι η ουσία. Αυτός ο άνθρωπος άγγιξε το όνειρο και εμείς εδώ τώρα ασχολούμαστε με το ποιος είναι σωστός και ποιος όχι, σακουλιάζουμε όλους τους ανθρώπους, τους κολλάμε μια ταμπέλα και λέμε πως όλοι είναι ίδιοι. Κι όμως δεν είναι έτσι. Φίλε, τιμή μου που σε γνώρισα, είσαι ο μεγαλύτερος νικητής της ζωής. Ελπίζω να είσαι καλά όπου και εάν είσαι!
Κλείνω με μια φράση του : Έρχομαι γιατί Θέλω Να Ζήσω Σαν Άνθρωπος. Δουλεύω σκληρά. Κάνω κάθε χρόνο φορολογική δήλωση. Σαν ένας έλληνας. Μιλάω, ζω σαν ένας έλληνας. Αλλά ξέρω ότι πάλι εγώ είμαι ο κακός…γιατί είμαι Μετανάστης»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου