Πώς να μεγαλώσουμε παιδιά με υψηλό EQ
Όλοι γνωρίζουμε το IQ, όμως λίγοι γνωρίζουν ότι υπάρχει και το EQ (Δείκτης Συναισθηματικής Νοημοσύνης). Τα παιδιά με υψηλό δείκτη συναισθηματικής νοημοσύνης είναι περισσότερο ανθεκτικά στις αντιξοότητες της ζωής και πιο ευπροσάρμοστα από τους συνομήλικους τους. Όπως όλα τα παιδιά, έτσι και αυτά λυπούνται, θυμώνουν, απογοητεύονται ή φοβούνται, όμως ηρεμούν πιο εύκολα και διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους και τις καταστάσεις, με δημιουργικό και παραγωγικό τρόπο, έχουν μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση και είναι πιο ικανά να λύνουν τα προβλήματά τους.
Σύμφωνα με τον H. Ginott (ψυχολόγο, συγγραφέα και δάσκαλο, 1965) μια από τις σημαντικότερες ευθύνες των γονέων είναι να ακούν τα παιδιά τους, και μάλιστα όχι μόνο τα λόγια τους, αλλά και τα συναισθήματα που κρύβονται πίσω από αυτά. Εγώ θα προσθέσω ότι οι γονείς οφείλουν να ονομάζουν τα συναισθήματα των παιδιών τους, να τα αποδέχονται και να δείχνουν κατανόηση προς αυτά. Είναι σημαντικό οι γονείς να επιτρέπουν όλα τα συναισθήματα και να μην προσπαθούν να τα ξορκίσουν με διαταγές και νουθεσίες. Πρέπει σαφώς να θέτουν όρια και περιορισμούς στις πράξεις των παιδιών, όχι όμως και στα συναισθήματά τους.
Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν για να ενισχύσουμε τη συναισθηματική νοημοσύνη των παιδιών μας;
Πρώτα απ’ όλα είναι σημαντικό οι ίδιοι οι γονείς να έχουν μια καλή επίγνωση τωνσυναισθημάτων τους και των συμπεριφορών που συνδέονται με αυτά, και βέβαια να αποδέχονται όλες τις εκφάνσεις και αποχρώσεις αυτών. Τα παιδιά χρειάζονται καθοδήγηση. Για να τα βοηθήσουμε σε κάτι, ό, τι κι αν είναι αυτό, καλό θα ήταν να γνωρίζουμε για τι πράγμα τους μιλάμε.
Το να είναι κανείς γονιός σημαίνει πως έχετε μια «δουλειά πλήρους απασχόλησης , θα χρειαστεί να είστε ευαίσθητοι σε κάθε αλλαγή ή διακύμανση των συναισθημάτων, έστω και ανεπαίσθητη, του παιδιού σας, για να μπορέσετε να ανταποκριθείτε σε αυτά. Δείτε όλα τα συναισθήματα του παιδιού σας, ιδιαίτερα τα αρνητικά, σαν μια ευκαιρία για ουσιαστική επικοινωνία και διδασκαλία. Μην ανυπομονείτε όσο αυτό σας εκφράζει το πώς αισθάνεται ή τι το απασχολεί, και βέβαια μην το πιέζετε να αισθανθεί καλύτερα. Αντισταθείτε στον πειρασμό να του δώσετε έτοιμες λύσεις και να το παρηγορήσετε. Δε λέω πως δεν θα το πάρετε στην αγκαλιά σας, όμως δεν χρειάζεται να χρησιμοποιήσετε περισπασμούς προκειμένου να ανασταλούν τα (αρνητικά συνήθως) συναισθήματα του.
Αν το παιδί σας π.χ. γυρίσει από το σχολείο απογοητευμένο και στεναχωρημένο, επειδή ο φίλος του δεν του μίλησε στο διάλειμμα και έκανε παρέα με κάποιο άλλο παιδί, μη βιαστείτε να δώσετε μια απάντηση του τύπου: «έλα μωρέ, τι ανησυχείς; Τόσα παιδιά είναι στην τάξη σου, δεν τον έχεις ανάγκη. Να, θες μια σοκολάτα;», ή «αύριο μην του μιλήσεις εσύ». Με αυτόν τον τρόπο έχετε ήδη παρακάμψει εντελώς το συναίσθημα του παιδιού σας, του έχετε δώσει και μια λύση, αλλά έχει χαθεί όλη η ουσία και η ευκαιρία να μάθει κάτι καινούργιο για τον εαυτό του και για τις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους.
Αφιερώστε του λίγο από το χρόνο σας. Πάρτε το παιδί κοντά σας και ακούστε προσεχτικά τι έχει να σας πει. Θυμηθείτε πώς αισθάνεστε εσείς, όταν νιώθετε απαρηγόρητοι, θέλετε κάποιος απλά να σας ακούσει. Όταν μας ακούν και αποδέχονται τα συναισθήματά μας, είναι πάντοτε βοηθητικό. Κάντε διερευνητικές ερωτήσεις, ώστε να το καθοδηγήσετε στη λύση των προβλημάτων του, χωρίς όμως να το πιέζετε.
Για τα μικρότερης ηλικίας παιδάκια ονομάστε εσείς τα συναισθήματα που βλέπετε πως βιώνει το παιδί σας, αλλιώς βοηθήστε το να βρει λέξεις που να περιγράφουν το πώς νιώθει και αφήστε να σας πει το ίδιο πως βλέπει την κατάσταση με υπομονή και δείχνοντάς του πως το ακούτε ουσιαστικά. Με αυτόν τον τρόπο θα καθοδηγήσετε το παιδί σας, χωρίς να το χειραγωγείτε, και θα του δώσετε την ευκαιρία να βρει μόνο του τις δικές του λύσεις και να μάθει πώς να διαχειρίζεται παρόμοιες καταστάσεις στο μέλλον.
Στο παραπάνω παράδειγμα θα μπορούσατε να ρωτήσετε: «και πως σε κάνει να αισθάνεσαι αυτό;», «για ποιο λόγο πιστεύεις πως ο Γ. δεν σου μίλησε;». Με αυτόν τον τρόπο έχετε επιτρέψει στο παιδί να διερευνήσει το συναίσθημά του και τους πιθανούς λόγους που ο Γ. δεν του μίλησε. Συνεχίζοντας την υποτιθέμενη κουβέντα θα μπορούσατε από κοινού να βρείτε μια λύση, ρωτώντας π.χ. «τι θα μπορούσες να κάνεις, ώστε να μην μείνεις μόνος στο διάλειμμα την επόμενη φορά που ο Γ. δεν θα έρθει κοντά σου;». Αν πάλι το παιδί δεν μπορεί να σκεφτεί κάτι, βοηθήστε το λέγοντας: «πιστεύεις ότι θα μπορούσες να μιλήσεις και να κάνεις παρέα κι εσύ με το άλλο παιδί και να είσαστε όλοι μαζί; Πως σου φαίνεται αυτό;». Με αυτόν τον τρόπο το παιδί γίνεται συμμέτοχος στη λύση που του προτείνετε, μπορεί να την αποδεχτεί ή να την απορρίψει.
Μην ξεχνάτε πως πολλές φορές τα συναισθήματά μας είναι ανάμεικτα κι αυτό μπορεί από μόνο του να αναστατώσει το παιδί. Καλό θα ήταν λοιπόν να το διαβεβαιώσετε πώς είναι απόλυτα φυσιολογικό να νιώθει δυο, συχνά αντικρουόμενα, συναισθήματα ταυτόχρονα, και πως συχνά σας συμβαίνει κι εσάς το ίδιο, έτσι το παιδί θα ανακουφιστεί και θα πάψει να επικρατεί σύγχυση μέσα του.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να μην επικρίνετε τις εκφράσεις των συναισθημάτων του παιδιού και τις συμπεριφορές που συνδέονται με αυτά, αλλά να τις ενθαρρύνετε. Και βέβαια μην το τιμωρείτε, ή επιπλήττετε γι’ αυτά. Σαφέστατα χρειάζονται τα όρια. Τα παιδιά έχουν ανάγκη από όρια και καθοδήγηση. Οφείλουμε να αποδεχόμαστε όλες τις επιθυμίες και τα συναισθήματα των παιδιών, όχι όμως και όλες τις συμπεριφορές τους. Το παιδί έχει κάθε δικαίωμα να νιώθει, όπως νιώθει, αλλά πρέπει να γνωρίζει πως υπάρχουν κανόνες συμπεριφοράς και διάφοροι εναλλακτικοί τρόποι για να εκφράσει το συναίσθημά του.
Π.χ. Το να σπάσει το καλό μας σερβίτσιο επειδή έχει θυμώσει, είναι ανεπίτρεπτο. Το να πει λεκτικά ότι «εγώ μαμά είμαι πολύ θυμωμένος μαζί σου, γιατί δεν με άφησες να φάω παγωτό» είναι θεμιτό. Το να πάει στο δωμάτιο και να δώσει μια γροθιά στο μαξιλάρι του, πριν ηρεμήσει, είναι επίσης θεμιτό. Στο μαξιλάρι όμως, όχι στα παιχνίδια του ή στο καλό μας σερβίτσιο. Κι αυτό το παιδί πρέπει να το γνωρίζει εξ αρχής. Το μόνο που χρειάζεται από εμάς είναι να μείνουμε σταθεροί απέναντι στο παιδί σε σχέση με τους κανόνες συμπεριφοράς που έχουμε ήδη θέσει (ιδανικά από κοινού), χωρίς να το επικρίνουμε, να το κατηγορούμε ή να του φωνάζουμε. Γιατί το μόνο που θα μάθει είναι να φωνάζει για να επιλύει τις διαφορές του ή να τιμωρεί σκληρά τους άλλους, όταν κάνουν λάθη και πιθανά θα νιώθει πως δεν αξίζει ως άτομο, πως το τι αισθάνεται δεν μετράει για τους άλλους και πως τελικά κανείς δεν το υπολογίζει.
Να θυμάστε πως αν αισθάνεστε άβολα, αν πιέζεστε, φοβάστε, ενοχλείστε ή πληγώνεστε από τα συναισθήματα των παιδιών σας, αυτά θα το καταλάβουν και πιθανά θα αρχίσουν να σας χειρίζονται ή να σας προστατεύουν. Σύντομα θα μάθουν να χρησιμοποιούν την έκφραση των συναισθημάτων τους, ώστε να σας προκαλούν, ή θα αρχίσουν να τα κρύβουν και δεν θα τα αποδέχονται, κάτι που πιθανά θα τα γεμίσει εσωτερική αναστάτωση και άγχος, και θα οδηγήσει σε ψυχρές ή θυμωμένες αντιδράσεις από μέρους τους.
Τέλος, είναι σημαντικό να σημειωθεί πως τα παιδιά μαθαίνουν όχι μόνο από αυτά που τους διδάσκουμε επί τούτου, αλλά και από αυτά που παρατηρούν μόνα τους. Θα χρειαστεί λοιπόν όλα τα παραπάνω να τα κάνουμε τρόπο ζωής. Όταν π.χ. είστε στεναχωρημένοι και το παιδί, σας δει να δακρύζετε και σας ρωτήσει τι συμβαίνει, δεν το «προστατεύετε» λέγοντας του ότι κάτι μπήκε στο μάτι σας. Το παιδί όσο μικρό κι αν είναι, αντιλαμβάνεται πότε του λένε ψέματα, βλέπει πως κάτι δεν πάει καλά, αλλά δεν ξέρει τι ακριβώς είναι αυτό, και ενώ αρχικός σκοπός σας είναι να το προστατεύσετε, στην πραγματικότητα του δημιουργείτε σύγχυση και μαθαίνει να λέει ψέματα ή να κρύβεται όταν του συμβαίνει κάτι δυσάρεστο. Το ίδιο γίνεται και αν σας ακούσει να τσακώνεστε. Δεν λέω σε καμία περίπτωση να βάλετε το παιδί στη μέση, απλά αν ρωτήσει μην το αρνηθείτε. Είναι ουσιαστικό να επιτρέψετε στο παιδί να γνωρίζει πως και ο θυμός ακόμα ή η απογοήτευση είναι αποδεκτά, και να απαντήσετε με ειλικρίνεια στις ερωτήσεις του, ενημερώνοντας το και για την έκβαση του καυγά, τη λύση που βρήκατε, πως επιλύσατε τη διαφωνία κ.λπ., ώστε να παίρνει ιδέες για δικές του μελλοντικές διαφωνίες ή δυσάρεστες καταστάσεις, που, είτε το θέλουμε είτε όχι, θα κληθεί μια μέρα να αντιμετωπίσει.
Σίγουρα δεν υπάρχει γονιός που να μην αγαπάει και να μην νοιάζεται για το παιδί του. Αυτά τα δύο όμως από μόνα τους δεν φτάνουν. Χρειάζεται και να του το λέμε και να του το δείχνουμε με τον σεβασμό στις ανάγκες και τα συναισθήματά του, με την ενθάρρυνση, την καθοδήγηση, την ενσυναίσθηση που του παρέχουμε, με την ειλικρίνεια απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό και στο παιδί, την υπομονή και την συνέπεια στα λεγόμενα και τις πράξεις μας, καθώς και με τα όρια που θέτουμε. Μόνο έτσι θα έχουμε πιο λειτουργικά, συναισθηματικά ευφυή και ευτυχισμένα παιδιά, που θα εξελιχθούν αργότερα σε ολοκληρωμένους ενήλικες.
Φαίη Μαυρομμάτη Ψυχολόγος- Παιγνιοθεραπεύτρια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου