29/02/2016
Από την Κατερίνα Γερολύμπου, Δικαστική – Εγκληματολογική Ψυχολόγο, Ψυχοθεραπεύτρια Εφήβων και Ενηλίκων
Οι περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων εγείρουν έντονα αρνητικά συναισθήματα στην κοινωνία, ασκώντας πίεση στις διωκτικές και νομοθετικές αρχές για τη σύλληψη και τιμωρία των παραβατών. Στην Ελλάδα, χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση του Μανώλη Δουρή, ο οποίος καταδικάστηκε για ασέλγεια, ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και το βιασμό του εξάχρονου γιού του, παρά το γεγονός ότι το γενετικό υλικό που εντοπίστηκε στο παιδί δεν ανήκε στον Δουρή. Είναι αξιοσημείωτο, ότι πέρα από τον αποτροπιασμό για το έγκλημα, οι άνθρωποι ή ακόμα και συγγενείς των δραστών αρνούνται να πιστέψουν πως τέτοιου είδους συμπεριφορές εκτυλίσσονται στην τοπική τους κοινωνία ή ακόμα και στο σπίτι τους (Cohran & Cole, 2010).
Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί το περιεχομένου του όρου παιδεραστία. Μέχρι πρόσφατα,η παιδεραστία σύμφωνα με το ταξινομικό σύστημα DSM-IV, ήταν μια «διαταραχή που χαρακτηρίζονταν από σεξουαλικές φαντασιώσεις ή ορμές για προ-έφηβους (ως την ηλικία των 13 ετών), οι οποίες έχουν διάρκεια τουλάχιστον 6 μήνες και το άτομο είναι τουλάχιστον 16 ετών με τουλάχιστον πέντε χρόνια διαφορά από τα θύματά του και το οποίο έχει υλοποιήσει τις φαντασιώσεις αυτές ή οι φαντασιώσεις αυτές του προκαλούν έντονη δυσφορία.» Στην αναθεωρημένη έκδοση του DSM-V, διακρίνονται υπό-κατηγορίες για τα άτομα που έλκονται από παιδιά (κάτω των 11 ετών – παιδοφιλικός τύπος), γι’ αυτά που έλκονται από προ-έφηβους (11-14 ετών – ηβηφιλικός τύπος) και αυτά που έλκονται και από τις δύο κατηγορίες παιδιών/εφήβων. Αν και η παιδεραστία φαίνεται να αφορά τους άντρες, είναι γεγονός ότι παρατηρείται και σε γυναίκες σε πολύ μικρότερα ποσοστά (Lanning, 2010). Οι παιδεραστές ανάλογα με το φύλο του παιδιού από το οποίο έλκονται διακρίνονται σε ομοφυλόφιλους, ετερόφυλους και αμφίφυλους και μπορεί να έλκονται σεξουαλικά αποκλειστικά από παιδιά/εφήβους ή να έλκονται τόσο από παιδιά όσο και από ενήλικες (Berlin & Krout, 1994; Cohran & Cole, 2010).
Στο ευρύ κοινό, έχουν περάσει διάφορες λανθασμένες αντιλήψεις για τους παιδεραστές. Αρχικά, πιστεύονταν ότι οι παιδεραστές ήταν ηλικιωμένοι, βρώμικοι άνθρωποι του περιθωρίου, που παραμόνευαν στα πάρκα για να μπορέσουν να απομονώσουν τα παιδιά. Με άλλα λόγια, ο παιδεραστής είχε κάποια εξωτερικά χαρακτηριστικά που τον έκαναν εύκολα αναγνωρίσιμο. Στη συνέχεια, η εικόνα του παιδεραστή ταυτίστηκε με «αγνώστους», οι πρόσφεραν κάποιο δέλεαρ στα παιδιά και ιδιαίτερα στα κορίτσια (π.χ. καραμέλες, παγωτό ή ακόμα και μια βόλτα με αυτοκίνητο). Από τη δεκαετία του ’80 και μετά, η παιδεραστία ήταν ένα φαινόμενο που συνέβαινε μέσα στο σπίτι του θύματος και ταυτίστηκε με την αιμομιξία. Είναι γεγονός ότι οι παιδεραστές μπορεί να είναι άγνωστοι ή να είναι μέλη της οικογένειας. Όμως στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, τα θύματα γνωρίζουν τους θύτες τους, καθώς αυτοί δραστηριοποιούνται στους ίδιους χώρους με αυτά (π.χ. αθλητικές ομάδες, κατηχητικό, σχολείο, κ.α.). Έτσι, λοιπόν, οι θύτες θα πρέπει να αναζητούνται στο στενό και ευρύτερο περιβάλλον των παιδιών (Lanning, 2010; Lanning, 2015). Επιπρόσθετα, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι παιδεραστές στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ασκούν σωματική βία, σε αντίθεση με ό,τι προβάλλεται σε τηλεοπτικά ή κινηματογραφικά σενάρια (Berlin & Krout, 1994; Blackburn, 1998).
Σχετικά με τα αίτια της παιδεραστίας, δεν υπάρχει μία μόνο απάντηση, καθώς τα ερευνητικά δεδομένα αποκαλύπτουν ότι μπορεί να οφείλεται τόσο στην επίδρασηπεριβαλλοντικών παραγόντων (π.χ. έχει διαπιστωθεί ότι σε αρκετές περιπτώσεις, οι θύτες στην παιδική τους ηλικία είχαν κακοποιηθεί σεξουαλικά), όσο και στην επίδρασηβιολογικών παραγόντων δεδομένου ότι έχει βρεθεί ότι οι παιδεραστές παρουσιάζουν ανωμαλίες στη λειτουργία του μετωπιαίου λοβού, μιας εγκεφαλικής δομής που σχετίζεται με τον έλεγχο των παρορμήσεων και της εξαρτητικής συμπεριφοράς (Berlin & Krout, 1994; Cohran & Cole, 2010).
Οι επιστήμονες του χώρου της ψυχικής υγείας υπογραμμίζουν ότι δεν υπάρχει θεραπεία για την παιδεραστία. Έτσι, προκύπτει το ερώτημα για το αν η κοινωνία και τα παιδιά είναι εντελώς απροστάτευτα απέναντι στους παιδεραστές. Υπάρχουν λύσεις που προτείνονται σε επίπεδο πρόληψης αλλά και αντιμετώπισης της διαταραχής. Αναφορικάστην πρόληψη, έχουν αναπτυχθεί προγράμματα που απευθύνονται στο μαθητικό πληθυσμό με σκοπό την ενθάρρυνση των παιδιών στην αποκάλυψη της σεξουαλικής κακοποίησης, προγράμματα που απευθύνονται στο γενικότερο πληθυσμό με στόχο να αποκτήσει κατάλληλους τρόπους αντίδρασης/παρέμβασης αν αντιληφθεί περιστατικό παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης.
Επιπλέον, έχουν διαμορφωθεί προγράμματα παρέμβασης για τους παιδεραστές για τους οποίους δεν εκκρεμεί δικαστική απόφαση, αλλά που επιθυμούν να ελέγξουν την σεξουαλική τους συμπεριφορά (Prevention Project Dunkelfeld – Γερμανία) (HHP, 2010).Σε επίπεδο αντιμετώπισης, έχει διαπιστωθεί ότι η ψυχοθεραπεία (αλλαγή του διαστρεβλωμένου τρόπου σκέψης λόγω της κακοποίησης) σε συνδυασμό με φαρμακευτική αγωγή μπορεί να περιορίσουν τη σεξουαλική διάθεση των παιδεραστών, μέσω της μείωσης των επιπέδων τεστοστερόνης στο αίμα (π.χ. LA-leuprolide acetate, LHRH-luteinizing hormone-releasing hormone, SSRI-selective serotonin reuptake inhibitors) (Berlin & Krout, 1994; Cohran & Cole, 2010; HHP, 2010).
Ωστόσο, πέρα από τα προ-αναφερθέντα μέτρα υπάρχουν κάποιες ενδείξεις που οι γονείς ή και κάθε ενήλικας θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του ως δείκτες σεξουαλικής προτίμησης προς παιδιά ή εφήβους:
- Συχνές μετακινήσεις ή μετακομίσεις, (όταν γίνονται οι θύτες αντιληπτοί).
- Ενήλικες, άνω των 25 που ζουν μόνοι ή με τους γονείς τους και πολύ περιορισμένη δραστηριότητα για εύρεση συντρόφου
- Υπερβολικό ενδιαφέρον για τα παιδιά
- Ο κύκλος γνωριμιών, συνεργάτες και φίλοι είναι πολύ νεότεροι άνθρωποι, με παράλληλη απουσία συνομηλίκων.
- Εύκολος εντοπισμός των πιο ευάλωτων θυμάτων
- Προσφωνούν τα παιδιά με επίθετα, όπως «αγνός/η», «αθώος/α», κ.α.
- Έχουν πρόσβαση σε παιδιά, σε δραστηριότητες που δεν συμμετέχουν άλλοι ενήλικες και μπορούν να ταυτιστούν πολύ ευκολότερα με τα παιδιά, παρά με ενήλικες
- Αποπλανούν παρέχοντας προσοχή, στοργή ή και δώρα
- Φωτογραφίζουν παιδιά και διαμορφώνουν το χώρο τους, ώστε να είναι θελκτικός σε παιδιά ή προ-έφηβους.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι αυτά τα χαρακτηριστικά είναι μόνο ενδείξεις και όχι αποδείξεις, από μόνα τους δεν σημαίνουν τίποτα. Η συνύπαρξη όμως κάποιων από αυτά τα χαρακτηριστικά μπορεί να δημιουργήσει υποψίες που μπορεί να σώσουν ένα παιδί από μια πιθανή σεξουαλική κακοποίηση.
Συμπερασματικά, οι παιδεραστές δεν έχουν κάποια εμφανή εξωτερικά χαρακτηριστικά που θα κινητοποιήσουν τα παιδιά ή τους γονείς τους ότι πρόκειται για μια «επικίνδυνη γνωριμία». Αντιθέτως, στη συντριπτική πλειοψηφία τους είναι «καλοί άνθρωποι», που δείχνουν αληθινό ενδιαφέρον για τα παιδιά. Οι γονείς πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η προστασία των παιδιών τους ξεκινά από τη διαμόρφωση σχέσεων εμπιστοσύνης μαζί τους, ώστε να μην μπορεί ένα τρίτο πρόσωπο να εισβάλλει και να τα εκμεταλλευτεί και παράλληλα αυτή η σχέση να θωρακίζει τα παιδιά με δύναμη για να μπορούν να προσεγγίζουν τους γονείς τους και να αποκαλύπτουν τα προβλήματά τους χωρίς να φοβούνται την αποδοκιμασία και την απόρριψη. Η κοινωνία απέναντι στα πιο ειδεχθή εγκλήματα δεν είναι ποτέ απροστάτευτη αρκεί να είναι ευαισθητοποιημένη, ενημερωμένη και πρόθυμη να καταγγείλει τις εγκληματικές ενέργειες. Η σιωπή μπορεί να προστατεύει μια οικογένεια από το στιγματισμό, αλλά εκθέτει σε κίνδυνο τα μέλη της για επαναθυματοποίηση στο μέλλον και αφήνει απροστάτευτες όλες τις υπόλοιπες οικογένειες μιας κοινότητας.
Βιβλιογραφία
Berlin, F. & Krout, E. (1994) Pedophilia: Diagnostic concepts, treatment and ethical considerations. Baltimore: John’s Hopkins Hospital.
Blackburn, P. (1998) The psychology of criminal conduct: Theory, research and practice. Chichester: Wiley.
Cochran, M & Cole, M. (2010) Inside the mind of a pedophile, retrieved fromhttp://neuroanthropology.net/2010/05/10/inside-the-mind-of-a-pedophile.
H.P.P. (2010) Pessimism about pedophilia, retrieved fromhttp://www.health.harvard.edu/newsletter_article/pessimism-about-pedophilia.
Lanning, K. (2015) Acquaintance with child molesters. Washington: National Center for Missing and Exploited Children.
Lanning, K. (2010) Child molesters: A behavioral analysis. Washington: National Center for Missing and Exploited Children.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου