Σελίδες

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

Γνώση, εκπαίδευση και ίσες ευκαιρίες

Κωνσταντίνος Τσουκαλάς 

Σε συνέχεια των άρθρων του για το κοινωνικό κράτος ο Κ. Τσουκαλάς αναφέρεται στο θεμελιώδες ζήτημα του κοινωνικού και οικονομικού ελέγχου της παραγωγής και αναπαραγωγής της γνώσης, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο η πολιτεία καλείται να αντιμετωπίσει το ηθικό και πολιτικό κόστος της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  18/06/2000 00:00

Γνώση, εκπαίδευση και ίσες ευκαιρίες


 Ποτέ πριν η σκιά του μέλλοντός μας δεν ήταν τόσο βαριά, αλλά και τόσο δυσεντόπιστη. Ποτέ πριν η απειλή και η ελπίδα που εγκαλούν τις πράξεις μας, τις σκέψεις μας και τις ευθύνες μας δεν σφραγίζονταν με μια τέτοια αίσθηση επείγοντος. Μέσα σε ελάχιστα χρόνια, αιωνόβιες δομές και δοκιμασμένες θεσπίσεις εμφανίζονται ατελείς, αλυσιτελείς και υπερήμερες. Σε ολοένα περισσότερους τομείς η πολιτική οφείλει να δρα και να τέμνει δίχως να έχει την πολυτέλεια να διστάζει, να προβληματίζεται και να πειραματίζεται. Ο πολιτικός χρόνος ακολουθεί τα χνάρια του κεφαλαίου: υπόκειται στις βραχυχρόνιες νομοτέλειες του κυρίαρχου ανταγωνιστικού πολιτιστικού προτύπου και της καταπελτώδους τεχνικής εξέλιξης. Για όλα τα προβλήματα που μας περιτριγυρίζουν, οι απαντήσεις οφείλουν να είναι άμεσες.
Ταυτοχρόνως όμως, από μιαν άλλη πλευρά, το μέλλον είναι περισσότερο προβλέψιμο από οποτεδήποτε άλλοτε. Για πρώτη φορά στην ιστορία δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το άμεσο μέλλον θα είναι ριζικά διαφορετικό από το παρόν: ακόμα και εάν δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε με ακρίβεια ποια ακριβώς θα είναι η εξέλιξη των καταιγιστικών διαδικασιών που εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας, γνωρίζουμε πως η πληροφορία και η γνώση θα βρίσκονται στο επίκεντρο όλων των κοινωνικών μετασχηματισμών. Γνωρίζουμε δηλαδή με βεβαιότητα ότι αυτά που πρόκειται να συμβούν αύριο εξαρτώνται από την προ-γνώση μιας γνώσης που δεν έχει έλθει ακόμα. Γνωρίζουμε επίσης ότι όλο και πιο πολύ η γνώση θα «αμείβει» πλουσιοπάροχα και η άγνοια θα τιμωρεί ανελέητα. Δεν είναι τυχαίο ότι το ζήτημα του κοινωνικού και οικονομικού ελέγχου της παραγωγής και αναπαραγωγής της γνώσης είναι θεμελιώδες. Η λεγόμενη «πνευματική ιδιοκτησία» που μέχρι τώρα αφορούσε τους κατά το μάλλον ή ήττον εκκεντρικούς εφευρέτες και συγγραφείς αποτελεί το μεγαλύτερο ίσως διακύβευμα της νέας τάξης πραγμάτων. Ολο και περισσότερο οι συντελεστές της παραγωγής και οι οργανωτικές και επιχειρησιακές «μέθοδοι» που την επικαθορίζουν «ελέγχονται» και κατοχυρώνονται από εκείνους που μονοπωλούν τα πνευματικά προϊόντα της τεχνικοοικονομικής και γνωσιακής πρωτοπορίας. Παρ' ότι λοιπόν είναι αβέβαιο, το μέλλον εμφανίζεται ταυτοχρόνως και προδιαγεγραμμένο: εφεξής, οι διαφορές ανάμεσα στις χώρες και οι ανισότητες ανάμεσα στους ανθρώπους θα παράγονται και θα επισφραγίζονται από την άνιση πρόσβαση στη διάχυτη πληροφορία και ευρύτερα στην καλπάζουσα γνώση.
Μαζική «επένδυση» στη μόρφωση
Το συμπέρασμα είναι αναμφίβολο. Ηδη σήμερα, και ακόμα πιο πολύ στα χρόνια που έρχονται, οι κοινωνικές και οικονομικές ιεραρχίες θα οικοδομούνται και θα αναπαράγονται μέσα από το «γνωσιακό κεφάλαιο». Πρόκειται πλέον για τον αποφασιστικότερο συντελεστή παραγωγής, ένα συντελεστή που δεν μπορεί να είναι όπως όλοι οι άλλοι. Μολονότι επιδιώκει κατ' αποκλειστικότητα τη συσσώρευση και το κέρδος, μη διαφέροντας στο σημείο αυτό από το κοινό Κεφάλαιο ως προς τους στόχους του και την οικονομική του λειτουργία, διαφοροποιείται εν τούτοις απ' αυτό ριζικά ως προς τον τρόπο παραγωγής και αναπαραγωγής του. Αντίθετα με το παραδοσιακό κεφάλαιο που μπορούσε να αποδίδει, έστω λιγότερο, και ως «κοιμώμενο», το γνωσιακό κεφάλαιο δεν μπορεί να ασκεί την κερδοφόρα λειτουργία του παρά μόνο στο μέτρο που εμπλουτίζεται και συσσωρεύεται συνεχώς. Ακόμα και αν οργανώνεται και ελέγχεται σε μονοπωλιακή βάση, το ανενεργό και μη ανανεούμενο γνωσιακό κεφάλαιο τείνει να αποδυναμώνεται σε βραχύτατα χρονικά διαστήματα. Οι ορίζοντες της καρποφορίας του «γνωσιακού χρήματος» είναι εξ ορισμού βραχυπρόθεσμοι και άμεσα ανακλητοί.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον τρόπο αναπαραγωγής των κοινωνικών προϋποθέσεων της παραγωγής νέας γνώσης. Παραδόξως μάλιστα, όσο πιο βραχυπρόθεσμα ανανεώνεται και συσσωρεύεται το παραγωγικά προσανατολισμένο γνωσιακό κεφάλαιο τόσο πιο μακρόπνοη και μακροπρόθεσμη εμφανίζεται η προετοιμασία και μεθόδευσή του. Ούτε τα άτομα ούτε οι κοινωνίες μπορεί να οχυρωθούν πίσω από μια τετελεσμένη γνωσιακή επάρκεια. Μολονότι δεν μπορεί να αποκτηθεί γρήγορα ή άκοπα, η «χρήσιμη» γνώση μπορεί να «χαθεί» ή να αποδυναμωθεί εν μια νυκτί: οι ρυθμοί της ανανέωσης και σώρευσής της ξεπερνάνε τις δυνατότητες των πεπερασμένων φορέων της.
Και αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η εκπαίδευση αναδεικνύεται στο κεντρικότερο ίσως μέλημα τόσο των πολιτειών όσο και των ατόμων: σε όλες τις χώρες η μαζική «επένδυση» στην εκπαίδευση αναδεικνύεται σε αναγκαία πλέον προϋπόθεση για τη μελλοντική κοινωνική και οικονομική ανταγωνιστικότητα στον παγκόσμιο στίβο. Και εδώ ακριβώς αναφαίνεται η ανεπάρκεια των υφιστάμενων θεσμών. Βρισκόμαστε πράγματι μπροστά σε πλήρη ρήξη σε σχέση με την παραδοσιακή λειτουργία των εκπαιδευτικών μηχανισμών. Στις μέρες μας το εκπαιδευτικό σύστημα δεν μπορεί πια να προβάλλει ως κύριο στόχο τη δημιουργία των προϋποθέσεων ώστε το κάθε άτομο να μπορεί να προσβαίνει στις αιώνιες αξίες του πολιτισμού ούτε κατατείνει κυρίως στο να σφυρηλατεί την εθνική ιδεολογική και κοινωνική συνοχή. Δεν μπορεί καν να έχει ως κύρια λειτουργία να «προσαρμόσει» τις γνώσεις και δεξιότητες των κοινωνών στις επιταγές μιας δεδομένης καπιταλιστικής «αγοράς εργασίας» διοχετεύοντας τους νέους προς επαγγελματικούς προσανατολισμούς. Και αν ακόμα η αναπαραγωγή της ταξικής συγκρότησης της κοινωνίας εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα κύρια μελήματα της άρχουσας τάξης, τα εκπαιδευτικά συστήματα είναι υποχρεωμένα να αντιμετωπίσουν το πολύ ευρύτερο και περιπλοκότερο πρόβλημα της αέναης γνωσιακής ανανέωσης και δυναμικής της κοινωνίας στο σύνολό της. Εφεξής, ο κρίσιμος προγραμματισμός της γνωσιακής ανταγωνιστικότητας της κάθε κοινωνίας διεκπεραιώνεται κατά κύριο λόγο στους κόλπους των εκπαιδευτικών μηχανισμών.
Πρωτόγνωρες αντιφάσεις

Αντίθετα λοιπόν από ό,τι συνέβαινε και στο πρόσφατο ακόμα παρελθόν, δεν επιδιώκεται τόσο η απλή αναπαραγωγή ενός δεδομένου και λίγο πολύ «κλειστού» συστήματος κοινωνικών σχέσεων όσο ελπίζεται να μεθοδευθεί και να επιταχυνθεί η μετατροπή ολόκληρης της κοινωνίας σε «κοινωνία της πληροφορίας και της γνώσης». Και αυτό γίνεται μέσα από τη μεταλλαγή όσο γίνεται περισσότερων και καταλληλότερων κοινωνικών υποκειμένων σε συνειδητούς και ανταγωνιστικά προσανατολισμένους «φορείς» συσσωρευόμενου γνωσιακού κεφαλαίου. Το μέλλον της κοινωνίας εμφανίζεται λοιπόν να συναρτάται με τη μακροπρόθεσμη αυτή λειτουργία της εκπαίδευσης που πρέπει να πραγματοποιηθεί κατεπειγόντως, και μάλιστα ανεξάρτητα από το κόστος.
Ακριβώς όμως στο σημείο αυτό ενσκήπτουν μια σειρά από νέες και κοινωνικά πρωτόγνωρες αντιφάσεις. Πράγματι, στο μέτρο που ο αναπροσανατολισμός αυτός των εκπαιδευτικών προτεραιοτήτων εμφανίζεται ως ζήτημα ζωής ή θανάτου για όλες τις κοινωνίες, τίθεται και το κεφαλαιώδες πρόβλημα του κόστους της νέας αυτής λειτουργίας της εκπαίδευσης, ενός κόστους πολλαπλού και πολυεπίπεδου. Πρώτα πρώτα, στο οικονομικό και δημοσιονομικό επίπεδο, είναι σαφές ότι μια τέτοια ταχύρυθμη αναπροσαρμογή προϋποθέτει τη μακροπρόθεσμη δέσμευση κολοσσιαίων πόρων. Αδυσώπητα λοιπόν η πολιτική αυτή επιλογή μπορεί να συνεπάγεται τη σχετική τουλάχιστον απομείωση των ποσών που θα διατίθενται σε άλλες συλλογικές κοινωνικές ανάγκες, όπως π.χ. η υγεία και περίθαλψη ή η συνταξιοδότηση και η κοινωνική ασφάλεια, με αποτέλεσμα την περαιτέρω αποδυνάμωση μιας ήδη κλονισμένης πολιτικής αξιοπιστίας. Τα νέα καπιταλιστικά και μεγιστοποιητικά κοινωνικά κράτη καλούνται να ισορροπήσουν ανάμεσα στο αίτημα της προβαλλόμενης γνωσιακής τους επάρκειας και στο αίτημα της άμεσης κοινωνικής φροντίδας. Δεδομένου ότι οι κοινωνικοί πόροι εμφανίζονται πάντα περιορισμένοι, το κόστος της εκπαιδευτικής επένδυσης αντιστρατεύεται την επέκταση της προνοιακής κατανάλωσης.
Οι νέες κοινωνικές ανισότητες
Ετσι το τίμημα της γνώσης είναι κυρίως κοινωνικό. Πολύ περισσότερο που η προοιωνιζόμενη εκπαιδευτική επανάσταση απειλεί να συνεπιφέρει και άλλες μακροπρόθεσμες κοινωνικές αντιθέσεις και ανισορροπίες που αναφέρονται στην ίδια την πρόσληψη της συνοχής και ομοιογένειας των δημοκρατικά οργανωμένων κοινωνιών. Πράγματι, εάν η εκπαιδευτική δημοκρατία είναι νοητή και ίσως εν πολλοίς και εφικτή, η «γνωσιακή δημοκρατία» είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη. Η κοινωνία της πληροφορίας δεν μπορεί παρά να οδηγεί σε αυστηρές ιεραρχίες και στην οικοδόμηση νέων σινικών τειχών ανάμεσα στις επάλληλες γνωσιακές κοινωνικές κατηγορίες, τειχών που απειλούν να είναι ανυπέρβλητα. Οι χθεσινοί απρόσωποι αναλφάβητοι ήσαν ίσως πολύ λιγότερο «κοινωνικά αποκλεισμένοι» από ό,τι κινδυνεύουν να είναι οι «τεχνογνωσιακά αναλφάβητοι» της αύριον που θα φέρουν επιπλέον και το εμπρόσωπο στίγμα της ανεπάρκειας και ηλιθιότητας. Πιθανότατα λοιπόν στο ψυχολογικό και συμβολικό επίπεδο οι νέες κοινωνικές ανισότητες θα είναι οξύτερες και πιο δυσβάσταχτες από ό,τι ήταν στο παρελθόν. Οι αγράμματοι δεν θα είναι μόνον αποκλεισμένοι και φτωχοί, αλλά θα αντιμετωπίζονται επιπλέον και ως υπάνθρωποι.
Με αυτή την έννοια το μεγαλύτερο κόστος θα είναι ηθικό και πολιτικό. Στα πλαίσια των νέων κοινωνιών το ζήτημα της εκπαιδευτικής ισότητας που απετέλεσε την αιχμή του δόρατος όλων των πρόσφατων εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων θα τείνει ίσως να μετασημασιολογείται και να αποδυναμώνεται. Η προτεραιότητα του γνωσιακού εκσυγχρονισμού των κοινωνιών εμφανίζεται μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ανυπέρθετη ώστε το ζήτημα της «εκπαιδευτικής δικαιοσύνης και επιείκειας» να περνά ήδη σε δεύτερη μοίρα. Πράγματι, ο αμείλικτος ανταγωνισμός που οδηγεί στις νέες γνωσιακές ιεραρχίες τείνει να αμβλύνει τις «ευθείες» ταξικές προδιαγραφές της εκπαιδευτικής επιλογής απομειώνοντας έτσι την άμεση σημασία του οικογενειακού συμβολικού κεφαλαίου. Οι εκπαιδευτικοί μηχανισμοί δεν τείνουν πια τόσο να «καθηλώσουν» τους γόνους των κατώτερων στρωμάτων στην προδιαγραμμένη προλεταριακή τους μοίρα όσο επιχειρούν να επιλέξουν και να προωθήσουν με αυστηρά κριτήρια εκείνους που θα αποτελέσουν την εκ πρώτη όψεως «ανοικτότερη» πρωτοπορία της τεχνογνωσίας. Και έτσι, με τη βαθμιαία αποδυνάμωση του εν πολλοίς κληρονομήσιμου πολιτιστικού κεφαλαίου και των ταξικών προκριμάτων, οι κοινωνίες εξελίσσονται προς την κατεύθυνση μιας κατ' επίφασιν «αξιοκρατικότερης» εκπαιδευτικής επιλογής.
Το αίτημα του εκδημοκρατισμού
Ετσι όμως θα μετατοπισθούν αποφασιστικά και οι όροι με τους οποίους θα προσλαμβάνεται ο εκπαιδευτικός εκδημοκρατισμός. Από τη στιγμή που το εκπαιδευτικό σύστημα δεν φαίνεται ότι αναπαράγει τις ήδη δεδομένες ταξικές ανισότητες αλλά τις ανανεώνει με ολοένα και πιο αμείλικτο τρόπο από γενιά σε γενιά, η λειτουργία της γνωσιακής κατάρτισης ως μηχανισμού κοινωνικής κινητικότητας θα είναι κατ' ανάγκην ακόμα πιο εκτεταμένη από ό,τι ήταν μέχρι τώρα. Με την επιπρόσθετη συνέπεια ότι η εικαζόμενη ισότητα ευκαιριών θα τείνει να καθιστά τη νομιμοποίηση της εκπαιδευτικής επιλογής εκ πρώτης όψεως πιο εκλογικεύσιμη.
Εδώ όμως ακριβώς εντοπίζεται και το μείζον ηθικοπολιτικό πρόβλημα. Είναι σαφές ότι η «ισότητα ευκαιριών» όχι μόνο δεν ισοδυναμεί με ισότητα αλλά μπορεί και να την αντιστρατεύεται ευθέως. Από τη στιγμή που το επιλεκτικό εκπαιδευτικό σύστημα έχει ως αποτέλεσμα να καθηλώνει ένα μεγάλο, και συνεχώς ανανεούμενο, ποσοστό του πληθυσμού στην υποβαθμιστική τεχνογνωσική άγνοια, το αίτημα του εκδημοκρατισμού του εκπαιδευτικού συστήματος δεν θα αναφέρεται πια τόσο στην άρση των ταξικά προγεγραμμένων αδικιών της διαδικασίας επιλογής, αλλά σε αυτή καθαυτή την κοινωνική μοίρα των απανταχού στιγματισμένων και εκβραζομένων. Οι λεγεώνες των «μη απασχολήσιμων» θα τροφοδοτούνται από τις στρατιές των «μη εκπαιδεύσιμων» οι οποίοι δεν ήσαν σε «θέση» να εκμεταλλευθούν τις εκπαιδευτικές ευκαιρίες που τους προσφέρθηκαν από ένα ανοικτό μεν αλλά όλο και αυστηρότερα επιλεκτικό εκπαιδευτικό σύστημα. Και έτσι, στο ζήτημα της «δημοκρατικής εκπαιδευτικής δικαιοσύνης» που επιχειρεί να αμβλύνει τα ταξικά προκρίματα, θα προστεθεί το ακόμα πιο δυσεπίλυτο ζήτημα των όρων για μια ευρύτερη δημοκρατική «εκπαιδευτική επιείκεια και αλληλεγγύη» που οφείλει να αντιμετωπίσει επιπλέον και της διαπιστούμενες ατομικές ανεπάρκειες. Ανεξάρτητα από το «ποιοι» είναι οι απόβλητοι, οι υποεκπαιδευμένοι θα πρέπει να πάψουν να νιώθουν και να αντιμετωπίζονται ως απόβλητοι. Η ευθύνη της Πολιτείας για τους σημερινούς μη εκπαιδεύσιμους και τους αυριανούς μη απασχολήσιμους δεν μπορεί λοιπόν να περιορίζεται στην (αναγκαία) προσφορά «πρόσθετων» εκπαιδευτικών υπηρεσιών οι οποίες όμως σε μεγάλο τουλάχιστον ποσοστό θα είναι κατ' ανάγκην αλυσιτελείς ή στην (ακόμα πιο κατεπειγόντως επιβεβλημένη) προσπάθεια μιας συχνά προσωρινής εργασιακής και κοινωνικής «επανένταξης» ή ακόμα και στην (στοιχειώδη αλλά κλονιζόμενη) εξασφάλιση της απλής τους επιβίωσης. Καμία απ' αυτές τις «λύσεις» δεν είναι δυνατόν να αποκαταστήσει την τραυματισμένη κοινωνική αξιοπρέπεια.
Η προστασία της αξιοπρέπειας
Αυτό ίσως να αποτελέσει και το μεγαλύτερο ηθικοπολιτικό πρόβλημα των επερχόμενων δεκαετιών. Πράγματι, με κατ' αρχήν δεδομένη την ανισοποιητική καπιταλιστική οικονομία, το ζήτημα της ανισότητας θα παραμένει κατ' ανάγκην άλυτο. Εφεξής όμως το σύγχρονο Κοινωνικό Κράτος δεν θα έχει απλώς να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές προεκτάσεις της εκ προοιμίου άνισης και άδικης κατανομής του πλούτου και του εισοδήματος. Το ζήτημα αυτό παραμένει αντιμετωπίσιμο επί τη βάσει των ηθικών και ιδεολογικών προδιαγραφών των κοινωνιών μας. Ακόμα και εάν τα κυρίαρχα αναπτυξιακά κελεύσματα φαίνεται να έρχονται σε αντίθεση με γενναίες πολιτικές αναδιανομής των πόρων υπέρ των κοινωνικά ασθενών, μπορούμε να ευελπιστούμε πως οι σημερινές τάσεις θα αναστραφούν. Η εμπειρία των μεταπολεμικών ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατιών έδειξε ότι και εάν ακόμα τα προβλήματα της ανισότητας και της ασφάλειας πόρρω απέχουν από το να «λύθηκαν», τα περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης παραμένουν τεράστια.
Αντίθετα, το ζήτημα της αύξουσας ανισότητας ενώπιον της πληροφορίας και της γνώσης είναι πρωτόγνωρο, κυρίως ως προς τις επαπειλούμενες συμβολικές και ιδεολογικές του προεκτάσεις. Ποτέ μέχρι τώρα δεν υπήρξε αναγκαίο να επιχειρηθούν μαζικές και συντονισμένες κοινωνικές παρεμβάσεις για να αρθούν οι καταλυτικές συνέπειες της εσωτερικευμένης κοινωνικοψυχολογικής μειονεκτικότητας των γνωσιακά υποδεέστερων μερίδων του πληθυσμού. Και εδώ ακριβώς τίθεται ένα μείζον ζήτημα κοινωνικής και πολιτικής φιλοσοφίας. Αν αναγνωρίζεται ότι ο καθένας έχει την ατομική ευθύνη να προωθήσει και να αξιοποιήσει στο έπακρον τις ελεύθερες αξιακές επιλογές της δικής του ζωής, θα πρέπει επίσης να γίνει δεκτό πως η κοινωνία έχει την αμετάθετη συλλογική ευθύνη να προστατεύει σε ισότιμη βάση την ατομική αξιοπρέπεια όλων των κοινωνών, ανεξάρτητα από τις ικανότητές τους, τις δεξιότητές τους και τα γνωσιακά τους επιτεύγματα. Και στο σημείο αυτό, ο χρόνος τρέχει πολύ πιο γρήγορα από την κοινωνικής μας συνείδηση. Αν η υλική και οικονομική υποβάθμιση είναι ίσως μακροπρόθεσμα αντιμετωπίσιμη, ο κοινωνικός χειρισμός της ενδεχομένως ακόμα καταλυτικότερης συμβολικής υποβάθμισης παραμένει ακόμα προβληματικός.
Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι καθηγητής της Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου