Το παράπονο ενός μαθητή

 
Της Αγγελικής Μπολουδάκη

Είμαι ένας πυρήνας. Μόνος μου αναμετριέμαι με το σύμπαν έχοντας μια φλούδα για περιτύλιγμά μου. Μια εύθραυστη και τρυφερή φλούδα με περιβάλλει, ίσα για να αισθάνομαι την αραχνοΰφαντη ζεστασιά της. Κοιτάζω μέσα μου και δεν βλέπω. Επώδυνα συναισθήματα με απομακρύνουν από εμένα. Σιγά – σιγά γίνομαι διάφανος και ένα φως με διαπερνά.

Θυμάμαι:

 Ένας δάσκαλος έγινε το αστέρι μου. Εγώ δεν είχα δικό μου φως. Τον αγκαλιάζω με το βλέμμα μου. Πόσο ήθελα να με προσέξει! Είναι εκεί, μα λείπει για μένα… Το χάδι του απλώνεται σε ένα άλλο πρόσωπο. Ένα ζεστό χαμόγελο το συνοδεύει και σαν να ζεσταίνεται η δική μου φλούδα. Έχει στραμμένο το βλέμμα εκεί, σε εκείνα τα αστέρια με το εκτυφλωτικό φως. Πόσο έλαμπαν… Οι επιδόσεις τους γινόντουσαν φωτοστέφανο, που θαύμαζε και θαμπωνόταν από το φως τους τόσο, που εμένα με το θαμπό φως με άφηνε μόνο μου. Γινόμουν ολοένα και πιο μικρός, ασήμαντος σχεδόν, μια κουκκίδα που δεν την πρόσεχε κανείς και η μόνη μου ελπίδα ήταν να μαγνητίσω τη ματιά του να με προσέξει, για να ενδιαφερθώ και εγώ για τον εαυτό μου.

Δεν μπορούσα να ξεπεράσω την λάμψη των άλλων. Πώς να αναμετρηθώ μαζί της; Χανόμουν μπροστά της. Έσβηνα. Αδύναμη η φωνή μου δεν έβγαινε. Ψιθυριστά τον καλούσα, για να με προσέξει. Πώς να συγκινηθεί όμως από μια πινελιά χωρίς χρώμα; «Να γίνω πιο προσεκτικός», μου έλεγε. «Να ακούω περισσότερο». Μα πώς; Αφού τον έβλεπα να ξεμακραίνει και φοβόμουν. Ήθελα να του πω ότι τον είχα ανάγκη. Να μου εξηγήσει γιατί εκείνη η λάμψη, που έβλεπα σε εκείνους που προτιμούσε, τον καλούσε περισσότερο και εμένα με το θαμπό φως με άφηνε μόνο μου. Έναν πυρήνα με μια εύθραυστη φλούδα.

Για να μάθω, θα έπρεπε πρώτα να την δυναμώσω. «Με αγάπη μόνο δυναμώνει η όρεξη για γνώση», τον άκουσα να λέει μια μέρα. «Με αγάπη θεριεύει η δίψα για μάθηση». Τότε, γιατί μου τη στερούσε; Γιατί δεν μου την έδινε απλόχερα; Πώς να πιστέψω τα λόγια του, όταν υπάκουε περισσότερο στην ανάγκη του για ματαιοδοξία και λιγότερο στη δική μου επιθυμία να με προσέξει; Με άφησε έναν πυρήνα μόνο του. Η φλούδα μου γίνεται σκληρή και άκαμπτη. Κι όσο πιο άκαμπτη γίνεται, τόσο δεν την διαπερνά η μάθηση. 

Αντιστέκεται σε εκείνη.

– Για να αγαπήσω το βιβλίο, πρέπει να αγαπήσεις εσύ εμένα. Για να συνδεθώ μαζί του, χρειάζομαι ένα πρόσωπο. Ένα πρόσωπο που θα με βάλει στο δρόμο της μάθησης, μέσα από την οικειότητα που θα νιώθει για μένα. Για αυτό το βιβλίο μού είναι ξένο. Ξένος είσαι και εσύ. Ολοένα και ξεμακραίνεις από μια αλήθεια που δεν θέλεις να δεις. Το φως είναι αυτό που σε τραβάει, για να γίνει το δικό σου φωτοστέφανο. Σε μια δόξα αποβλέπεις, την οποία δανείζεσαι από εκείνους που ναρκισσιστικά σε ακολουθούν. Που το μόνο που θέλουν είναι να σε χρησιμοποιήσουν. Να πάρουν την γνώση σου και να σε αδειάσουν από σένα.

Ενώ εγώ ακόμη σε θαυμάζω. Ίσως γιατί κάπου – κάπου με προσέχεις. Γιατί γνωρίζεις πολλά, που θα μπορούσαν να γίνουν και δικά μου. Αλλά και γιατί σε αγαπάω… Κρυφά με θαυμάζεις και εσύ. Το γνωρίζω! Το βλέμμα μου σε ελευθερώνει από τη δική σου σκλαβιά, μια φυλακή που σε προστάζει να προσκυνάς εκείνους που θριαμβεύουν. Πόσο σε λυπάμαι, όταν πασχίζεις να μη χαμηλώσει ο βαθμός. Υποκλίνεσαι στο λάβαρο, ελπίζοντας σε μια Νίκη μέσα από εκείνους.

Εμένα δεν με νοιάζει ο βαθμός. Με ενδιαφέρεις εσύ. Είσαι το πρότυπό μου. Όταν με προσπερνάς, κλονίζονται τα θεμέλιά μου.
Σε συμπονώ ώρες – ώρες. Σε νιώθω μόνο και σε νοιάζομαι. Εκείνοι δεν σε αγαπούν. Είσαι μια γέφυρα για εκείνους να πατήσουν πάνω της και να περάσουν αντίκρυ. Ή μήπως το παράπονό μου αγκιστρώνεται από την αδικία και μεταλλάσσεται σε φαρμάκι που ξεχύνεται στην ψυχή μου ζητώντας γιατρειά; Όπως και να είναι, εγώ εκείνο που θέλω είναι να είμαι δίπλα σου. Να μεγαλώνω με το βλέμμα σου, για να μεγαλώσει μέσα μου και η αγάπη για το βιβλίο.


Πώς να δεθώ μαζί του, όταν λείπεις εσύ; Ένα βιβλίο χρειάζεται δεσμούς. Εσύ μπορείς να μου τους προσφέρεις. Και αυτό που επιθυμώ, όταν κάποια στιγμή το βλέμμα μου διψασμένο σε κοιτάξει, είναι να δω να αγαπάς εμένα περισσότερο από το βιβλίο. Για να πάψω να είμαι ένας πυρήνας, ένα κουκούτσι χωρίς καρπό. Για να δέσει η σάρκα μου και η φλούδα μου να έχει κάπου να ακουμπήσει. Η γνώση είναι καρπός, έτσι δεν λένε; Ένα φυτώριο που χρειάζεται το φως του ήλιου να ζεστάνει τα χρώματά του, να δώσει τη δύναμή του. Και εγώ ένας καρπός είμαι. Ένα χρυσαφένιος καρπός που περιμένει τη γνώση από ένα πρόσωπο που θα νιώθει συναισθήματα για εμένα, για να αγαπήσω τη γνώση μέσα από σένα, χάρη σε σένα και να αναπτυχθώ. Έμεινα μόνος χωρίς εσένα…

——
Η Αγγελική Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός στα Χανιά, τέως στέλεχος του Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών Ν.Χανίων και τέως Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι. Είναι συγγραφέας του βιβλίου ‘Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα’, Εκδόσεις Αραξοβόλι