Στην Πολιτεία του Πλάτωνα, (Βιβλίο Β’ 359-360 b-d), υπάρχει ο μύθος «Το δαχτυλίδι του Γύγη».
Θα τον διαβάσετε εδώ κατάλληλα διασκευασμένο για παιδιά.
Ένα δακτυλίδι έγινε η αιτία να διαφθαρεί ένας απονήρευτος βοσκός και να περάσει από το φως του ενάρετου στη σκιά του εγκληματία. Ένα αντικείμενο γίνεται η φυλακή μιας συνείδησης, ο μοχλός καταστροφής μιας έντιμης ζωής, το παραδεισένιο μήλο, που όμως ως γνωστόν καταδικάζει τον άνθρωπο να ζει αιώνια στο σκοτάδι της αμαρτίας. Αμαρτία που ο Πλάτωνας ονομάζει αδικία, δηλαδή άρση της δικαιοσύνης.
apocalypsejohn
Τον αρχαίο τον καιρό στη Λυδία, μιαν όμορφη χώρα
με πλούσια καταπράσινα λιβάδια, ζούσαν πολλές οικογένειες βοσκών μέσα σε φτωχές
καλύβες και ολοχρονίς φρόντιζαν τα κοπάδια του βασιλιά. Τότε, σ’ εκείνα τα
χρόνια, όλα τα κοπάδια, όλος ο πλούτος της χώρας ήταν περιουσία των βασιλιάδων
και των αρχόντων, που άφηναν για τους φτωχούς βοσκούς ή τους γεωργούς λίγα μόνο
τρόφιμα για να ζήσουν.
Ένας νεαρός βοσκός λοιπόν, που τον έλεγαν Μάνη – στη συνέχεια της ιστορίας μας θα καταλάβετε γιατί είχε αυτό το όνομα - έβοσκε το κοπάδι του πάνω σε έναν χαμηλό λοφάκι, γεμάτο καταπράσινο γρασίδι. Ξαφνικά, νωρίς το απόγευμα ο ουρανός γέμισε από κατάμαυρα σύννεφα και ξέσπασε μπόρα πολύ δυνατή. Έκανε να μαζέψει τα πρόβατα που κατατρόμαξαν, αλλά ένιωσε τη γη να κουνιέται κάτω από τα πόδια του. Σεισμός, μεγάλος σεισμός άνοιξε ένα τεράστιο χάσμα κάτω από τα πόδια του Μάνη. Ευτυχώς που πρόλαβε με ένα πήδημα να απομακρυνθεί, αλλιώς η γη θα τον κατάπινε σίγουρα.
Μόλις η ξαφνική καταιγίδα και ο φοβερός σεισμός σταμάτησαν, ο νεαρός βοσκός πλησίασε στην άκρη του μεγάλου χάσματος και προσπάθησε να δει τι υπήρχε μέσα βαθιά στη γη. Τίποτα δεν έβλεπε, μόνο σκοτάδι. Θα κατέβω, σκέφτηκε γεμάτος περιέργεια. Μια και δυο άρχισε με δυσκολία να κατεβαίνει και γύρω του δύσκολα στην αρχή, πολλά παράξενα πράγματα έβλεπε, μέχρι που έφτασε σε ένα πλάτωμα. Εκεί, μπροστά του είδε ένα τεράστιο χάλκινο άλογο, που ήταν κούφιο από μέσα του και είχε μικρά ανοίγματα, σαν παραθυράκια ή πορτούλες, Κοίταξε μέσα και είδε πως ήταν ξαπλωμένο ένα πλάσμα μεγαλόσωμο. Δεν κατάλαβε αν ήταν πεθαμένο ή βυθισμένο σε βαθύ ύπνο.
Αυτό που του έκανε εντύπωση ήταν ένα δαχτυλίδι με μια μεγάλη πέτρα, που φορούσε στο χέρι του το περίεργο πλάσμα. Χωρίς δεύτερη σκέψη πέρασε το χέρι του μέσα από ένα άνοιγμα και πήρε το δαχτυλίδι. Πολύ ευχαριστημένος το πέρασε στο δάχτυλό του.
Το δαχτυλίδι αμέσως μίκρυνε στο δικό του μέγεθος. Χαρούμενος πολύ ο Μάνης, ο βοσκός, ανέβηκε στην επιφάνεια της γης.
Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και ο Μάνης θυμήθηκε ότι πρέπει να πάει στο παλάτι, όπου όλοι οι βοσκοί θα μαζευτούν για να δώσουν αναφορά στο βασιλιά για τα κοπάδια.
Όταν έφτασε τρέχοντας, ήταν όλοι μαζεμένοι και κουβέντιαζαν δυνατά περιμένοντας το βασιλιά να τους καλέσει. Μπήκε ανάμεσα στους άλλους και άρχισε να παίζει με την πέτρα του δαχτυλιδιού. Στριφογύρισε την πέτρα προς το μέσα μέρος του χεριού του. Και τότε, μόλις το έκανε αυτό έγινε αόρατος στους άλλους γύρω του.
«Κάποιος λείπει, είπε ένας από τους βοσκούς, πάμε χαμένοι αν το καταλάβει ο βασιλιάς».
«Τον Μάνη δε βλέπω, είπε ένας άλλος, που στεκόταν δίπλα του. Εδώ ήταν πριν από λίγο αλλά μάλλον έφυγε. Αυτός θα την πληρώσει, αν δεν έρθει πάλι εδώ αμέσως».
Από τα λόγια αυτά κατάλαβε ο Μάνης ότι το δαχτυλίδι τον έκανε αόρατο. Πήγε σε μιαν άκρη, γύρισε την πέτρα από την άλλη μεριά και αμέσως άκουσε τον μοναδικό φίλο που είχε, τον Δικαιοφόρο, να του λέει: «Έλα, φίλε μου, έλα άνοιξε η μεγάλη πύλη, μας περιμένει ο βασιλιάς»
Ούτε που άκουσε ο Μάνης τι είπαν στη συγκέντρωση αυτή και ούτε που τον ενδιέφερε. Συνέχεια σκεφτόταν τι θα μπορούσε να κάνει στη ζωή του με το δαχτυλίδι αυτό, πόσα πράγματα θα μπορούσε να αποκτήσει, χωρίς κανένας να τον καταλαβαίνει, πόσο μεγάλος και τρανός θα μπορούσε να γίνει! Και όλα αυτά τα σκεφτόταν, επειδή από τότε που ήταν μικρός, πάντα ήθελε να έχει πολλά, πάρα πολλά πράγματα δικά του. Ήθελε να αποκτά τα αγαθά χωρίς να κοπιάζει, και ζήλευε πολύ, όταν έβλεπε τα παιχνίδια των άλλων παιδιών. Μανία τον έπιανε και συνέχεια γκρίνιαζε και παραπονιόταν και με τίποτα δεν ήταν ευχαριστημένος. Γι' αυτό το αληθινό του όνομα όλοι το ξέχασαν και Μάνη τον έλεγαν και, όπως ήταν φυσικό, ένα τόσο γκρινιάρικο παιδί, που όλο τα ξένα πράγματα ήθελε, όλα τα παιδιά το απέφευγαν, ακόμη και οι μεγάλοι.
«Θα δεις γυναίκα, έλεγε ο πατέρας του με καμάρι, θα δεις πόσο θα προκόψει ο γιος μας. Στο κόσμο που ζούμε, μέσα στη μιζέρια και τη φτώχεια μας, μόνο ο Μάνης μας θα πάει μπροστά. Άστον ήσυχο και μια μέρα, ακόμα και με αδικίες, μεγάλος και τρανός θα γίνει. Μόνο οι κλέφτες ζουν καλά και απολαμβάνουν όλα τα καλά του κόσμου. Είδες ποτέ κανέναν καλό άνθρωπο να προκόβει;».
Τέτοια και άλλα πολλά έλεγε ο πατέρας του και ο μικρός Μάνης τα έβαζε βαθιά μέσα στο μυαλό του και ονειρευόταν τη μέρα που θα μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει, χωρίς να λογαριάζει κανέναν και τίποτα.
Ήρθε αυτή η μέρα σκεφτόταν παίζοντας με το δαχτυλίδι που τον έκανε αόρατο. Τώρα όλοι θα δουν ποιος είναι ο Μάνης.
Χωρίς να χάσει άλλο χρόνο, άρχισε τις πονηριές. Πλησίασε το βασιλιά, χωρίς κανένας να τον καταλάβει. Ο βασιλιάς στην αρχή ταράχτηκε αλλά μετά θαύμασε την ικανότητα του βοσκού να γίνεται αόρατος. Φυσικά ο Μάνης δεν του είπε τίποτα για το δαχτυλίδι. Τότε ο βασιλιάς του είπε να γίνει κατάσκοπος και να του φέρνει όλα τα μυστικά από τους άλλους βασιλιάδες. Έτσι και έγινε. Αλλά ο Μάνης δεν ήταν ευχαριστημένος που κέρδισε μεγάλη θέση στο παλάτι. Ήθελε πλούτη, πολλά πλούτη.
Έμπαινε λοιπόν στα σπίτια όλων και άρπαζε όλα τα πολύτιμα πράγματα που είχαν. Χρυσάφια και ασήμια, χαλιά πολύτιμα, κοσμήματα και χρήματα, όλα δικά του τα έκανε. Τα έκρυβε μέσα σε μεγάλες αποθήκες και με τις ώρες τα θαύμαζε, τα μέτραγε και καμάρωνε για την προκοπή του. Μα ακόμα ευχαριστημένος δεν ήταν, επειδή ήταν άπληστος και ήθελε όλα αυτός να τα έχει και οι άλλοι να μην έχουν τίποτα. Ώσπου μια μέρα κάτι άλλο πέρασε από το μυαλό του. Μια άλλη μανία τον έπιασε. Γιατί να μη γίνω εγώ βασιλιάς, ε, γιατί; Την άλλη μέρα κιόλας, αόρατος πάλι, πλησίασε τη γυναίκα του βασιλιά, που ήταν και αυτή άπληστη και αχόρταγη και την πήγε να δει τα πλούτη του. Άνοιξε αυτή τα μάτια της διάπλατα. «Ούτε ο άντρας μου δεν έχει τόσα πλούτη», του είπε.
«Όλα αυτά θα γίνουν δικά σου, αν με βοηθήσεις να τον ξεφορτωθούμε. Θα γίνω εγώ βασιλιάς στη θέση του και θα είσαι η βασίλισσά μου».
Δίστασε για λίγο αυτή, αλλά τελικά οι δυο τους σκότωσαν το βασιλιά και έγιναν τα πράγματα όπως ήθελαν. Ο Μάνης έγινε βασιλιάς και άλλαξε το όνομά του, το έκανε Γύγης, για να μην καταλάβει κανένας ότι ο νέος βασιλιάς ήταν ο φτωχός βοσκός με τον πολύ κακό χαρακτήρα. Μόνο ο φίλος του, ο μοναδικός του φίλος ο Δικαιοφόρος τον αναγνώρισε πίσω από τη χρυσή του στολή και τα πολλά στολίδια που έκρυβαν το πρόσωπό του.
Έγινε λοιπόν ο Γύγης ο πλουσιότερος βασιλιάς απ’ όσους υπήρξαν ποτέ πάνω στη γη. Τις νύχτες αόρατος έκλεβε και τις μέρες μέτραγε και θαύμαζε τα πλούτη του. Φοβόταν πολύ όμως μήπως του τα κλέψουν και σε κανέναν δεν είπε ποτέ πού τα έχει κρυμμένα. Μόνος του τα φύλαγε και τα διπλοκλείδωνε. Για χρόνια πολλά δεν μπορούσε καθόλου να κοιμηθεί, μέχρι που μια νύχτα, που πήγαινε στο σπίτι ενός πλούσιου για να τον κλέψει, χωρίς να το καταλάβει έκλεισαν τα μάτια του μέσα στο δρόμο από τη μεγάλη νύστα. Ο ύπνος τον πήρε στο ίδιο ακριβώς μέρος που άνοιξε η γη μπροστά στα πόδια του, πριν από χρόνια πολλά. Εκεί κοιμήθηκε, στην άκρη του χάσματος.
Καθώς κοιμόταν πολύ βαριά, άρχισε πάλι να βρέχει δυνατά και σεισμός μεγάλος έγινε. Από το βάθος του χάσματος βγήκε ο παράξενος μεγαλόσωμος άνθρωπος και πολύ θυμωμένος πήρε από το χέρι του Γύγη το δαχτυλίδι. Μπήκε αθόρυβα στο φτωχό σπιτάκι του Δικαιοφόρου και απαλά τον σκούντησε για να τον ξυπνήσει.
«Μη φοβάσαι, του είπε, σου έφερα ένα δώρο. Πάρε αυτό το δαχτυλίδι που θα σε κάνει αόρατο, όποτε εσύ θα το θέλεις».
«Και τι να το κάνω, τι το χρειάζομαι;», ρώτησε ο Δικαιοφόρος.
«Πλούτη πολλά θα μπορείς να αποκτήσεις. Ακόμα και βασιλιάς θα μπορέσεις να γίνεις, φτάνει να το θέλεις», του απάντησε.
«Σε ευχαριστώ για το δώρο σου, αλλά δεν το χρειάζομαι. Ξέρω καλά την κατάντια του Μάνη, που έφτασε πολύ ψηλά, που έγινε ο πιο πλούσιος βασιλιάς του κόσμου, αδικώντας και κλέβοντας. Δε θέλω το δαχτυλίδι σου. Εμένα ο πατέρας μου μού έμαθε, από τότε που ήμουν παιδί, ότι η δικαιοσύνη είναι για την ψυχή μας ό,τι είναι η υγεία για το σώμα μας. Εγώ δε θέλω να έχω άρρωστη ψυχή, όπως κανένας άνθρωπος δε θέλει να έχει σώμα άρρωστο. Θέλω ήσυχο ύπνο να έχω τα βράδια, θέλω να είμαι ήρεμος και γαλήνιος. Θέλω κάποια μέρα όλοι οι άνθρωποι να είναι δίκαιοι, για να έρθει στον κόσμο μας η ευτυχία και η χαρά. Ο Μάνης, που μέχρι και το όνομά του άλλαξε, δυστυχία φέρνει στον εαυτό του και στους άλλους. Δε ζηλεύω τα πλούτη του, δεν τα θέλω. Και αόρατος να γίνομαι, πάλι το κοπάδι μου θα βόσκω, το φτωχικό φαγάκι μου θα απολαμβάνω, με τους φίλους μου θα περνάω όμορφα και θα χαίρομαι τα παιδάκια μου. Αυτά αγαπώ να κάνω και θέλω όλοι οι άνθρωποι να με βλέπουν, όπως τους βλέπω και εγώ. Δεν το θέλω το δαχτυλίδι αυτό»
Το περίεργο πλάσμα δάκρυσε και είπε στον Δικαιοφόρο να του ζητήσει ό,τι άλλο θέλει και αμέσως θα του το δώσει.
«Να πετάξεις αυτό το δαχτυλίδι θέλω, του απάντησε αυτός. Να το εξαφανίσεις. Μόνο συμφορές μπορεί να φέρει».
Και τότε, τεντώθηκε αυτός, που κανένας μέχρι σήμερα δεν ξέρει το όνομά του, τεντώθηκε πολύ και ψήλωσε-ψήλωσε και ξεπέρασε το λόφο. Πήρε φόρα μεγάλη και έδωσε μια στο δαχτυλίδι και το πέταξε μακριά πολύ μακριά. Λένε ότι έπεσε μέσα βαθιά στη θάλασσα και χάθηκε για πάντα.
Μετά από ένα μήνα περίπου, λένε, ότι ξύπνησε ο Γύγης. Είδε ότι έλειπε το δαχτυλίδι από το χέρι του και έχασε τα μυαλά του. Έτρεξε στις μεγάλες αποθήκες του και τις βρήκε άδειες εντελώς. Οι άνθρωποι τις είχαν βρει και πήρε πίσω ο καθένας τα δικά του πράγματα.
Επίσης λένε ότι ο Μάνης ο βοσκός, που έγινε κάποτε ο βασιλιάς Γύγης, γυρίζει ακόμα τις νύχτες και ψάχνει να βρει ποιος του πήρε το δαχτυλίδι από το χέρι.
hamomilaki
το χαμομηλάκι
Ένα δακτυλίδι έγινε η αιτία να διαφθαρεί ένας απονήρευτος βοσκός και να περάσει από το φως του ενάρετου στη σκιά του εγκληματία. Ένα αντικείμενο γίνεται η φυλακή μιας συνείδησης, ο μοχλός καταστροφής μιας έντιμης ζωής, το παραδεισένιο μήλο, που όμως ως γνωστόν καταδικάζει τον άνθρωπο να ζει αιώνια στο σκοτάδι της αμαρτίας. Αμαρτία που ο Πλάτωνας ονομάζει αδικία, δηλαδή άρση της δικαιοσύνης.
apocalypsejohn
Plato State: The Ring of Gyges |
Ένας νεαρός βοσκός λοιπόν, που τον έλεγαν Μάνη – στη συνέχεια της ιστορίας μας θα καταλάβετε γιατί είχε αυτό το όνομα - έβοσκε το κοπάδι του πάνω σε έναν χαμηλό λοφάκι, γεμάτο καταπράσινο γρασίδι. Ξαφνικά, νωρίς το απόγευμα ο ουρανός γέμισε από κατάμαυρα σύννεφα και ξέσπασε μπόρα πολύ δυνατή. Έκανε να μαζέψει τα πρόβατα που κατατρόμαξαν, αλλά ένιωσε τη γη να κουνιέται κάτω από τα πόδια του. Σεισμός, μεγάλος σεισμός άνοιξε ένα τεράστιο χάσμα κάτω από τα πόδια του Μάνη. Ευτυχώς που πρόλαβε με ένα πήδημα να απομακρυνθεί, αλλιώς η γη θα τον κατάπινε σίγουρα.
Μόλις η ξαφνική καταιγίδα και ο φοβερός σεισμός σταμάτησαν, ο νεαρός βοσκός πλησίασε στην άκρη του μεγάλου χάσματος και προσπάθησε να δει τι υπήρχε μέσα βαθιά στη γη. Τίποτα δεν έβλεπε, μόνο σκοτάδι. Θα κατέβω, σκέφτηκε γεμάτος περιέργεια. Μια και δυο άρχισε με δυσκολία να κατεβαίνει και γύρω του δύσκολα στην αρχή, πολλά παράξενα πράγματα έβλεπε, μέχρι που έφτασε σε ένα πλάτωμα. Εκεί, μπροστά του είδε ένα τεράστιο χάλκινο άλογο, που ήταν κούφιο από μέσα του και είχε μικρά ανοίγματα, σαν παραθυράκια ή πορτούλες, Κοίταξε μέσα και είδε πως ήταν ξαπλωμένο ένα πλάσμα μεγαλόσωμο. Δεν κατάλαβε αν ήταν πεθαμένο ή βυθισμένο σε βαθύ ύπνο.
Αυτό που του έκανε εντύπωση ήταν ένα δαχτυλίδι με μια μεγάλη πέτρα, που φορούσε στο χέρι του το περίεργο πλάσμα. Χωρίς δεύτερη σκέψη πέρασε το χέρι του μέσα από ένα άνοιγμα και πήρε το δαχτυλίδι. Πολύ ευχαριστημένος το πέρασε στο δάχτυλό του.
Το δαχτυλίδι αμέσως μίκρυνε στο δικό του μέγεθος. Χαρούμενος πολύ ο Μάνης, ο βοσκός, ανέβηκε στην επιφάνεια της γης.
Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και ο Μάνης θυμήθηκε ότι πρέπει να πάει στο παλάτι, όπου όλοι οι βοσκοί θα μαζευτούν για να δώσουν αναφορά στο βασιλιά για τα κοπάδια.
Όταν έφτασε τρέχοντας, ήταν όλοι μαζεμένοι και κουβέντιαζαν δυνατά περιμένοντας το βασιλιά να τους καλέσει. Μπήκε ανάμεσα στους άλλους και άρχισε να παίζει με την πέτρα του δαχτυλιδιού. Στριφογύρισε την πέτρα προς το μέσα μέρος του χεριού του. Και τότε, μόλις το έκανε αυτό έγινε αόρατος στους άλλους γύρω του.
«Κάποιος λείπει, είπε ένας από τους βοσκούς, πάμε χαμένοι αν το καταλάβει ο βασιλιάς».
«Τον Μάνη δε βλέπω, είπε ένας άλλος, που στεκόταν δίπλα του. Εδώ ήταν πριν από λίγο αλλά μάλλον έφυγε. Αυτός θα την πληρώσει, αν δεν έρθει πάλι εδώ αμέσως».
Από τα λόγια αυτά κατάλαβε ο Μάνης ότι το δαχτυλίδι τον έκανε αόρατο. Πήγε σε μιαν άκρη, γύρισε την πέτρα από την άλλη μεριά και αμέσως άκουσε τον μοναδικό φίλο που είχε, τον Δικαιοφόρο, να του λέει: «Έλα, φίλε μου, έλα άνοιξε η μεγάλη πύλη, μας περιμένει ο βασιλιάς»
Ούτε που άκουσε ο Μάνης τι είπαν στη συγκέντρωση αυτή και ούτε που τον ενδιέφερε. Συνέχεια σκεφτόταν τι θα μπορούσε να κάνει στη ζωή του με το δαχτυλίδι αυτό, πόσα πράγματα θα μπορούσε να αποκτήσει, χωρίς κανένας να τον καταλαβαίνει, πόσο μεγάλος και τρανός θα μπορούσε να γίνει! Και όλα αυτά τα σκεφτόταν, επειδή από τότε που ήταν μικρός, πάντα ήθελε να έχει πολλά, πάρα πολλά πράγματα δικά του. Ήθελε να αποκτά τα αγαθά χωρίς να κοπιάζει, και ζήλευε πολύ, όταν έβλεπε τα παιχνίδια των άλλων παιδιών. Μανία τον έπιανε και συνέχεια γκρίνιαζε και παραπονιόταν και με τίποτα δεν ήταν ευχαριστημένος. Γι' αυτό το αληθινό του όνομα όλοι το ξέχασαν και Μάνη τον έλεγαν και, όπως ήταν φυσικό, ένα τόσο γκρινιάρικο παιδί, που όλο τα ξένα πράγματα ήθελε, όλα τα παιδιά το απέφευγαν, ακόμη και οι μεγάλοι.
«Θα δεις γυναίκα, έλεγε ο πατέρας του με καμάρι, θα δεις πόσο θα προκόψει ο γιος μας. Στο κόσμο που ζούμε, μέσα στη μιζέρια και τη φτώχεια μας, μόνο ο Μάνης μας θα πάει μπροστά. Άστον ήσυχο και μια μέρα, ακόμα και με αδικίες, μεγάλος και τρανός θα γίνει. Μόνο οι κλέφτες ζουν καλά και απολαμβάνουν όλα τα καλά του κόσμου. Είδες ποτέ κανέναν καλό άνθρωπο να προκόβει;».
Τέτοια και άλλα πολλά έλεγε ο πατέρας του και ο μικρός Μάνης τα έβαζε βαθιά μέσα στο μυαλό του και ονειρευόταν τη μέρα που θα μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει, χωρίς να λογαριάζει κανέναν και τίποτα.
Ήρθε αυτή η μέρα σκεφτόταν παίζοντας με το δαχτυλίδι που τον έκανε αόρατο. Τώρα όλοι θα δουν ποιος είναι ο Μάνης.
Χωρίς να χάσει άλλο χρόνο, άρχισε τις πονηριές. Πλησίασε το βασιλιά, χωρίς κανένας να τον καταλάβει. Ο βασιλιάς στην αρχή ταράχτηκε αλλά μετά θαύμασε την ικανότητα του βοσκού να γίνεται αόρατος. Φυσικά ο Μάνης δεν του είπε τίποτα για το δαχτυλίδι. Τότε ο βασιλιάς του είπε να γίνει κατάσκοπος και να του φέρνει όλα τα μυστικά από τους άλλους βασιλιάδες. Έτσι και έγινε. Αλλά ο Μάνης δεν ήταν ευχαριστημένος που κέρδισε μεγάλη θέση στο παλάτι. Ήθελε πλούτη, πολλά πλούτη.
Έμπαινε λοιπόν στα σπίτια όλων και άρπαζε όλα τα πολύτιμα πράγματα που είχαν. Χρυσάφια και ασήμια, χαλιά πολύτιμα, κοσμήματα και χρήματα, όλα δικά του τα έκανε. Τα έκρυβε μέσα σε μεγάλες αποθήκες και με τις ώρες τα θαύμαζε, τα μέτραγε και καμάρωνε για την προκοπή του. Μα ακόμα ευχαριστημένος δεν ήταν, επειδή ήταν άπληστος και ήθελε όλα αυτός να τα έχει και οι άλλοι να μην έχουν τίποτα. Ώσπου μια μέρα κάτι άλλο πέρασε από το μυαλό του. Μια άλλη μανία τον έπιασε. Γιατί να μη γίνω εγώ βασιλιάς, ε, γιατί; Την άλλη μέρα κιόλας, αόρατος πάλι, πλησίασε τη γυναίκα του βασιλιά, που ήταν και αυτή άπληστη και αχόρταγη και την πήγε να δει τα πλούτη του. Άνοιξε αυτή τα μάτια της διάπλατα. «Ούτε ο άντρας μου δεν έχει τόσα πλούτη», του είπε.
«Όλα αυτά θα γίνουν δικά σου, αν με βοηθήσεις να τον ξεφορτωθούμε. Θα γίνω εγώ βασιλιάς στη θέση του και θα είσαι η βασίλισσά μου».
Δίστασε για λίγο αυτή, αλλά τελικά οι δυο τους σκότωσαν το βασιλιά και έγιναν τα πράγματα όπως ήθελαν. Ο Μάνης έγινε βασιλιάς και άλλαξε το όνομά του, το έκανε Γύγης, για να μην καταλάβει κανένας ότι ο νέος βασιλιάς ήταν ο φτωχός βοσκός με τον πολύ κακό χαρακτήρα. Μόνο ο φίλος του, ο μοναδικός του φίλος ο Δικαιοφόρος τον αναγνώρισε πίσω από τη χρυσή του στολή και τα πολλά στολίδια που έκρυβαν το πρόσωπό του.
Έγινε λοιπόν ο Γύγης ο πλουσιότερος βασιλιάς απ’ όσους υπήρξαν ποτέ πάνω στη γη. Τις νύχτες αόρατος έκλεβε και τις μέρες μέτραγε και θαύμαζε τα πλούτη του. Φοβόταν πολύ όμως μήπως του τα κλέψουν και σε κανέναν δεν είπε ποτέ πού τα έχει κρυμμένα. Μόνος του τα φύλαγε και τα διπλοκλείδωνε. Για χρόνια πολλά δεν μπορούσε καθόλου να κοιμηθεί, μέχρι που μια νύχτα, που πήγαινε στο σπίτι ενός πλούσιου για να τον κλέψει, χωρίς να το καταλάβει έκλεισαν τα μάτια του μέσα στο δρόμο από τη μεγάλη νύστα. Ο ύπνος τον πήρε στο ίδιο ακριβώς μέρος που άνοιξε η γη μπροστά στα πόδια του, πριν από χρόνια πολλά. Εκεί κοιμήθηκε, στην άκρη του χάσματος.
Καθώς κοιμόταν πολύ βαριά, άρχισε πάλι να βρέχει δυνατά και σεισμός μεγάλος έγινε. Από το βάθος του χάσματος βγήκε ο παράξενος μεγαλόσωμος άνθρωπος και πολύ θυμωμένος πήρε από το χέρι του Γύγη το δαχτυλίδι. Μπήκε αθόρυβα στο φτωχό σπιτάκι του Δικαιοφόρου και απαλά τον σκούντησε για να τον ξυπνήσει.
«Μη φοβάσαι, του είπε, σου έφερα ένα δώρο. Πάρε αυτό το δαχτυλίδι που θα σε κάνει αόρατο, όποτε εσύ θα το θέλεις».
«Και τι να το κάνω, τι το χρειάζομαι;», ρώτησε ο Δικαιοφόρος.
«Πλούτη πολλά θα μπορείς να αποκτήσεις. Ακόμα και βασιλιάς θα μπορέσεις να γίνεις, φτάνει να το θέλεις», του απάντησε.
«Σε ευχαριστώ για το δώρο σου, αλλά δεν το χρειάζομαι. Ξέρω καλά την κατάντια του Μάνη, που έφτασε πολύ ψηλά, που έγινε ο πιο πλούσιος βασιλιάς του κόσμου, αδικώντας και κλέβοντας. Δε θέλω το δαχτυλίδι σου. Εμένα ο πατέρας μου μού έμαθε, από τότε που ήμουν παιδί, ότι η δικαιοσύνη είναι για την ψυχή μας ό,τι είναι η υγεία για το σώμα μας. Εγώ δε θέλω να έχω άρρωστη ψυχή, όπως κανένας άνθρωπος δε θέλει να έχει σώμα άρρωστο. Θέλω ήσυχο ύπνο να έχω τα βράδια, θέλω να είμαι ήρεμος και γαλήνιος. Θέλω κάποια μέρα όλοι οι άνθρωποι να είναι δίκαιοι, για να έρθει στον κόσμο μας η ευτυχία και η χαρά. Ο Μάνης, που μέχρι και το όνομά του άλλαξε, δυστυχία φέρνει στον εαυτό του και στους άλλους. Δε ζηλεύω τα πλούτη του, δεν τα θέλω. Και αόρατος να γίνομαι, πάλι το κοπάδι μου θα βόσκω, το φτωχικό φαγάκι μου θα απολαμβάνω, με τους φίλους μου θα περνάω όμορφα και θα χαίρομαι τα παιδάκια μου. Αυτά αγαπώ να κάνω και θέλω όλοι οι άνθρωποι να με βλέπουν, όπως τους βλέπω και εγώ. Δεν το θέλω το δαχτυλίδι αυτό»
Το περίεργο πλάσμα δάκρυσε και είπε στον Δικαιοφόρο να του ζητήσει ό,τι άλλο θέλει και αμέσως θα του το δώσει.
«Να πετάξεις αυτό το δαχτυλίδι θέλω, του απάντησε αυτός. Να το εξαφανίσεις. Μόνο συμφορές μπορεί να φέρει».
Και τότε, τεντώθηκε αυτός, που κανένας μέχρι σήμερα δεν ξέρει το όνομά του, τεντώθηκε πολύ και ψήλωσε-ψήλωσε και ξεπέρασε το λόφο. Πήρε φόρα μεγάλη και έδωσε μια στο δαχτυλίδι και το πέταξε μακριά πολύ μακριά. Λένε ότι έπεσε μέσα βαθιά στη θάλασσα και χάθηκε για πάντα.
Μετά από ένα μήνα περίπου, λένε, ότι ξύπνησε ο Γύγης. Είδε ότι έλειπε το δαχτυλίδι από το χέρι του και έχασε τα μυαλά του. Έτρεξε στις μεγάλες αποθήκες του και τις βρήκε άδειες εντελώς. Οι άνθρωποι τις είχαν βρει και πήρε πίσω ο καθένας τα δικά του πράγματα.
Επίσης λένε ότι ο Μάνης ο βοσκός, που έγινε κάποτε ο βασιλιάς Γύγης, γυρίζει ακόμα τις νύχτες και ψάχνει να βρει ποιος του πήρε το δαχτυλίδι από το χέρι.
hamomilaki
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου