Του Νίκου Τσούλια
Για μια τόσο σημαντική λειτουργία του ανθρώπου, όπως είναι το διάβασμα, απαιτείται συστηματική έρευνα και μελέτη για το συνολικό τρόπο της εκπαίδευσής του.
Για μια τόσο σημαντική λειτουργία του ανθρώπου, όπως είναι το διάβασμα, απαιτείται συστηματική έρευνα και μελέτη για το συνολικό τρόπο της εκπαίδευσής του.
Και ενώ το διάβασμα είναι το πρώτο
συστατικό στοιχείου κάθε σχολείου και
κάθε εκπαιδευτικού συστήματος όπου γης και όπου χρόνου και ενώ επίσης αποτελεί
(ή πρέπει να αποτελεί ) μια δια βίου όμορφη λειτουργία μας, δεν έχουμε
ασχοληθεί για το πώς αρχικά οργανώνεται και διαμορφώνεται το όλο σκηνικό του
διαβάσματος.
Το διάβασμα είναι πρώτιστη ανάγκη ψυχής, είναι συναισθήματος πηγή και έκφραση και πνεύματος ανάταση, είναι ελευθερίας κάλεσμα και απόλυτης ομορφιάς εικόνα. Ως εκ τούτου δεν έχει καμιά σχέση με οποιαδήποτε υποψία καταναγκασμού και υπονομεύεται εξ αρχής από κάθε απόπειρα πίεσης των γονέων στα παιδιά τους στην μικρή ηλικία, γιατί αποτελεί και τη βάση της αμφισβήτησής του. Έχει πολύ ορθά ειπωθεί ότι το «διάβασμα δεν έχει προστακτική», όπως και ο έρωτας. Όπως δεν μπορούμε να πούμε σε κάποιον «ερωτεύσου», έτσι δεν μπορούμε να πούμε «διάβαζε»!
Το διάβασμα καλλιεργείται στις εύφορες ηλικίες των μικρών παιδιών, όταν ρουφούν κάθε εικόνα ομορφιάς και παιχνιδιού και διαμορφώνουν τις πρώτες δικές τους παραστάσεις. Τα παιδιά (πρέπει να) νιώθουν την εικόνα του βιβλίου και του διαβάσματος ως μια εικόνα κρατούσα και ανθοφορούσα μέσα στην οικογένεια. Έχουν άλλωστε μια ενδιάθετη ορμή για τα μυστικά και για τα παιχνιδίσματα της φαντασίας τους που εμπεριέχονται μέσα στα πρώτα τους μυθοπλαστικά διαβάσματα και είναι το διάβασμα ο μεγάλος δρόμος που ανοίγεται στα μάτια του πρωτόλειου στοχασμού τους μέσα από τα παραμύθια και τις αφηγήσεις.
Το διάβασμα δεν μπορεί να συνδέεται με την υποχρεωτικότητα του σχολείου και με τις πρώτες φοβίες του παιδιού για ένα περιβάλλον που είναι έξω από τη γλυκιά θαλπωρή και από την αμέριστη αγάπη των γονέων του. Αντίθετα, το σχολείο (πρέπει να) είναι η συνέχιση και η προέκταση του σπιτικού διαβάσματος των παραμυθιών και της καθολικά επικρατούσας αυτενέργειας των παιδιών. Το παιδί πάει στο σχολείο για να συνεχίσει την ομορφιά του διαβάσματος και για να παίξει με άλλα παιδιά. Η μάθηση και η εκπαίδευση έρχονται μετά ως φυσική ανάγκη του παιδιού, που θα ικανοποιούν και θα κεντρίζουν την περιέργειά του και τη φαντασίωσή του. Η εν πολλοίς κακή σχέση των Ελλήνων με το βιβλίο οφείλεται στις λανθασμένες προσλαμβάνουσες παραστάσεις της παιδικής ηλικίας, από το έλλειμμα της μορφωτικής κουλτούρας των γονέων. Αν δε οι δάσκαλοι των πρώτων τάξεων του Δημοτικού σχολείου δεν αντιστρέψουν αυτή την αντεστραμμένη εικόνα του διαβάσματος εκ μέρους των γονέων πολύ γρήγορα και αποτελεσματικά, η στρεβλή σχέση του παιδιού με το διάβασμα θα συνεχιστεί και θα πρέπει να κάνει σοβαρή προσπάθεια κάπου προς το τέλος του λυκείου όταν εντάσσει το διάβασμα στο σχεδιασμό του για την εισαγωγή του στο πανεπιστήμιο, όταν δηλαδή καταλάβει τη χρηστική / χρησιμοθηρική πλευρά του διαβάσματος και η οποία πλευρά τελικά θα παραμείνει κατά το μάλλον ή ήττον ο μόνιμος υπονομευτής του διαβάσματος και της γοητείας του.
Το διάβασμα είναι μια μεγάλη πηγή χαράς και ομορφιάς. Αν οι γονείς – επιμένω στο σημαντικό και μάλλον καθοριστικό ρόλο τους και στην πρώτιστη ευθύνη τους – δεν συνδέσουν το διάβασμα στο φοβερά δεκτικό και παρθένο κόσμο των παιδιών με τις πιο γλυκές και πιο φωτεινές πλευρές της ζωής, δεν μπορούν να έχουν την απαίτηση από τα παιδιά τους να έχουν τη μορφωτική πορεία που τόσο πολύ ονειρεύονται γι’ αυτά. Βέβαια οι γονείς έχουν μια δικαιολογία. Λειτουργούν ως γονείς κυρίως με την εικόνα που έχουν αποκομίσει ως παιδιά από τους δικούς τους γονείς. Πρόκειται για μια φενακισμένη και κίβδηλη σύλληψη της ζωής και της πραγματικότητας. Αν κάθε γενιά είναι στείρος αναπαραγωγός της νοοτροπίας της προηγούμενης γενιάς, τότε δεν μπορεί να υπάρχει κίνηση της ιστορίας και ακυρώνεται η ίδια η εξέλιξη της κοινωνίας.
Σε κάθε περίπτωση και με δεδομένο ότι είναι απόλυτα δεδομένη η αγάπη των γονέων στα παιδιά του, η καλλιέργεια του διαβάσματος και η εισαγωγή τους στον Κόσμο των Γραμμάτων είναι η πρώτη των πρώτων ευθυνών τους. Εδώ κρίνεται κυρίως η έννοια της γονεϊκής φροντίδας. Όπως θεωρούμε ότι το παιδί (ο άνθρωπος) κυρίως «γίνεται» και λιγότερο «γεννιέται», έτσι και ο γονέας κυρίως «γίνεται» και δεν «γεννιέται». Και οι δύο, γονέας και παιδί, «γίνονται» μαζί, ο γονέας διαμορφώνει το παιδί και αντιστρόφως. Και αν η Αγάπη μεταξύ των δύο πλευρών είναι δωρεά της ανθρώπινης φύσης και την απολαμβάνουν «δωρεάν», η καλλιέργεια του διαβάσματος από τους γονείς στα παιδιά οφείλει να είναι πρώτη κατάκτηση της οικογενειακής λειτουργίας, γιατί είναι η μόνη που οδηγεί στον εξανθρωπισμό του ανθρώπου, και οι δυο μαζί – Αγάπη και Γνώση – είναι ο δρόμος της ζωής, το ίδιο το νόημά της…
Το διάβασμα είναι πρώτιστη ανάγκη ψυχής, είναι συναισθήματος πηγή και έκφραση και πνεύματος ανάταση, είναι ελευθερίας κάλεσμα και απόλυτης ομορφιάς εικόνα. Ως εκ τούτου δεν έχει καμιά σχέση με οποιαδήποτε υποψία καταναγκασμού και υπονομεύεται εξ αρχής από κάθε απόπειρα πίεσης των γονέων στα παιδιά τους στην μικρή ηλικία, γιατί αποτελεί και τη βάση της αμφισβήτησής του. Έχει πολύ ορθά ειπωθεί ότι το «διάβασμα δεν έχει προστακτική», όπως και ο έρωτας. Όπως δεν μπορούμε να πούμε σε κάποιον «ερωτεύσου», έτσι δεν μπορούμε να πούμε «διάβαζε»!
Το διάβασμα καλλιεργείται στις εύφορες ηλικίες των μικρών παιδιών, όταν ρουφούν κάθε εικόνα ομορφιάς και παιχνιδιού και διαμορφώνουν τις πρώτες δικές τους παραστάσεις. Τα παιδιά (πρέπει να) νιώθουν την εικόνα του βιβλίου και του διαβάσματος ως μια εικόνα κρατούσα και ανθοφορούσα μέσα στην οικογένεια. Έχουν άλλωστε μια ενδιάθετη ορμή για τα μυστικά και για τα παιχνιδίσματα της φαντασίας τους που εμπεριέχονται μέσα στα πρώτα τους μυθοπλαστικά διαβάσματα και είναι το διάβασμα ο μεγάλος δρόμος που ανοίγεται στα μάτια του πρωτόλειου στοχασμού τους μέσα από τα παραμύθια και τις αφηγήσεις.
Το διάβασμα δεν μπορεί να συνδέεται με την υποχρεωτικότητα του σχολείου και με τις πρώτες φοβίες του παιδιού για ένα περιβάλλον που είναι έξω από τη γλυκιά θαλπωρή και από την αμέριστη αγάπη των γονέων του. Αντίθετα, το σχολείο (πρέπει να) είναι η συνέχιση και η προέκταση του σπιτικού διαβάσματος των παραμυθιών και της καθολικά επικρατούσας αυτενέργειας των παιδιών. Το παιδί πάει στο σχολείο για να συνεχίσει την ομορφιά του διαβάσματος και για να παίξει με άλλα παιδιά. Η μάθηση και η εκπαίδευση έρχονται μετά ως φυσική ανάγκη του παιδιού, που θα ικανοποιούν και θα κεντρίζουν την περιέργειά του και τη φαντασίωσή του. Η εν πολλοίς κακή σχέση των Ελλήνων με το βιβλίο οφείλεται στις λανθασμένες προσλαμβάνουσες παραστάσεις της παιδικής ηλικίας, από το έλλειμμα της μορφωτικής κουλτούρας των γονέων. Αν δε οι δάσκαλοι των πρώτων τάξεων του Δημοτικού σχολείου δεν αντιστρέψουν αυτή την αντεστραμμένη εικόνα του διαβάσματος εκ μέρους των γονέων πολύ γρήγορα και αποτελεσματικά, η στρεβλή σχέση του παιδιού με το διάβασμα θα συνεχιστεί και θα πρέπει να κάνει σοβαρή προσπάθεια κάπου προς το τέλος του λυκείου όταν εντάσσει το διάβασμα στο σχεδιασμό του για την εισαγωγή του στο πανεπιστήμιο, όταν δηλαδή καταλάβει τη χρηστική / χρησιμοθηρική πλευρά του διαβάσματος και η οποία πλευρά τελικά θα παραμείνει κατά το μάλλον ή ήττον ο μόνιμος υπονομευτής του διαβάσματος και της γοητείας του.
Το διάβασμα είναι μια μεγάλη πηγή χαράς και ομορφιάς. Αν οι γονείς – επιμένω στο σημαντικό και μάλλον καθοριστικό ρόλο τους και στην πρώτιστη ευθύνη τους – δεν συνδέσουν το διάβασμα στο φοβερά δεκτικό και παρθένο κόσμο των παιδιών με τις πιο γλυκές και πιο φωτεινές πλευρές της ζωής, δεν μπορούν να έχουν την απαίτηση από τα παιδιά τους να έχουν τη μορφωτική πορεία που τόσο πολύ ονειρεύονται γι’ αυτά. Βέβαια οι γονείς έχουν μια δικαιολογία. Λειτουργούν ως γονείς κυρίως με την εικόνα που έχουν αποκομίσει ως παιδιά από τους δικούς τους γονείς. Πρόκειται για μια φενακισμένη και κίβδηλη σύλληψη της ζωής και της πραγματικότητας. Αν κάθε γενιά είναι στείρος αναπαραγωγός της νοοτροπίας της προηγούμενης γενιάς, τότε δεν μπορεί να υπάρχει κίνηση της ιστορίας και ακυρώνεται η ίδια η εξέλιξη της κοινωνίας.
Σε κάθε περίπτωση και με δεδομένο ότι είναι απόλυτα δεδομένη η αγάπη των γονέων στα παιδιά του, η καλλιέργεια του διαβάσματος και η εισαγωγή τους στον Κόσμο των Γραμμάτων είναι η πρώτη των πρώτων ευθυνών τους. Εδώ κρίνεται κυρίως η έννοια της γονεϊκής φροντίδας. Όπως θεωρούμε ότι το παιδί (ο άνθρωπος) κυρίως «γίνεται» και λιγότερο «γεννιέται», έτσι και ο γονέας κυρίως «γίνεται» και δεν «γεννιέται». Και οι δύο, γονέας και παιδί, «γίνονται» μαζί, ο γονέας διαμορφώνει το παιδί και αντιστρόφως. Και αν η Αγάπη μεταξύ των δύο πλευρών είναι δωρεά της ανθρώπινης φύσης και την απολαμβάνουν «δωρεάν», η καλλιέργεια του διαβάσματος από τους γονείς στα παιδιά οφείλει να είναι πρώτη κατάκτηση της οικογενειακής λειτουργίας, γιατί είναι η μόνη που οδηγεί στον εξανθρωπισμό του ανθρώπου, και οι δυο μαζί – Αγάπη και Γνώση – είναι ο δρόμος της ζωής, το ίδιο το νόημά της…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου