Σελίδες

Σάββατο 16 Ιουλίου 2016

Άνθρωποι σκοτώνουν ανθρώπους, μάνα! Σκοτώνουν παιδιά.


Της Στεύης Τσούτση.
Μάνα ακούς;
Άνθρωποι σκοτώνουν ανθρώπους. Δίχως ντροπή, δίχως συναίσθηση, δίχως μεταμέλεια.
Άνθρωποι σκοτώνουν ανθρώπους, μάνα, κι εμείς απομείναμε να κοιτάμε έναν κόσμο να αλλάζει.
Να βγάζει δόντια, να ξεσκίζει σάρκες, να πνίγεται στο αίμα.
Νέοι, γέροι, παιδιά.
Και παιδιά, μάνα, ακούς;
Το χωρά το μυαλό σου; Γιατί το δικό μου το αρνείται.
Κι όμως, είναι αλήθεια.
Γίνηκε ο κόσμος ένα απέραντο νεκροταφείο. Πτώματα παντού και παγωμένα χαμόγελα.
Πυροτεχνήματα έβλεπαν χθες, μάνα. Κι απόμειναν με τις πολύχρωμες λάμψεις του ουρανού στα μάτια και τη φρίκη στα χείλη.
Τους θέρισαν.
Κάτι για θρησκείες λένε πάλι, μάνα. Βγήκαν και οι ισχυροί και κάνανε δηλώσεις.
Κατάσταση εκτάκτου ανάγκης ο κόσμος. Κι εμείς σιωπηλοί θεατές της φρίκης. Μιας φρίκης που κανείς δεν ξέρει πότε θα χτυπήσει και τη δική μας πόρτα.
Πιόνια στα παιχνίδια των ισχυρών. Παιχνίδια βίας και θανάτου. Παιχνίδια που παγώνουν παιδιά αντί να τα κάμουν να γελούν.
Φοβάμαι, μάνα.Κλείνω τα μάτια και ζω στη σειρά εικόνες. Μια τρελή διαδρομή φορτηγού. Όχι μεθυσμένη. Απόλυτα συνειδητοποιημένη. Και κορμιά να πέφτουν. Άνθρωποι να ουρλιάζουν, να κλαίνε. Και τα πυροτεχνήματα να έχουν χάσει πια το ρόλο τους.
Αυτός ο κόσμος έπαψε να έχει γιορτή, μάνα.
Κι είναι αυτή η εικόνα του παιδιού. Του ξαπλωμένου παιδιού με την κούκλα του αφημένη δίπλα. Μοιάζει να πήγε για ύπνο μαζί με το παιχνίδι του. Το έσφιξε δυνατά πάνω του για να μη φοβάται τα σκοτάδια και κοιμήθηκε.
Μόνο που αυτό το παιδί δεν κοιμάται , μάνα.
Αυτό το παιδί δεν πρόκειται να ξυπνήσει ποτέ. Και το παιχνίδι άδικα θα περιμένει το γνώριμο άγγιγμα του.
Πέθανε το παιδί, μάνα. Το κατάπιε το σκοτάδι της τρομοκρατίας.
Το σκότωσαν.
Στο όνομα ενός Θεού αλλιώτικου από το δικό του. Στο όνομα μιας δύναμης που εκείνο δε θα μπορούσε να καταλάβει ποτέ.
Στο όνομα ενός συμφέροντος που δεν έγινε ποτέ αρκετά μεγάλο για να είναι σε θέση να καταλάβει. Θα μου πεις μήπως καταλαβαίνουμε εμείς που μας επέτρεψαν να μεγαλώσουμε αρκετά;
Πόσα παγωμένα χαμόγελα αθώων θα πρέπει να δούμε οι άνθρωποι για να ξυπνήσουμε μάνα;
Πόση φρίκη, πόση αδικία, πόσο θάνατο θα αντέξουμε αμίλητοι;
Πόσο φόβο μας έχουν μεταγγίσει και πόση δειλία;
Ντρέπομαι.
Και φοβάμαι.
Κι όσο φοβάμαι ντρέπομαι και περισσότερο. Γιατί δεν είμαι μόνο εγώ έτσι. Είναι πολλοί. Κι όσο περισσότεροι γινόμαστε, άλλο τόσο θα μας πνίγει το αίμα.
Ως πότε;
Πες μου εσύ που όλα τα ξέρεις;
Πες μου γιατί με πνίγει τούτη η ταγκή μυρωδιά του αίματος.
Με πνίγει, μας πνίγει το αθώο αίμα.
Ετούτος ο κόσμος έπαψε να έχει γιορτή μάνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου