Διαβάζω στο πισώφυλλο ενός βιβλίου: είναι απίστευτο πώς περνούμε ολόκληρη τη ζωή μας με μάτια μισόκλειστα, αφτιά βουλωμένα, σκέψεις νεκρωμένες. Ίσως να 'ναι πιο καλά έτσι. Ίσως αυτό να κάνει τη ζωή τόσο ανεκτή και τόσο ευπρόσδεκτη.
Αφήνω το διήγημα στην άκρη και πιάνω την
κούπα με τον καφέ. Τα τσιγάρα επάνω στην τραπεζαρία πραγματικά με
φλερτάρουν αυτή τη στιγμή, μα δεν τα αγγίζω. Λες και η βρομιά της πίσσας
θα μου καταλαγιάσει το είναι και θα στείλει απευθείας στο στομάχι όλα
μου τα άγχη.
Η παραπάνω αυτή ρήση κάπως με εκνευρίζει. "Άλλη μια αμπελοφιλοσοφία", σκέφτομαι τώρα. Ας δοκιμάσω...
Κλείνω τα μάτια, βουλώνω τα αφτιά και
περιμένω να νεκρώσουν οι σκέψεις. Μα αυτές διόλου δεν συμφωνούν.
Σκέφτομαι εκείνο τον αδικοχαμένο άνδρα απ' το χωριό, με την βαριά
ασθένεια που ήρθε και του κατασπάραξε τα σωθικά και μήτε μια στάλα οίκτο
δεν έδειξε για κείνους που την εκλιπαρούσαν να περιμένει. Ποιος χαρίζει
νεφρά στις μέρες μας! "Έτσι φεύγουν οι φτωχοί" σκέφτομαι κάπως
επιπόλαια, "για τους πλούσιους υπάρχει πάντα γιατρειά". Ανοησίες!
Ξαναβουλώνω τα αφτιά και σιγομουρμουρίζω
ένα μελωδικό κομμάτι που πάντα χορεύει στο μυαλό μου σαν καταπιάνομαι
με δαύτο. Μα δε μου θυμίζει τώρα εκείνα τα μάτια τα πρασινωπά, όπως
ανέκαθεν συνήθιζε. Ένα άλλο ζευγάρι μάτια κουρνιάζουν μπροστά μου. Είναι
κουρασμένα και θαμπά, ξαπλώνουν σε βρόμικες κουβέρτες πλάι στα
πεζοδρόμια κι όλο κρύβουν την ανάσα τους με χέρια ζητιανιάς. Ντρέπομαι.
Αν και έχω βουλώσει τα αφτιά, η απαίσια φωνή μου, μου γρατζουνάει κάπως
τους ακουστικούς υποδοχείς. "Καλύτερα να βουλώσω το στόμα μου",
σκέφτομαι.
Μακάρι τίποτα πια να μην έβλεπα. Σκεπάζω
νευρικά τα μάτια μου. Το σύμπαν είναι άσχημο πολύ. Κι ο χώρος (=χορός)
των media δε χάνει πια λεπτό για να σου το υπενθυμίσει. Άνθρωποι
στοιβαγμένοι σαν σακιά, ψυχές που αναζητούν τη σωτήρια δήθεν γραμμή για
το πέρασμα των συνόρων, μοστράρονται ως πρώτη είδηση από τα μεγαλόψυχα
μέσα ενημέρωσης. Εικόνες ανθρώπινων πτωμάτων επιπλέουν καθημερινά στην
οθόνη. Τα κορμιά αυτά έρχονται σε απόλυτη συγκατάθεση με το μαύρο φόντο
που σκεπάζει τα καλυμμένα μου μάτια. Σε αρκετές χιλιάδες ανέρχονται πια
οι νεκροί. Όσοι βρέθηκαν. Οι υπόλοιποι πλατσουρίζουν στον Άδη. Η
τελευταία εικόνα σπρώχνει τα βλέφαρα μου να πεταρίσουν. Δεν αντέχουν το
όνειδος.
Τα μάτια μου τρεμοπαίζουν όλο ανησυχία,
τα αφτιά μου δεν ακούν τίποτα πια. Μόνο μια παιδική φωνή ηχεί τώρα κάπου
στο βάθος. Σκέφτομαι εκείνον τον πιτσιρικά που συναντώ καθημερινά, όσο
ξεφυσώ, διαβαίνοντας την ανηφόρα της γειτονιάς μου. Λέει πως μένει πίσω
από το φανταχτερό σπίτι, δε φαίνεται τάχα το δικό του από το δρόμο.
Εκείνη την ημέρα τον συνάντησα καθήμενο στο ξεχαρβαλωμένο περβάζι κι η
όψη του έμοιαζε να κουβαλά μιας ζωής βάσανα. Καθώς τον πλησίαζα μου
ψιθύρισε μουτρωμένος σαν να τον δίκαζα: "Διαμάντια βρήκα! Αλλά δεν είμαι
χαρούμενος, να ξέρεις. Δεν έχω μέρος να τα κρύψω και οι μεγάλοι ό,τι
βρουν αμέσως μου το παίρνουν. Τίποτα δε μου αφήνουν, γι' αυτό άλλο
σχολείο δεν πηγαίνω πια." Του χαμογέλασα συμπονετικά και συνέχισα τον
ανήφορο βιαστικά σαν τα λόγια του να 'θελα να σβήσω με το επόμενο βήμα.
Μένω να κοιτώ ψηλά. Τα πάνω ράφια της
βιβλιοθήκης θέλουν ένα καλό ξεσκόνισμα. Θα το κάνω. Μετά θα βγω για έναν
καφέ. Ίσως και για φαγητό. Χρειάζομαι ηρεμία αυτές τις μέρες.
Ίσως πάω και για ψώνια. Θα γυρίσω από τη δουλειά, θα πάω το σκύλο μου βόλτα. Έπειτα ίσως μια ώρα γυμναστήριο.
Μετά, θα ανοίξω πάλι την τηλεόραση, το
ίντερνετ, το ραδιόφωνο και θα σώσω πάλι αδέσποτα ζώα, αδικοχαμένους
ανθρώπους, εκφοβισμένα παιδιά, βιασμένες γυναίκες, πνιγμένα κορμιά...
Έπειτα θα φύγω μακριά, θα τους ξεχάσω
ξανά, θα πάρω έναν υπνάκο και θα ΄ναι σαν τα βάσανά τους να μην υπάρχουν
πια. Συνήθισα βλέπεις, να αδιαφορώ.
Περνούμε η ζωή μας με μάτια μισόκλειστα,
αφτιά βουλωμένα, σκέψεις νεκρωμένες. Ναι, είναι πιο καλά έτσι. Κάνουμε
τη ζωή ανεκτή και ευπρόσδεκτη. Ναι, είναι πιο καλά έτσι.
Ανοίγω τα μάτια, ξεβουλώνω τα αφτιά.
Νεκρωμένες σκέψεις με παίρνουν αγκαλιά και πλάθουν το τέρας που έγινα,
το τέρας που είμαι, το τέρας που θα συνεχίσω να γίνομαι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου