Published Οκτωβρίου 6, 2015 by sofiaathanasiadou
Δε μου αρέσει όταν με χαστουκίζει η
μητέρα μου… Τι αισθάνεσαι όταν σε χτυπά η μητέρα σου; Πονάω, κοκκινίζει
το μάγουλό μου και θυμώνω… Και τι σκέφτεσαι; Σκέφτομαι ότι δε με αγαπά
και πολύ.
Η μητέρα του Συλβέν, οκτώ ετών, τον έφερε σε ‘μένα διότι «δεν είναι φρόνιμος»! Δεν την ακούει, κάνει βλακείες.
– Ξέρεις γιατί σε χτυπάει η μαμά;
– Επειδή έχω κάνει κάποια βλακεία.
– Και αυτό σε κάνει να μη θέλεις να κάνεις βλακείες πια;
– Δεν κάνω βλακείες επίτηδες.
– Τι μπορείς να κάνεις για να μη σε χτυπάει;
– Πρέπει να σταματήσω να κάνω βλακείες, να προσέχω περισσότερο.
– Μπορείς να το κάνεις αυτό;
– Μα όχι, αφού δεν το κάνω επίτηδες.
Είναι σαφές! Τα χαστούκια δεν έχουν την
ικανότητα να βοηθήσουν τον Συλβέν να αλλάξει τη συμπεριφορά του. Όμως,
έχουν τη δύναμη να τον κάνουν να αισθάνεται στερημένος κι ένοχος.
Όσο τα χτυπήματα δεν είναι πραγματικά
βίαια- και αλίμονο, συχνά ακόμη κι όταν είναι- τα παιδιά δικαιολογούν
τους γονείς τους. Βρίσκουν φυσικό να τα χτυπούν και το δικαιολογούν:
εκείνα έκαναν κάτι κακό, ήταν ανυπάκουα, έκαναν κάποια ανοησία. Αυτό
είναι που τα δηλητηριάζει, περισσότερο από το σωματικό πόνο, και που
κάνει βλαβερό ακόμη και το παραμικρό χτύπημα, το παιδί αισθάνεται «κακό»
και πιστεύει ότι ο γονέας έχει το δικαίωμα να βλάπτει το σώμα του.
Η Μονίκ Ταζρού το εκφράζει πολύ σωστά με
την εξής φράση: «Το σώμα δεν αποτελεί πλέον απλώς το αντικείμενο που
δέχεται τα χτυπήματα, μετατρέπεται κυρίως στο εκμαγείο των χτυπημάτων
που δέχτηκε το παιδί και είναι το ίδιο το παιδί που υποφέρει μέσα του».
Το εκμαγείο των χτυπημάτων που δέχτηκε το παιδί, αυτό ακριβώς.
Παρ’ όλο που τα χτυπήματα μπορεί να
οδηγήσουν σε αλλαγή της συμπεριφοράς βραχυπρόθεσμα, συνήθως είναι
άχρηστα. Όλοι οι γονείς το έχουν βιώσει αυτό, γεγονός που δεν τους
εμποδίζει να συνεχίσουν να χτυπούν. Αυτό αποδεικνύει ότι το πραγματικό
κίνητρο είναι ασυνείδητο. Ορισμένοι γονείς το αναγνωρίζουν, άλλοι όχι.
(…)
«Θα λέγαμε ότι πηγαίνει γυρεύοντας για
ξύλο». ΌΧΙ, τα φαινόμενα είναι σίγουρα εναντίον του, αλλά ας το
αναλύσουμε. Όταν σας χτυπά κάποιος που πρέπει να σας προστατεύει,
δημιουργείται μια γνωστική ασυμφωνία. «Η μαμά είναι η προστάτης μου»/ «Η
μαμά μου κάνει κακό»: πρόκειται για δύο ασύμβατες φράσεις. Το παιδί
πρέπει είτε να αμφισβητήσει την πρώτη, είτε τη δεύτερη. Όμως, είναι
ευκολότερο να πιστέψει ότι «δεν πονάω και τόσο πολύ» παρά ότι «η μαμά δε
με προστατεύει πια». Εξάλλου η μαμά έχει την τάση να επιβεβαιώνει αυτή
την εκδοχή: «Σε δέρνω για το καλό σου, οπότε δεν πονάς». Όλα αυτά είναι
ακατανόητα. Έτσι, για να μπορέσει το παιδί να δώσει σε όλα αυτά κάποιο
νόημα, επαναλαμβάνει τη συμπεριφορά που οδήγησε σε ξύλο. Για να μειώσει
τη γνωστική ασυμφωνία αναισθητοποιείται, έτσι ώστε να μην πονάει. Γι’
αυτό το ξύλο οδηγεί στο ξύλο.
Ένας γονιός χτυπά το παιδί του σπάνια,
όποτε κάνει κάποια ανοησία. Χτυπά αντανακλαστικά, από συνήθεια, από
άγνοια, αλλά κυρίως επειδή είναι κουρασμένος, πνιγμένος από την αίσθηση
της ανικανότητάς του. Δεν ξέρει πια τι να κάνει, δεν καταφέρνει να
χειριστεί τις προδιαθέσεις του, οπότε δέρνει για να αποκτήσει και πάλι
εξουσία, αυτήν την εξουσία επάνω στον άλλον που προσφέρει η δυνατότητα
να τον πληγώσεις και που δίνει την εντύπωση της αξίας. Το να κάνουμε
κακό αποτελεί μια προσπάθεια αποκατάστασης ότι έχουμε σημασία.
Μπορώ να κάνω κακό… έχω εξουσία… είμαι ικανός!
«Με ελευθερώνει, μετά αισθάνομαι
καλύτερα!» μου επιβεβαίωσε μια μητέρα. Τη στιγμή που χτυπάμε είμαστε
πλημμυρισμένοι από μία παρόρμηση καταστροφής, ανάληψης της εξουσίας,
υποδούλωσης του άλλου. Αυτό ίσως, να μας ελευθερώνει, αλλά στην
πραγματικότητα το ξύλο μας βοηθά να κρύβουμε τα πραγματικά μας
συναισθήματα.
Οι πιο ευερέθιστοι, πτοημένοι,κουρασμένοι
και αγχωμένοι γονείς είναι αυτοί που χρησιμοποιούν συχνότερα τις
σωματικές τιμωρίες: το παιδί, άρα, τιμωρείται βάσει αυτού που υποφέρουν
οι γονείς του και όχι ανάλογα με τα όσα κάνει ή δεν κάνει. Όλοι οι
γονείς, ή σχεδόν όλοι, σήκωσαν κάποια στιγμή το χέρι τους στο παιδί
τους. Όμως, πρέπει να πάψουμε να εθελοτυφλούμε, το ξύλο δεν αποτελεί
εκπαιδευτική μέθοδο. Πρόκειται για μία βίαιη παρόρμηση που μπορούμε να
μάθουμε να την ελέγχουμε.
Πώς γίνεται να είμαστε ικανοί να
προσβάλλουμε, να ενοχοποιούμε, να απαξιώνουμε αυτούς που αγαπούμε
περισσότερο; Ποτέ δε θα τολμούσαμε να συμπεριφερθούμε έτσι σε κάποιο
συνάδελφο ή φίλο. Πώς γίνεται να είμαστε ικανοί να κάνουμε τόσο κακό
στις κόρες των ματιών μας;
Ιζαμπέλ Φιλιοζά, -Δεν υπάρχουν τέλειοι γονείς-, psychotherapyjourney.wordpress.com
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου