Είναι παραμονή Χριστουγέννων και το χιόνι πέφτει πυκνό. Κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρό μου. Είναι τόσο όμορφο το κάτασπρο τοπίο. Μέσα κάνει ζέστη κι εγώ σκέφτομαι ότι έξω κάνει πολύ κρύο. Τι να κάνουν οι φτωχές οικογένειες άραγε;
Μετά από λίγο ντύθηκα ζεστά και βγήκα να κάνω μια βόλτα. Χωρίς να το καταλάβω, πήρα το δρόμο για τη φτωχογειτονιά της πόλης μας. Σκεφτόμουν πόσο δυστυχισμένοι και λυπημένοι θα είναι οι κάτοικοί της τώρα. Άρχισα να παρακαλάω τον Χριστό: «Αυτές τις γιορτινές ημέρες να περάσουν όλοι καλά».
Όταν κόντεψα στα στενά δρομάκια της φτωχογειτονιάς, τα οποία ήτανε όλο λακκούβες γεμάτες νερό, τα μάτια μου έπεσαν σε ένα μικρό κοριτσάκι που έκλεγε. Η μητέρα του προσπαθούσε να το κάνει να σταματήσει λέγοντάς του κάτι. Τα μάτια του, όμως, συνέχιζαν να δακρύζουν. Τότε το άκουσα να ψιθυρίζει: «Μαμά κρυώνω και πεινάω».
Εγώ
δεν άντεξα κι έφυγα τρέχοντας. Μπήκα στο σπίτι με βαριά καρδιά. Ο
πατέρας μου με κοίταξε και κατάλαβε ότι κάτι με στενοχώρησε. Τότε άρπαξα
την ευκαιρία και του είπα ό,τι είχα ακούσει στη φτωχογειτονιά. Ο
πατέρας μου κατάλαβε τι ζητούσα σιωπηλά. «Πάμε στα μαγαζιά;» με ρώτησε. Η
χαρά μου ήταν τόσο μεγάλη που θα δίναμε λίγη ευτυχία στη μικρούλα.
Μετά
από λίγες ώρες πήγαμε στη φτωχογειτονιά. Θυμόμουν το σπιτάκι τους,
γιατί ήταν το πιο μικρό. Χτυπήσαμε την πόρτα και περιμέναμε με αγωνία.
Όταν άνοιξε, στην πόρτα ήταν η μικρούλα. Μας κοίταξε με απορία και
φώναξε τη μητέρα της. Εγώ τότε έσκυψα και της έδωσα αυτό που κρατούσα.
Την πιο όμορφη κούκλα που είδα ποτέ μου!
Τα μάτια και το προσωπάκι της έλαμψαν από ευτυχία. Η μητέρα της κοίταζε κι αυτή όλο απορία. Ο πατέρας μου της εξήγησε και της ζήτησε να δεχτεί τα ψώνια που κάναμε. Η μητέρα του κοριτσιού μας ζήτησε να περάσουμε μέσα. Έκανε τόσο κρύο.
Τα μάτια και το προσωπάκι της έλαμψαν από ευτυχία. Η μητέρα της κοίταζε κι αυτή όλο απορία. Ο πατέρας μου της εξήγησε και της ζήτησε να δεχτεί τα ψώνια που κάναμε. Η μητέρα του κοριτσιού μας ζήτησε να περάσουμε μέσα. Έκανε τόσο κρύο.
Μέσα
σε λίγη ώρα μάθαμε πως το κοριτσάκι ήταν ορφανό από πατέρα και πως οι
δυο τους ήταν μόνες στον κόσμο. Η μητέρα της έψαχνε δουλειά, αλλά ήταν
πολύ δύσκολο να βρει. Ο πατέρας μου τότε έγραψε τη διεύθυνσή μας σ’ ένα
χαρτάκι και της την έδωσε, για να ‘ρθουν να περάσουν μαζί μας τα
Χριστούγεννα. Ευτυχώς δέχτηκαν.
Τις επόμενες μέρες ο πατέρας μου της είχε βρει ήδη μια δουλειά, για να μπορούν κι αυτοί να ζουν καλύτερα!
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΝΑΟΥΣΗ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΝΑΟΥΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου