Της Βασιλικής Λυμπεροπούλου
«Δεν σταματάμε να παίζουμε επειδή γερνάμε, γερνάμε γιατί σταματάμε να παίζουμε». Η φράση αυτή αποτυπώνει καθαρά την πραγματικότητα ως προς την ψυχολογία των ‘μεγάλων και σοβαρών ανθρώπων’. Με το παιδικό παιχνίδι σταματάει ο χρόνος των ώριμων και των σοβαρών. Ακόμα και οι ‘μεγάλοι’ μπορούν να δραπετεύσουν για λίγο από τον ρεαλισμό της ωριμότητας και να εισέλθουν στη μαγεία του παιδικού κόσμου. Η παιδικότητα δε λείπει ούτε κι από τον ηλικιωμένο άνθρωπο. Είναι ένας πολύτιμος θησαυρός, είναι απαραίτητη για τη ζωή, είναι το στοιχείο που μας καθιστά πραγματικά ανθρώπους.
Αν το παιχνίδι μπορεί να γοητεύσει και να συνεπάρει τους ‘μεγάλους’, τι σημασία μπορεί να έχει για τα παιδιά;
Το παιχνίδι δεν αποτελεί απλώς μια δραστηριότητα που απομακρύνει τον άνθρωπο από την καθημερινότητα και τον διασκεδάζει. Είναι πολύ περισσότερο μέρος της ουσίας της ζωής, οι προεκτάσεις του οποίου επιδρούν σε όλους τους τομείς της εξέλιξής του (κοινωνικούς, ψυχολογικούς, ηθικούς). Για το παιδί μάλιστα, δεν φαίνεται μόνο ως διέξοδος της ενεργητικότητας του, αλλά ταυτίζει την φαντασία, την ‘παιγνική πραγματικότητα’ με την πραγματικότητα.
Σε μια κοινωνία, όπως η ελληνική, για την οποία ο Πλάτωνας έχει επισημάνει ότι «οι Έλληνες παραμένουν παιδιά», ρόλος του παιχνιδιού καθίσταται ακόμα πιο σημαντικός, καθώς εκφράζει τον ελληνικό τρόπο ζωής.
Η προσφορά του παιχνιδιού
Το παιχνίδι διαθέτει μεγάλη παιδαγωγική αξία. Η επίδραση του στην ανάπτυξη της προσωπικότητας είναι απαραίτητη, καθώς:
ü Προετοιμάζει το παιδί για την πραγματική ζωή. Μέσα από τους κανόνες που θέτονται, γνωρίζει τα όρια και τον τρόπο που πρέπει να συμπεριφέρεται στην μετέπειτα ζωή του. Ακολουθώντας τους κανόνες λαμβάνει την ασχολία του σοβαρά μεν, ξέγνοιαστα δε.
ü Ανιχνεύει και εκδηλώνει τα ενδιαφέροντα του, δείχνει τις προτιμήσεις του και ανακαλύπτει τις κλίσεις και τα χαρίσματά του.
ü Καλλιεργείται η δημιουργικότητα και η φαντασία, δύο ικανότητες που θα του φανούν τόσο χρήσιμες στην τυποποιημένη κοινωνία που μεγαλώνει.
ü Αναπτύσσεται η κρίση, η επινοητικότητα και η ικανότητα να εκφράζει τη γνώμη του. Παίρνει πρωτοβουλίες και γίνεται οργανωτικό μέσα από έναν ανέμελο τρόπο.
ü Προετοιμάζεται το μέλλον και ο χαρακτήρας που θα αναπτύξει. Για παράδειγμα, τα κορίτσια παίζοντας με τις κούκλες προετοιμάζονται για το μελλοντικό τους ρόλο ως μητέρες.
ü Το ομαδικό παιχνίδι είναι ο κύριος τρόπος κοινωνικοποίησης του παιδιού. μαθαίνει να συνεργάζεται, να σέβεται τους κανόνες, έρχεται σε επαφή με τη διαφορετικότητα των άλλων παιδιών. Ακόμα, ερχόμενο σε επαφή με άλλα παιδιά μπορεί να μιμείται, να ταυτίζεται αλλά και να αντιτίθεται.
Η προετοιμασία για το μέλλον, το κοινωνικό συναίσθημα και η δίψα για κυριαρχία αποτελούν τα στοιχεία που διέπουν κάθε παιχνίδι.
Η εξέλιξη του παιχνιδιού σε σχέση με την εξέλιξη του παιδιού
Το παιχνίδι εξελίσσεται σύμφωνα με την ηλικία του παιδιού. Σύμφωνα με έρευνες μπορούμε να διακρίνουμε το παιχνίδι σε κατηγορίες:
· Το παιδί μένει αμέτοχο
· Το μοναχικό παιχνίδι (παίζει μόνο του)
· Το παιδί μένει θεατής (παρατηρεί τα άλλα παιδιά αλλά δε συμμετέχει)
· Τα παράλληλο παιχνίδι (παίζει δίπλα στα άλλα παιδιά, αλλά όχι μαζί)
· Το συντροφικό παιχνίδι (παίζει μαζί με άλλα παιδιά)
· Το συνεργατικό παιχνίδι (συμμετέχει ενεργητικά στο παιχνίδι με άλλα παιδιά, έχει ρόλο, έχει στόχο)
Μετά τα 5 χρόνια του παιδιού, το παιχνίδι γνωρίζει τη μεγαλύτερη ανάπτυξή του. Λαμβάνει σοβαρά το ρόλο του και δίνει έμφαση σε κάθε «εργασία»/ παιχνίδι που καλείται να φέρει σε πέρας.
Αξιοποίηση του παιχνιδιού στην εκπαίδευση
Το λάθος της σημερινής εκπαίδευσης είναι ότι διαχωρίζει τη χαρά και τη ξεγνοιασιά από τη δυσαρέσκεια και την εργασία. Πιο συγκεκριμένα, διαχωρίζει το ευχάριστο παιχνίδι από την αναγκαστική και κουραστική μελέτη. Είναι προφανές ότι κάθε παιδί (αλλά και κάθε ‘μεγάλος’) δεν θα προτιμούσε ποτέ το διάβασμα από το παιχνίδι!
Φυσικά, δεν υποστηρίζεται ότι πρέπει να αντικατασταθεί η μελέτη από το παιχνίδι. Αντίθετα, ένας συνδυασμός αυτών των δύο θα παρουσίαζε μεγάλο ενδιαφέρον. Προτείνεται ένα ευχάριστο περιβάλλον την ώρα του μαθήματος ή την ώρα της μελέτης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα υπάρξουν κανόνες ή ότι δεν θα γίνει το μάθημα όπως πρέπει.
Πολλοί, ειδικά παλαιότερα, υποτιμούσαν την αξία του παιχνιδιού. Κι όμως μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε, ή καλύτερα να το αξιοποιήσουμε και ως γονείς και ως εκπαιδευτικοί για να επιτύχουμε οποιονδήποτε στόχο, όσον αφορά την εξέλιξη της προσωπικότητας και την εκπαίδευση του παιδιού.
Υπάρχει σωρεία παραδειγμάτων που επιβεβαιώνουν την παραπάνω θέση. Είδαμε σε προηγούμενα άρθρα διάφορα ‘κολπάκια’ που με παιγνιώδη τρόπο βοηθούν τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες (ποιηματάκια με τους κανόνες γραμματικής, κρεμάλα για την ορθογραφία κλπ). Είδαμε, ακόμη, δραστηριότητες/ παιχνίδια που δρουν ως ‘θεραπεία’ σε διάφορες δυσκολίες (επιθετικότητα, σχολική δειλία κλπ).
Το παιχνίδι ως διαγνωστικό, αλλά και θεραπευτικό μέσο
Ο τρόπος με τον οποίο παίζει ή χρησιμοποιεί τα παιχνίδια ένα παιδί μπορεί να μας δείξει πολλά. Προβάλλει κατ’ αρχήν τη στάση του απέναντι στη ζωή και το περιβάλλον. Αποκαλύπτει ακόμα τις διαφορές των φύλων. Τα κορίτσια προτιμούν παιχνίδια που σχετίζονται με λέξεις, με το ντύσιμο, είναι πιο πειθαρχημένα και λιγότερο επιθετικά. Στον αντίποδα, τα αγόρια ασχολούνται με σωματικές δραστηριότητες, το παιχνίδι του είναι πιο ζωηρό.
Πέρα από τις διαφορές αυτές, μέσα από το παιχνίδι παρατηρούμε τα συναισθήματα που εξωτερικεύονται. Ένα έντονα αγχωτικό παιδί δυσκολεύεται ή δεν μπορεί να παίξει. Ένα νευρωτικό παιδί ξεχωρίζει από τα άλλα στο παιχνίδι, έχοντας έντονα την τάση της καταστροφής. Η στοργή και η αγάπη που λαμβάνει από τους γονείς μεταφέρονται π.χ. στην κούκλα. Οι ψυχοθεραπευτές μάλιστα χρησιμοποιούν ως μέσο διάγνωσης τις κούκλες, παρατηρώντας τον τρόπο που τους συμπεριφέρεται το παιδί. Ένα παιδί που κακοποιείται προβάλλει στην κούκλα τα αρνητικά συναισθήματά του, μπορεί ακόμα να φέρεται με βίαιο τρόπο, να τη μαλώνει κλπ. Η παιγνιοθεραπεία είναι ένα συχνό μέσο θεραπείας για παιδιά, καθώς φαίνονται πιο έντονα οι εσωτερικές συγκρούσεις.
Στην ψυχαναλυτική θεωρία το παιχνίδι χρησιμοποιείται όπως και το όνειρο. Γίνεται δηλαδή μέσο έκφρασης των ενδότερων σκέψεων, φόβων και πόθων. Έχει λεχθεί ότι το παιχνίδι αποτελεί τη γέφυρα ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο.
Οι ψυχολόγοι επιμένουν ότι η παιδική ηλικία είναι αναγκαία επειδή… παίζει! Το παιχνίδι, συνεπώς, είναι αναγκαίο αλλά και αναντικατάστατο, όχι μόνο ως παιδαγωγικό μέσο αλλά ως θεραπευτικό. Επηρεάζει την εξελικτική πορεία των παιδιών, ώστε μεγαλώνοντας να αναπτύξουν συναισθηματική σταθερότητα. Στο παιχνίδι είναι απαραίτητη και η συμμετοχή των ‘μεγάλων’, των γονιών ή του δασκάλου, προκειμένου να εισέλθουν στον κόσμο της φαντασίας των παιδιών!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κοσμόπουλος, Α. (2007). Ψυχολογία και Οδηγητική της Παιδικής και Νεανικής Ηλικίας,ΑΘΗΝΑ: Γρηγόρης
Debesse, M. Ψυχολογία του Παιδιού. Κένταυρο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου