Γράφει η Michelle Rose
Gilman για τη HuffPost
Τους τέσσερις μήνες προτού ο γιος μου
κλείσει τα 18, πιστεύω πως τον είδα γύρω στις 12 φορές. Έφευγε νωρίς το πρωί
και επέστρεφε αργά το βράδυ. Όταν τύχαινε να συναντηθούμε, τα μάτια του ήταν
υγρά, η γλώσσα του σώματός του φώναζε «άντε γ..μήσου» και αυτός θα γλιστρούσε
στο δωμάτιό του, θα κοπανούσε την πόρτα και θα άνοιγε τη μουσική στη διαπασών.
Ήξερα ότι τα ναρκωτικά κυλούσαν στο σώμα του και ένιωθα αδύναμη, αβοήθητη και
μπερδεμένη. Περισσότερο απ’ όλα φοβόμουν να τον αντιμετωπίσω. Ερχόμουν
αντιμέτωπη με ψέματα, καβγάδες, φωνές, περισσότερα ψέματα, δικαιολογίες και
κατηγορίες. Οι ναρκομανείς είναι οι καλύτεροι ψεύτες στον κόσμο. Πού βρισκόταν
ο γιος μου; Πώς συνέβη αυτό το πράγμα; Είχα βοηθήσει χιλιάδες παιδιά να φέρουν
τη ζωή τους και πάλι στον ίσιο δρόμο εκπαιδεύοντας και καθοδηγώντας τα – Γιατί
δεν μπορούσα να βοηθήσω τον γιο μου;
Ζούσα με το φόβο πως θα δεχόμουν εκείνο
το τηλεφώνημα. Το τηλεφώνημα που όλοι οι γονείς ναρκομανών παιδιών τρέμουν –
πως ήταν νεκρός ή στη φυλακή. Εκείνο το τηλεφώνημα ήρθε. Τον είχαν συλλάβει. Οι
αστυνομικοί τον βρήκαν λιπόθυμο στο αμάξι του, σε ένα φανάρι και δεν μπορούσαν
να τον ξυπνήσουν. Χρειάστηκε να σπάσουν το παράθυρο του αυτοκινήτου για να τον
ξυπνήσουν και να τον βγάλουν έξω από το όχημα. Η αγωνία και ο τρόμος σιγά σιγά
τύλιγαν το κορμί μου. Δεν είχε πάθει κάτι, δόξα τω Θεώ, αλλά ήταν πιο μαστουρωμένος
από ποτέ! Τον συνέλαβαν επ’ αυτοφώρω και τον πήγαν στη φυλακή. Το μόνο που
μπορούσα να σκεφτώ μετά από εκείνο το τηλεφώνημα ήταν «Ευτυχώς Θεέ μου
που δεν σκότωσε κάποιον».
Δεν ήταν όμως αυτή η πιο βασανιστική
νύχτα.
Αφότου βγήκε από τη φυλακή με εγγύηση, η
συμπεριφορά του και οι καταχρήσεις του χειροτέρεψαν. Μια νύχτα μπήκα στο
δωμάτιό του. Βρισκόταν εκεί, λιπόθυμος, με τα φώτα ανοιχτά και τη μουσική στη
διαπασών. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά, η αναπνοή μου έγινε πιο έντονη,
κι εγώ έτρεξα στο κρεβάτι του. Δεν μπορούσα να τον ξυπνήσω. Του φώναξα, τον
έσπρωξα και του κούνησα το κεφάλι ουρλιάζοντας το όνομά του ξανά και ξανά.
Ανέπνεε, αλλά μετά βίας. Καθώς ήμουν έτοιμη να τρέξω έξω να αρπάξω το τηλέφωνο
και να καλέσω ασθενοφόρο, κουνήθηκε και τα μάτια του έγειραν προς το μέρος μου.
«Τι πήρες; Πες μου τι παίρνεις!», του φώναξα. Και μου είπε.
Δεν ήταν όμως αυτή η πιο βασανιστική
νύχτα.
Μερικές μέρες μετά από εκείνη τη νύχτα,
έκλεισε τα 18. Τους τελευταίους τέσσερις μήνες ήμουν σε επικοινωνία με ειδικούς
σε θέματα εξαρτήσεων, με φίλους που είχαν αντιμετωπίσει αυτό το χάος, με κέντρα
αποτοξίνωσης, με συμβούλους και με κάθε άλλο που ήθελε να ακούσει την ιστορία
μου. Οι περισσότεροι μου έλεγαν «πρέπει να φτάσει στον πάτο πρώτα». Ήμουν
εξαιρετικά ευγνώμων για τις συμβουλές και τη στήριξη που έλαβα, αλλά ήμουν
ακόμη ένα ράκος ψυχολογικά, ένιωθα διαρκώς μια αηδία στο στομάχι μου, με
κατέβαλε το άγχος, δεν κοιμόμουν, ήμουν στα χαμένα.
Και τότε κάτι με κατέλαβε που μπορώ
μονάχα να το παρομοιάσω μια επιφοίτηση σοκ και δέους. ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΖΩ ΑΛΛΟ
ΕΤΣΙ. Εκείνη τη στιγμή όλα τα ψυχολογικά βάρη που κρατούσα μέσα μου
μετατράπηκαν σε μία τρομερή έκρηξη θυμού με αποδέκτη το γιο μου. ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ
Ο,ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ ΑΥΤΟ ΣΕ ΜΕΝΑ!
Αναζήτησε θεραπεία αλλιώς φύγε από το σπίτι μου! Δεν υπήρχαν άλλες
διαπραγματεύσεις, άλλα ψέματα, άλλες κενές απειλές, άλλα συμβόλαια, δεν θα
περίμενα άλλο για να τον βρω νεκρό στο σπίτι μου! Έτσι του έδωσα ένα
τελεσίγραφο – αποτοξίνωση ή τα μαζεύει και φεύγει από αυτό το σπίτι! Αμέσως
κατάλαβε πως μιλούσα σοβαρά. Δεν ήταν μόνο οι φωνές μου, ήμουν πεπεισμένη πως
θα το έκανα με κάθε κύτταρο του κορμιού μου. Τα μάτια μου εκτόξευαν βέλη στην
καρδιά του. Ήταν το λιγότερο σοκαρισμένος. Μπορούσα να δω πως είχε
κατατρομάξει. Αλλά ήταν εθισμένος και οι εξαρτημένοι άνθρωποι μετατρέπουν τον
φόβο τους σε θυμό, έτσι άρπαξε ένα σακίδιο, χωρίς λεφτά στο όνομά του και έφυγε
από το σπίτι ουρλιάζοντας: «Πάντα προσπαθείς να μου γαμήσεις το μυαλό!»
– «Σε παρακαλώ μην πάρεις αυτή την απόφαση», τον παρακάλεσα. Κι εκείνος
συνέχισε να απομακρύνεται.
Δεν ήταν όμως αυτή η πιο βασανιστική
νύχτα.
Έφυγε. Η μία μέρα έγινε τέσσερις και
αυτές έγιναν περισσότερες. Δεν είχα ιδέα πού βρισκόταν. Δεν γνώριζα αν θα
επέστρεφε ποτέ σπίτι και αν θα ζητούσε βοήθεια. Δεν γνώριζαν αν ήταν ζωντανός.
Δεν μπορούσα να φάω, να κοιμηθώ, να επικοινωνήσω. Προσπάθησα να τον αναζητήσω
αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η εμπειρία αυτή με είχε καταβάλει και όσο περισσότερο
συνεχιζόταν όλο αυτό, τόσο περισσότερο αρρώσταινα. Τη δέκατη νύχτα, κάπου στα
μεσάνυχτα, άκουσα ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα.
Αυτή θα ήταν η πιο βασανιστική νύχτα.
«Μαμά, άσε με να μπω. Μαμά, άνοιξε την
πόρτα». Φοβόμουν τρομερά, η καρδιά μου χτυπούσε τόσο
δυνατά που φάνταζε σαν σεισμός μέσα στο στήθος μου. Άνοιξα λιγάκι την πόρτα.
Μπροστά μου στεκόταν ο γιος μου, βρώμικος, λεπτός σα σκιάχτρο, χλωμός, με τα
μάτια του βυθισμένα.«Μαμά, χρειάζομαι ένα μέρος για να κοιμηθώ. Κρυώνω και πεινάω,
σε παρακαλώ». Καθώς η καρδιά μου άνοιγε στα δύο, τον κοίταξα και του
είπα «Δεν μένεις πια εδώ. Πήρες την απόφασή σου πριν από 10 μέρες.
Πρέπει να φύγεις». Γυρνούσα την πλάτη μου στον ίδιο μου το γιο στην
είσοδο του σπιτιού μας! Τι άρρωστη μάνα θα το έκανε αυτό; Ποια μάνα θα μπορούσε
να κοιτάξει στο πρόσωπο τον ταλαιπωρημένο, βρώμικο, φοβισμένο γιο της και να
τον διώξει;
ΑΥΤΗ η μάνα! Ήξερα πως έπρεπε να κάνω το
πιο βασανιστικό πράγμα για να σώσω το παιδί μου. Πήγαινε κόντρα σε κάθε
ένστικτο και κάθε τι που με χαρακτήριζε μάνα. Θα έφευγε και πάλι; Ήταν ένα
ρίσκο ανυπόφορο. Όσο περισσότερο στεκόταν εκεί μέσα στην αρρωστημένη σιωπή,
τόσο περισσότερο τρόμαζα. «Θα ζητήσω βοήθεια» ψέλλισε τελικά
προτού εγώ βυθιστώ στο πάτωμα, ανοίξω την πόρτα και τον υποδεχτώ στο υπόλοιπο
της όμορφης ζωής του.
Ένας σοφός άνθρωπος μου είπε κάποτε πως
τα παιδιά μας αγαπούν τη γειτονιά τους. Θα επιστρέψουν στο σπίτι, αλλά ίσως
πρώτα χρειαστεί να βιώσεις την πιο βασανιστική νύχτα της ζωής σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου