12 Σεπτεμβρίου, 2013
«Ο καλύτερος μου φίλος που συναντώ, όταν μπαίνω στο σπίτι μετά το σχολείο είναι ο φούρνος μικροκυμάτων». «Τους γονείς μου τους αισθάνομαι να με παρακολουθούν, όπως οι κάμερες του fame story». «Νιώθω ένα συνεχή θυμό μέσα μου, γιατί όταν πηγαίνω στο δωμάτιο που βλέπει ο μπαμπάς τηλεόραση με διώχνει, επειδή τον ενοχλώ, γιατί όταν πηγαίνω στην κουζίνα η μαμά με διώχνει ως ανεπιθύμητο, η γιαγιά με διώχνει κι αυτή, γιατί της προκαλώ πονοκέφαλο και εγώ είμαι μόνος μέσα σε τόσους ανθρώπους». «Όταν μάλωσαν οι γονείς για ακόμη μια φορά, ένιωσα ότι αιτία ήμουν εγώ για τον καυγά τους. Όταν χώρισαν και για πολλά χρόνια μετά, πίστευα ότι η αιτία ήμουν εγώ». Μερικές κουβέντες από παιδιά μόλις 11 χρονών. Των παιδιών της τάξης μου. Παιδιά που, παρά την επάρκεια αγαθών, παρουσιάζουν σαφή σημεία ανασφάλειας, φόβου, απογοήτευσης, θυμού. Παιδιά της σύγχρονης οικογένειας. Τα δικά μας παιδιά…
Αναρωτήθηκα, όχι τι κόσμο θα αφήσουμε στα παιδιά μας, αλλά σε τι είδους παιδιά θα αφήσουμε αυτόν τον κόσμο. Και αυτό γιατί τα παιδιά μας, η νέα γενιά αυτού του τόπου, ζώντας σ’ ένα κόσμο χωρίς ψυχή, αισθάνονται παγιδευμένα σε «γραμμές», σε «κουτάκια». Οι νέοι μας σήμερα φαίνονται αγχωμένοι, κουρασμένοι, πρόωρα γερασμένοι.
Η συμβολική σύγκρουση με την κοινωνία των μεγάλων, η ανάγκη ένταξης σε «ομάδα», η οποία τα αποδέχεται όπως είναι αυτά και όχι όπως θα’ θελε αυτή να είναι, η υιοθέτηση της βίας ως παιχνιδιού αντρικού ή ως εκδήλωση εξουσίας, η φυγή και ο κίνδυνος, το παράξενο ντύσιμο, η ιδιόρρυθμη διάλεκτος, η πρόκληση ή καταστροφή των συμβόλων του καταναλωτισμού, η μίμηση αντί-ηρώων, αποδεικνύουν ότι τα παιδιά νιώθουν πιεσμένα, φυλακισμένα, απομονωμένα, ξένα στην κοινωνία των μεγάλων.
Μιας κοινωνίας που βασικό της κύτταρο είναι η οικογένεια. Για να συνεχίσει να ζει η πρώτη και γενικότερα για να εξασφαλιστεί η επιβίωση ενός έθνους, απαραίτητη είναι η προστασία της δεύτερης. Για να μπορέσουν να αποκρυσταλλωθούν πολλά από τα νέα κοινωνικά στοιχεία, θα πρέπει να αποκτήσουν πρώτα την εγκυρότητα του οικογενειακού βιώματος.
Το βέβαιο είναι πάντως πως όλα έχουν αλλάξει για την οικογένεια. Οι παραδοσιακοί ρόλοι αναθεωρούνται, οι ευθύνες μοιράζονται και όλα τα μέλη της χρειάζεται να επιφορτιστούν με καθήκοντα, ώστε το σύστημα της οικογένειας να συνεχίσει να λειτουργεί αποτελεσματικά. Ο θεσμός της οικογένειας βρίσκεται σε μια μεταβατική κατάσταση και όπως κάθε μεταβατική κατάσταση, παρουσιάζει ορισμένες υπερβολές, μέχρι να σταθεροποιηθεί σε καινούριες ισορροπίες.
Έχετε αναρωτηθεί, αλήθεια ποτέ, σε μια εποχή που όλα μετριούνται με το χρήμα, γιατί η οικογένεια παραμένει πάντα επίκαιρη; Γιατί παραμένει θεσμός μακράς διαρκείας, παρ’ όλο που παρουσιάζει εμφανή σημεία εξάντλησης, κόπωσης και ανεπάρκειας;
Η απάντηση είναι ότι, το σπιτικό, η οικογένεια, μέσα στη ψυχή μας παραμένει το αιώνιο καταφύγιο σ’ έναν άκαρδο κόσμο.
Η σημερινή οικογένεια των δύο εργαζομένων, δεν μπορεί λοιπόν, να μας θυμίσει αρκετά από την παραδοσιακή ελληνική οικογένεια, λίγων μόλις ετών πριν. Ο ρόλος της συζύγου – μητέρας, αφήνει πλέον περιθώρια και για τη δική της επαγγελματική καταξίωση, δημιουργώντας αυτό που ονομάζουμε οικογένεια διπλής σταδιοδρομίας. Καλείται η μητέρα, να ενισχύσει οικονομικά την οικογένεια, και ταυτόχρονα μέσα από την εργασία της αισθάνεται δραστήρια και ολοκληρωμένη. Η σχέση της με τα παιδιά παραμένει ακόμη δυνατή, αφού όλες οι μελέτες μαρτυρούν ότι η γυναίκα- μητέρα δεν κατέχει υψηλές θέσεις στην παραγωγική διαδικασία και έτσι περισσεύει ακόμη λίγος χρόνος για τα παιδιά. Το δόσιμο και η προσφορά της ακόμη και σήμερα στα παιδιά της δεν μπορούν να κοστολογηθούν, διαθέτει εργατοώρες από τις πλέον πολύτιμες, αφού είναι και αγαποώρες μαζί. Παρόμοια εναλλαγή ρόλων εμφανίζεται όμως και στον άντρα, ο οποίος μπορεί να είναι όχι μόνο σύζυγος, πατέρας, φίλος των παιδιών, σύντροφος, αλλά πλέον και βοηθός στην καθημερινή λειτουργία του σπιτιού.
Το παιδί τι θέση μπορεί να παίρνει τώρα; Στη σημερινή παιδοκεντρική οικογένεια, το παιδί είναι μεν το επίκεντρο όλων, αλλά ταυτόχρονα και ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο ζευγάρι. Στοργή και προσοχή στο παιδί, αλλά αυτό που περιμένουν οι γονείς από το παιδί ως αντάλλαγμα, χωρίς να το καταλαβαίνουν, είναι η συμβολή του παιδιού στη διατήρηση της οικογενειακής συνοχής, ακόμη και της κοινωνικής προβολής όλης της οικογένειας.
Στη σύγχρονη οικογένεια δεν υπάρχει λοιπόν θέση για «αφέντες». Οι γονείς δεν είναι οι πλάστες του παιδιού, αλλά είναι οι φύλακές του. Είναι δεμένοι με το παιδί με αόρατα κι ωστόσο ακατάλυτα δεσμά.
Το παιδί, που βρίσκεται στην ανάπτυξη, έχει ανάγκη να «απλώνεται» χωρίς να το εμποδίζει ο ενήλικας γονιός. Για να γίνει το παιδί ελεύθερος, σκεπτόμενος, υγιής ψυχικά ενήλικας, οι γονείς, ίσως θα έπρεπε να αλλάξουν, να κάνουν ένα σημαντικό βήμα. Να ψάξουν μέσα τους, και να εντοπίσουν αυτό που τους εμποδίζει να κατανοήσουν το παιδί , για να μπορέσουν έτσι να του προσφέρουν έναν κόσμο στα μέτρα του και όχι στα μέτρα των ενηλίκων. Ο κόσμος των ενηλίκων δεν προσφέρεται στο παιδί σαν ζωτικός χώρος. Μοιάζει αυτός περισσότερο ένα συνονθύλευμα από εμπόδια, που το μαθαίνουν απλώς πώς να αμύνεται.
Το παιδί, που στην εποχή μας ούτε κοιμάται για να βλέπει όνειρα, ούτε εκστασιάζεται για να έχει παραισθήσεις, αλλά αντίθετα αγωνιά και αγωνίζεται για να βρει το δικό του στίγμα στην κοινωνία των ενηλίκων, της οποίας είναι μέλος, αλλά και η οποία ταυτόχρονα το αντιμετωπίζει ως ξένο, αντιστέκεται μη θέλοντας να δώσει στο μέλλον τις διαστάσεις του παρόντος.
Αν επιχειρήσει τελικά ν’ αντισταθεί το παιδί, ο γονιός έχει το δικαίωμα να το κρίνει, να το κατακρίνει και να το προσβάλλει και οι διαμαρτυρίες του παιδιού να λογίζονται σαν απειθαρχία, σαν επικίνδυνο και απαράδεχτο φέρσιμο και καταφέρνει να εγκλωβίσει και να παγιδεύσει το μέλλον του μέσα σε ψευδοσυνταγές για το «καλό» του. Το παιδί δεν χρειάζεται αποθάρρυνση, απόρριψη, αλλά κατανόηση, συζήτηση με τους γονείς του, σταθερότητα, σιγουριά και ισότιμη συνεργασία.
Έχει η εργαζόμενη οικογένεια την απαιτούμενη διάθεση, για την περιπόθητη αυτή συνεργασία, που είναι πράξη συνεχής και μακροχρόνια; Είναι το οικογενειακό τοπίο ευχάριστο; Ποια είναι η αύρα του σπιτιού όταν εργάζεται και η μητέρα;
Σκεφτείτε ότι ακόμη και το παιχνίδι που είναι η μοναδική ελευθερία που έχει παραχωρήσει ο ενήλικας γονιός στον άνθρωπο της παιδικής ηλικίας, θέλει σήμερα να το ελέγχει αυτός, θέτοντας όρια και βάζοντας κανόνες. Ελάχιστοι γονείς σκέφτονται σήμερα ότι το παιδί μέσα στο παιχνίδι ζωντανεύει, όπως ζωντανεύει η φωτιά κάτω από τις στάχτες με ένα απλό φύσημα και ότι μέσα από το παιχνίδι και τους ρόλους που αποκτά σ’ αυτό, το παιδί απελευθερώνεται, μαθαίνει, κοινωνικοποιείται. Φαίνεται πως ενοχλεί τους γονείς σήμερα ότι το παιδί μέσα από το παιχνίδι γίνεται ριζοσπάστης, ελεύθερο, ανθρώπινο και υπεύθυνο, μακριά από τις δικές τους, μεγαλίστικες αντιλήψεις.
Το οξυγόνο ζωής που επιζητά το παιδί μέσα στην οικογένεια, ολοένα λιγοστεύει.
Οι δάσκαλοι γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες του αποτελέσματος της έλλειψης οξυγόνου. Το παιδί φυλάει όλη την ενεργητικότητά του για τα διαλείμματα του σχολείου, όπου μπορεί εύκολα κανείς να διακρίνει την αγωνιώδη προσπάθεια που καταβάλλει για να κερδίσει λίγα λεπτά παιχνιδιού δημιουργικού, αλλά ούτε και αυτό δεν το καταφέρνει, αφού δεν του δίνονται σε λίγα λεπτά της ώρας οι ευκαιρίες να δημιουργήσει μέσα από το παιχνίδι, να μάθει. Αντίθετα παίζει με άγχος, είναι επιθετικό και απρόθυμο για συνεργασία.
Σήμερα που η οικογένεια με συνεχείς προσπάθειες, εξαφανίζει από μπροστά του την πραγματικότητα και το καλεί να δράσει σε υποκατάστατα κοινωνικών συνθηκών και ζωής, όπου την αλάνα υποκατέστησε το παιδικό οργανωμένο δωμάτιο και οι πολυτελείς ιδιωτικοί παιδότοποι, τα παραμύθια της γιαγιάς η τηλεόραση, τη δημιουργική ενασχόληση με τα αντικείμενα το ηλεκτρονικό παιχνίδι και τη δράση στην ομάδα συνομηλίκων της γειτονιάς η απομόνωση και το τηλεχειριστήριο, είναι πλέον ζήτημα υπαρξιακό η προσφορά στο παιδί μας ευκαιριών για επικοινωνία και δράση, όχι για δέκα λεπτά της ώρας, αλλά για κάθε στιγμή, που θα βρεθούμε μαζί του, έτσι ώστε να του δώσουμε ανάσες ζωής.
Σαν ασπρόμαυρη ταινία περνά από το μυαλό μας η οικογένεια του χθες. Η μητέρα να ασχολείται με την οικιακή οικονομία ή την οικιακή επιχείρηση, τη λεγόμενη οικοτεχνία, και τα παιδιά κοντά της, δίπλα της, να παίζουν, να γελούν ή να κάθονται ήσυχα ακούγοντας τα παραμύθια της γιαγιάς. Τα παιχνίδια λιγοστά και αυτά αυτοσχέδια, χειροποίητα. Ακόμη και αν η μητέρα είναι αγρότισσα, το παιδί είναι μαζί της στο χωράφι, κάτω από ένα δέντρο για να προστατεύεται από τη ζέστη και τον ήλιο, μαζί με άλλα παιδιά, των γειτόνων. Είναι όμως μαζί της… Το ζεστό φαγητό και το στρωμένο τραπέζι, που ετοίμασε η γιαγιά, περιμένουν να καλωσορίσουν την οικογένεια το βράδυ. Πρόσωπα ήρεμα, χαρούμενα και ας είναι κουρασμένα. Στιγμές οικογενειακές που μέχρι και σήμερα φωτίζουν την ασπρόμαυρη ταινία του χθες.
Με τα χρόνια η οικοτεχνία έγινε βιοτεχνία και βιομηχανία. Ο αργαλειός του σπιτιού έγινε κλωστήριο στην πόλη. Η οικογένεια μετακόμισε και αυτή κοντά στο κλωστήριο. Η γιαγιά έμεινε πίσω μόνη της. Αυτή είναι η πρώτη ρωγμή της εργαζόμενης οικογένειας. Στην πόλη το παιδί δεν έχει με ποιόν να μείνει, θα πάει λοιπόν στο παιδικό σταθμό μαζί με πολλά άλλα παιδιά. Αυτή είναι η δεύτερη ρωγμή. Θα ακολουθήσουν αμέτρητες άλλες, σαν μετασεισμική ακολουθία και μέσα από τις ρωγμές αυτές εύκολα και απρόσκοπτα ο προβολέας θα παίξει την έγχρωμη ταινία της σημερινής οικογένειας.
Της οικογένειας που δε συναντιέται παρά για ελάχιστα λεπτά στο σπίτι. Σ’ ένα σπίτι που απλώς το κάθε μέλος της το βλέπει ως αποκούμπι του, αλλά ξεχωριστά και πάντως σχεδόν ποτέ και ως χώρο της οικογένειας με το παλιό νόημα. Την ανάπαυση, αλλά και τη διασκέδαση όλα τα μέλη της την επιζητούν τώρα έξω από το σπίτι. Μένουν κάτω από την ίδια στέγη, όμως το περισσότερο μέρος της ημέρας τους βρίσκονται κάπου αλλού, στο σχολείο, στην εργασία, στα φροντιστήρια, στους δρόμους. Σε πολλές περιπτώσεις το σπίτι καταντά ξενοδοχείο, χώρος στάθμευσης, κατάλυμα και όχι το ελληνικό ζεστό σπίτι, το γεμάτο παραδόσεις.
Η έγχρωμη ταινία δεν έχει λάμψη, είναι μουντή και μοιάζει με ντοκιμαντέρ της οικογενειακής μιζέριας νέου τύπου. Βλέπουμε ένα αγόρι ή ένα κορίτσι που ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του με το κλειδί του, βρίσκει το φαγητό μέσα στο φούρνο μικροκυμάτων, κάθεται μόνο του να φάει , όπως ένας εργένης, ακούει τη φωνή της μητέρας ή του πατέρα από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, γεμάτη άγχος τις περισσότερες φορές, παίρνει οδηγίες για το υπόλοιπο της ημέρας και ύστερα κάθεται να φάει μόνο του με συντροφιά την τηλεόραση.
Τρώει και μετά πηγαίνει να απομονωθεί στο εργονομικό κελί, της άνετης φυλακής του. Μέσα στο μοντέρνα επιπλωμένο δωμάτιό του, που είναι τέλειο δημιούργημα πολλών ειδικών αρχιτεκτόνων και διακοσμητών.
Έχει όμορφα ζεστά χρώματα, είναι εξοπλισμένο με τον πιο σύγχρονο υπολογιστή, με της τελευταίας γενιάς ηλεκτρονικά παιχνίδια, ένα τεράστιο γραφείο με πολλά βιβλία και κυρίως βοηθήματα για την μελέτη του και ένα τεράστιο ρολόι που μετράει τα λεπτά, τις ώρες, τη ζωή του. Το δωμάτιο παρ’ όλα τα φωτεινά, ζεστά χρώματα και τις ωραίες κουρτίνες, είναι ψυχρό, ξένο προς τις επιθυμίες του παιδιού.
Όταν το βράδυ γυρίζουν οι γονείς του κουρασμένοι από τη δουλειά τους, δε θέλουν να συζητήσουν μαζί του, να μάθουν για τα τυχόν προβλήματά του, να παίξουν μαζί του, να το ακούσουν να φωνάζει, να τραγουδάει και ή το βάζουν για ύπνο ή του ανοίγουν την τηλεόραση ή παίρνει στα χέρια του το τηλεχειριστήριο του ηλεκτρονικού παιχνιδιού. Άλλωστε η έλλειψη διαλόγου μέσα στο σπίτι, είναι η βασική αιτία που το παιδί «δραπετεύει» σε τεχνητούς κόσμους. Σήμερα το παιδί καλείται να συμβιβαστεί με την παθητικότητα του σπιτιού, με τα αναρίθμητα «μη» και «δεν πρέπει».
Γονείς ψυχικά επιβαρημένοι με άγχος, ανασφάλεια, προβλήματα επικοινωνίας, δεν μπορούν να παίξουν με τα παιδιά τους, δεν μπορούν να συζητήσουν με τα παιδιά τους. Το διαρκές κυνηγητό, η πάλη με το χρόνο, τους γεμίζει άγχος. Το άγχος που τους οδηγεί στην πραγματική απομάκρυνσή τους από το παιδί. Και όταν την Κυριακή αποφασίζει όλη η οικογένεια να συναντηθεί, βγαίνει έξω για φαγητό, με το πρόσχημα ότι θα πρέπει να ξεκουραστούν οι γονείς και ειδικά η εργαζόμενη μαμά. Τρώνε έξω λοιπόν το έτοιμο φαγητό της ταβέρνας, χωρίς να συζητούν και πάλι, χωρίς να επικοινωνούν, αφού ο θόρυβος είναι πολύς ή υπάρχει και η απαραίτητη πια φιλική οικογένεια που συμπληρώνει την εικόνα της εξόδου και που αποτρέπει με την παρουσία της την κάθε επικοινωνία των μελών της οικογένειας.
Αυτές είναι οι δύο ταινίες βασισμένες πάνω στο ίδιο θέμα, την οικογένεια. Η μία μας προκαλεί αισθήματα γαλήνης και ευχαρίστησης και η άλλη παρ’ όλο που είναι υπερπαραγωγή, μας προκαλεί απογοήτευση, στεναχώρια, τρόμο. Σε ποια ταινία είμαστε αλήθεια πρωταγωνιστές; Μήπως είμαστε πρωταγωνιστές τελικά σε λάθος ταινία;
Μήπως η σημερινή εργαζόμενη οικογένεια στην οποία είμαστε μέτοχοι όλοι μας, μοιάζει να είναι μια επιχείρηση, με βαθιά οικονομική εξάρτηση και εκμετάλλευση ανάμεσα στα μέλη της; Απαισιόδοξες και λίγο κυνικές οι ερωτήσεις, θα πείτε. Ελάτε όμως, που στη λίστα κουρασμένων γονιών, αλλά και κουρασμένων παιδιών μπαίνουν όλο και περισσότεροι, που εξομολογούνται ότι δεν μπορούν να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα.
Θέλουμε δε θέλουμε, όλοι έχουμε γίνει ωτακουστές φράσεων κλειδιών από γονείς και από παιδιά, που όλες παραπέμπουν σε κάποιον λογαριασμό. «Αν δεν ήμουν υποχρεωμένος να σε ταΐζω και να σε σπουδάζω, θα μπορούσα να ζήσω διαφορετικά». «Όταν θα κερδίζεις τη ζωή μόνη σου, θα’ χεις και το δικαίωμα να εκφράζεις τη γνώμη σου», «αχάριστε, μετά τόσες θυσίες, τολμάς και μιλάς;». Τα επιχειρήματα τις άλλης πλευράς εξίσου ισχυρά και νόμιμα. «Δε ζήτησα να γεννηθώ, δε ζήτησα θυσίες». «Τι σόι αγάπη είναι αυτή, που μεταφράζεται σε οικονομική σχέση;» Τα επιχειρήματα αλληλοπυροβολούνται.
Παρ’ όλο που οι γονείς λένε ότι δεν περιμένουν τίποτα από τα παιδιά τους, η αλήθεια είναι ότι περιμένουν πάρα πολλά. Η επιθυμία για ανώτερες σπουδές προέρχεται κυρίως από τους γονείς, που επενδύουν οικονομικά και συναισθηματικά στην κοινωνική τους άνοδο μέσα από το παιδί τους. Γονείς που κάνουν επένδυση σε μια επιχείρηση, που θέλει τα ποσοστά της και μάλιστα με τόκους.
Όσο για το παιδί; Το παιδί με τη σειρά του με διάφορες προσπάθειες, τις περισσότερες φορές επιτυχείς, αγωνίζεται να ικανοποιήσει τις παράλογες απαιτήσεις που έχουν απ’ αυτό οι γονείς του. Όμως η καθημερινή αυτή ώθηση των φιλόδοξων γονέων, δεν αφήνει στο παιδί χρόνο για ανάπαυση και για λίγο παιχνίδι. Αντίθετα, όλη την ημέρα παρακολουθεί μαθήματα και σειρά εξωσχολικών δραστηριοτήτων, που οι περισσότερες είναι άσκοπες. Το παιδί κοιμάται ελάχιστα, δεν παίζει καθόλου, αλλά είναι πρώτο στα μαθήματα, πρώτο στο πιάνο ή το σκάκι, πρώτο στο ποδόσφαιρο ή την κολύμβηση, πρώτο σε όλα ή τουλάχιστον προσπαθεί να είναι.
Στο παιδί αυτό κάθε επιτυχία των συμμαθητών του, διεγείρει στη ψυχή του φόβο και φθόνο. Μικρή δε τυχαία αποτυχία, το οδηγεί σε απογοήτευση και σε εκδηλώσεις αντικοινωνικές. Και οι μέχρι τότε έπαινοι από τους γονείς μετατρέπονται σε επίπληξη και προσβολή και ακούγεται η εξής υπενθύμιση στο παιδί, «δουλεύουμε 24 ώρες, ασταμάτητα, για να μη σου λείψει τίποτε και εσύ δεν μας έφερες τουλάχιστον καλούς βαθμούς» .
Οι γονείς, θαμπωμένοι από την υπέρ- καταναλωτική κοινωνία, είναι αυτοί που οδηγούν το παιδί τους να ενδιαφέρεται μόνο για τα τρία Κ, καριέρα – κέρδος- κατανάλωση, και το κάνουν να νομίζει ότι επιτυχία και ευτυχία είναι μόνο αυτά και του εμπνέουν ταυτόχρονα το φόβο για τη μοναξιά της αποτυχίας.
Το παιδί αργότερα, ανακαλύπτοντας το αδύνατο σημείο τους, χρησιμοποιεί το άλλοθι των σπουδών ως συμπληρωματικό επιχείρημα της οικονομικής εξάρτησης και του βολέματός του… και τείνει να μη θέλει να ενηλικιωθεί και να παραμένει μωρό διαρκείας, να καθυστερήσει δηλαδή σοβαρά την πραγματική, αυτάρκη και οικονομικά ανεξάρτητη είσοδό του στη ζωή.
Το παιδί αυτό που αρνείται να ενηλικιωθεί, προέρχεται κυρίως από οικογένεια υπερπροστατευτική, χαρακτηριστικό που μας θυμίζει την εργαζόμενη οικογένεια. Δύσκολα μπορεί να απομακρυνθεί από τον κλοιό του γονικού εγκλωβισμού. Η διάβρωση της ζωής του αρχίζει πολύ νωρίς.
Οι ίδιοι οι γονείς με το πρόσχημα της προστασίας από τους κινδύνους, το υπερπροστατεύουν, το υποκαθιστούν, το ιδιοποιούνται. Του αφαιρούν το καλύτερο κομμάτι του εαυτού του, ανακόπτοντας τις αυθόρμητες εκδηλώσεις του και εμποδίζοντάς το να σκεφτεί. Σκέφτονται αυτοί γι’ αυτό. Αποφασίζουν αυτοί γι’ αυτό. Χτίζουν το μέλλον του, χωρίς αυτό. Και το παιδί ασφυκτιά και πνίγεται…
Πολλές φορές το παιδί απέναντι σ’ αυτή την πραγματικότητα δοκιμάζει και πετυχαίνει να εκμεταλλευτεί τον εργαζόμενο γονέα που «θυσιάζεται» γι’ αυτό. Μπορεί ο μπαμπάς ή η μαμά να μην το αφήνει να ντύνεται μόνο του, ή να φάει μόνο του, αλλά θα ικανοποιήσει σίγουρα την μανία για κτήση. Και ύστερα από την πρώτη του νίκη, το παιδί επιζητά και τη δεύτερη. Και όσο πιο πολλά παραχωρεί ο γονέας, τόσο περισσότερα ζητά το παιδί. Άλλοτε με την τρυφεράδα, άλλοτε με τα κλάματα, μερικές φορές με τα παρακάλια, το παιδί ζητά. Ο γονέας αισθάνεται τύψεις, γιατί το αφήνει μόνο του για να μπορέσει αυτός να εργαστεί και υποχωρεί. Υποχωρεί και δεν βάζει σχεδόν ποτέ τέλος στις απαιτήσεις του μικρού. Συχνά στα σχολεία μας, συναντούμε γονείς που ομολογούν μπροστά στο δάσκαλο, ότι «χάλασαν το παιδί τους».
Μπορεί σήμερα, η εργαζόμενη μητέρα να αύξησε το οικογενειακό εισόδημα, αλλά η εργασία της μακριά από το σπίτι άλλαξε και τις διατροφικές συνήθειες της οικογένειας. Το παιδί δέχθηκε τις μεγαλύτερες αλλαγές. Το γρήγορο έτοιμο τις περισσότερες φορές φαγητό, λόγω επάρκειας χρημάτων, αλλά και έλλειψης χρόνου, έγινε η κύρια διατροφική του συνήθεια. Χαρακτηριστικό, αυτό που παρατηρείται την ώρα του μεσημεριανού στο Ολοήμερο Σχολείο. Τα τάπερ περιέχουν όχι φαγητό που ετοίμασε η μαμά αποβραδίς, αλλά δυστυχώς έτοιμο, πρόχειρο φαγητό. Το αποτέλεσμα είναι παχύσαρκα παιδιά. Παιδιά που έχουν ασθένειες ενηλίκων. Παιδιά μαλθακά, αδρανή, μειονεκτικά. Όχι σπάνια, εργαζόμενες μητέρες, επιστρέφουν στο σπίτι φορτωμένες γλυκά, για να εξευμενίσουν τα παιδιά τους και την ατέλειωτη μοναξιά τους. Η πάχυνση των παιδιών αυτών, είναι η κυριότερη μέθοδος οικιακής αγωγής τους.
Η ελληνική εργαζόμενη οικογένεια υιοθέτησε αναγκαστικά όλες τις παραπάνω συνήθειες, που οι περισσότερες είναι εισαγόμενες. Όμως στο βάθος της ψυχής της πιστεύει ότι είναι λανθασμένες και ξένες προς αυτήν. Δεν μπορεί όμως να τις αποφύγει λόγω των νέων συνθηκών και απεναντίας τις υιοθετεί ακόμη πιο πολύ.
Υπάρχει όμως σημείο επιστροφής; Σημείο συνάντησης της ασπρόμαυρης ταινίας με την υπερπαραγωγή της έγχρωμης;
Η οικογένεια, το σπίτι, για τα ελληνόπουλα, θα πρέπει να αποτελούν την αρχή κάθε προσπάθειας. Στην ελληνική οικογένεια της εποχής μας, μπορούν να αναδειχτούν τα ουσιώδη στοιχεία που συνέθεταν τη ζωή της, όπως είναι η ανιδιοτέλεια και η αγάπη ανάμεσα στα μέλη της. Έτσι τα παιδιά μας θα μπορούν μέσα σ’ αυτή την οικογένεια να αισθανθούν, στενά δεμένα με την πανάρχαια αυτή γη και θα δουν καθαρότερα τη σημερινή πραγματικότητα. Θα αναπτυχθούν μέσα τους ευκολότερα η υπερηφάνεια, ο αυτοσεβασμός και η αξιοπρέπεια. H oικογένεια είναι το φως μέσα στο οποίο γεννιέται ο Έλληνας.
Για το μέλλον του τόπου αυτού δεν έχουμε την πολυτέλεια των διασπαρμένων οικογενειών. Γονείς που εργάζονται, παιδιά κουρασμένα από τις υποχρεώσεις τους, αλλά που όμως το ζεστό βραδινό φαγητό στο τραπέζι, η κουβεντούλα γύρω απ’ αυτό, τα αστεία, το μητρικό και πατρικό χάδι, το αυθόρμητο φιλί από το παιδί, ας μη λείψουν.
Ας αφήσουμε τα μοντέλα σύγχρονης συμβίωσης μακριά μας, για άλλους λαούς και ας προσφέρουμε στα παιδιά μας το απαιτούμενο για αυτά οξυγόνο. Και να θυμόμαστε πάντα ότι ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, διαρκούν μια ολόκληρη ζωή.΄
Αναρωτήθηκα, όχι τι κόσμο θα αφήσουμε στα παιδιά μας, αλλά σε τι είδους παιδιά θα αφήσουμε αυτόν τον κόσμο. Και αυτό γιατί τα παιδιά μας, η νέα γενιά αυτού του τόπου, ζώντας σ’ ένα κόσμο χωρίς ψυχή, αισθάνονται παγιδευμένα σε «γραμμές», σε «κουτάκια». Οι νέοι μας σήμερα φαίνονται αγχωμένοι, κουρασμένοι, πρόωρα γερασμένοι.
Η συμβολική σύγκρουση με την κοινωνία των μεγάλων, η ανάγκη ένταξης σε «ομάδα», η οποία τα αποδέχεται όπως είναι αυτά και όχι όπως θα’ θελε αυτή να είναι, η υιοθέτηση της βίας ως παιχνιδιού αντρικού ή ως εκδήλωση εξουσίας, η φυγή και ο κίνδυνος, το παράξενο ντύσιμο, η ιδιόρρυθμη διάλεκτος, η πρόκληση ή καταστροφή των συμβόλων του καταναλωτισμού, η μίμηση αντί-ηρώων, αποδεικνύουν ότι τα παιδιά νιώθουν πιεσμένα, φυλακισμένα, απομονωμένα, ξένα στην κοινωνία των μεγάλων.
Μιας κοινωνίας που βασικό της κύτταρο είναι η οικογένεια. Για να συνεχίσει να ζει η πρώτη και γενικότερα για να εξασφαλιστεί η επιβίωση ενός έθνους, απαραίτητη είναι η προστασία της δεύτερης. Για να μπορέσουν να αποκρυσταλλωθούν πολλά από τα νέα κοινωνικά στοιχεία, θα πρέπει να αποκτήσουν πρώτα την εγκυρότητα του οικογενειακού βιώματος.
Το βέβαιο είναι πάντως πως όλα έχουν αλλάξει για την οικογένεια. Οι παραδοσιακοί ρόλοι αναθεωρούνται, οι ευθύνες μοιράζονται και όλα τα μέλη της χρειάζεται να επιφορτιστούν με καθήκοντα, ώστε το σύστημα της οικογένειας να συνεχίσει να λειτουργεί αποτελεσματικά. Ο θεσμός της οικογένειας βρίσκεται σε μια μεταβατική κατάσταση και όπως κάθε μεταβατική κατάσταση, παρουσιάζει ορισμένες υπερβολές, μέχρι να σταθεροποιηθεί σε καινούριες ισορροπίες.
Έχετε αναρωτηθεί, αλήθεια ποτέ, σε μια εποχή που όλα μετριούνται με το χρήμα, γιατί η οικογένεια παραμένει πάντα επίκαιρη; Γιατί παραμένει θεσμός μακράς διαρκείας, παρ’ όλο που παρουσιάζει εμφανή σημεία εξάντλησης, κόπωσης και ανεπάρκειας;
Η απάντηση είναι ότι, το σπιτικό, η οικογένεια, μέσα στη ψυχή μας παραμένει το αιώνιο καταφύγιο σ’ έναν άκαρδο κόσμο.
Η σημερινή οικογένεια των δύο εργαζομένων, δεν μπορεί λοιπόν, να μας θυμίσει αρκετά από την παραδοσιακή ελληνική οικογένεια, λίγων μόλις ετών πριν. Ο ρόλος της συζύγου – μητέρας, αφήνει πλέον περιθώρια και για τη δική της επαγγελματική καταξίωση, δημιουργώντας αυτό που ονομάζουμε οικογένεια διπλής σταδιοδρομίας. Καλείται η μητέρα, να ενισχύσει οικονομικά την οικογένεια, και ταυτόχρονα μέσα από την εργασία της αισθάνεται δραστήρια και ολοκληρωμένη. Η σχέση της με τα παιδιά παραμένει ακόμη δυνατή, αφού όλες οι μελέτες μαρτυρούν ότι η γυναίκα- μητέρα δεν κατέχει υψηλές θέσεις στην παραγωγική διαδικασία και έτσι περισσεύει ακόμη λίγος χρόνος για τα παιδιά. Το δόσιμο και η προσφορά της ακόμη και σήμερα στα παιδιά της δεν μπορούν να κοστολογηθούν, διαθέτει εργατοώρες από τις πλέον πολύτιμες, αφού είναι και αγαποώρες μαζί. Παρόμοια εναλλαγή ρόλων εμφανίζεται όμως και στον άντρα, ο οποίος μπορεί να είναι όχι μόνο σύζυγος, πατέρας, φίλος των παιδιών, σύντροφος, αλλά πλέον και βοηθός στην καθημερινή λειτουργία του σπιτιού.
Το παιδί τι θέση μπορεί να παίρνει τώρα; Στη σημερινή παιδοκεντρική οικογένεια, το παιδί είναι μεν το επίκεντρο όλων, αλλά ταυτόχρονα και ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο ζευγάρι. Στοργή και προσοχή στο παιδί, αλλά αυτό που περιμένουν οι γονείς από το παιδί ως αντάλλαγμα, χωρίς να το καταλαβαίνουν, είναι η συμβολή του παιδιού στη διατήρηση της οικογενειακής συνοχής, ακόμη και της κοινωνικής προβολής όλης της οικογένειας.
Στη σύγχρονη οικογένεια δεν υπάρχει λοιπόν θέση για «αφέντες». Οι γονείς δεν είναι οι πλάστες του παιδιού, αλλά είναι οι φύλακές του. Είναι δεμένοι με το παιδί με αόρατα κι ωστόσο ακατάλυτα δεσμά.
Το παιδί, που βρίσκεται στην ανάπτυξη, έχει ανάγκη να «απλώνεται» χωρίς να το εμποδίζει ο ενήλικας γονιός. Για να γίνει το παιδί ελεύθερος, σκεπτόμενος, υγιής ψυχικά ενήλικας, οι γονείς, ίσως θα έπρεπε να αλλάξουν, να κάνουν ένα σημαντικό βήμα. Να ψάξουν μέσα τους, και να εντοπίσουν αυτό που τους εμποδίζει να κατανοήσουν το παιδί , για να μπορέσουν έτσι να του προσφέρουν έναν κόσμο στα μέτρα του και όχι στα μέτρα των ενηλίκων. Ο κόσμος των ενηλίκων δεν προσφέρεται στο παιδί σαν ζωτικός χώρος. Μοιάζει αυτός περισσότερο ένα συνονθύλευμα από εμπόδια, που το μαθαίνουν απλώς πώς να αμύνεται.
Το παιδί, που στην εποχή μας ούτε κοιμάται για να βλέπει όνειρα, ούτε εκστασιάζεται για να έχει παραισθήσεις, αλλά αντίθετα αγωνιά και αγωνίζεται για να βρει το δικό του στίγμα στην κοινωνία των ενηλίκων, της οποίας είναι μέλος, αλλά και η οποία ταυτόχρονα το αντιμετωπίζει ως ξένο, αντιστέκεται μη θέλοντας να δώσει στο μέλλον τις διαστάσεις του παρόντος.
Αν επιχειρήσει τελικά ν’ αντισταθεί το παιδί, ο γονιός έχει το δικαίωμα να το κρίνει, να το κατακρίνει και να το προσβάλλει και οι διαμαρτυρίες του παιδιού να λογίζονται σαν απειθαρχία, σαν επικίνδυνο και απαράδεχτο φέρσιμο και καταφέρνει να εγκλωβίσει και να παγιδεύσει το μέλλον του μέσα σε ψευδοσυνταγές για το «καλό» του. Το παιδί δεν χρειάζεται αποθάρρυνση, απόρριψη, αλλά κατανόηση, συζήτηση με τους γονείς του, σταθερότητα, σιγουριά και ισότιμη συνεργασία.
Έχει η εργαζόμενη οικογένεια την απαιτούμενη διάθεση, για την περιπόθητη αυτή συνεργασία, που είναι πράξη συνεχής και μακροχρόνια; Είναι το οικογενειακό τοπίο ευχάριστο; Ποια είναι η αύρα του σπιτιού όταν εργάζεται και η μητέρα;
Σκεφτείτε ότι ακόμη και το παιχνίδι που είναι η μοναδική ελευθερία που έχει παραχωρήσει ο ενήλικας γονιός στον άνθρωπο της παιδικής ηλικίας, θέλει σήμερα να το ελέγχει αυτός, θέτοντας όρια και βάζοντας κανόνες. Ελάχιστοι γονείς σκέφτονται σήμερα ότι το παιδί μέσα στο παιχνίδι ζωντανεύει, όπως ζωντανεύει η φωτιά κάτω από τις στάχτες με ένα απλό φύσημα και ότι μέσα από το παιχνίδι και τους ρόλους που αποκτά σ’ αυτό, το παιδί απελευθερώνεται, μαθαίνει, κοινωνικοποιείται. Φαίνεται πως ενοχλεί τους γονείς σήμερα ότι το παιδί μέσα από το παιχνίδι γίνεται ριζοσπάστης, ελεύθερο, ανθρώπινο και υπεύθυνο, μακριά από τις δικές τους, μεγαλίστικες αντιλήψεις.
Το οξυγόνο ζωής που επιζητά το παιδί μέσα στην οικογένεια, ολοένα λιγοστεύει.
Οι δάσκαλοι γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες του αποτελέσματος της έλλειψης οξυγόνου. Το παιδί φυλάει όλη την ενεργητικότητά του για τα διαλείμματα του σχολείου, όπου μπορεί εύκολα κανείς να διακρίνει την αγωνιώδη προσπάθεια που καταβάλλει για να κερδίσει λίγα λεπτά παιχνιδιού δημιουργικού, αλλά ούτε και αυτό δεν το καταφέρνει, αφού δεν του δίνονται σε λίγα λεπτά της ώρας οι ευκαιρίες να δημιουργήσει μέσα από το παιχνίδι, να μάθει. Αντίθετα παίζει με άγχος, είναι επιθετικό και απρόθυμο για συνεργασία.
Σήμερα που η οικογένεια με συνεχείς προσπάθειες, εξαφανίζει από μπροστά του την πραγματικότητα και το καλεί να δράσει σε υποκατάστατα κοινωνικών συνθηκών και ζωής, όπου την αλάνα υποκατέστησε το παιδικό οργανωμένο δωμάτιο και οι πολυτελείς ιδιωτικοί παιδότοποι, τα παραμύθια της γιαγιάς η τηλεόραση, τη δημιουργική ενασχόληση με τα αντικείμενα το ηλεκτρονικό παιχνίδι και τη δράση στην ομάδα συνομηλίκων της γειτονιάς η απομόνωση και το τηλεχειριστήριο, είναι πλέον ζήτημα υπαρξιακό η προσφορά στο παιδί μας ευκαιριών για επικοινωνία και δράση, όχι για δέκα λεπτά της ώρας, αλλά για κάθε στιγμή, που θα βρεθούμε μαζί του, έτσι ώστε να του δώσουμε ανάσες ζωής.
Σαν ασπρόμαυρη ταινία περνά από το μυαλό μας η οικογένεια του χθες. Η μητέρα να ασχολείται με την οικιακή οικονομία ή την οικιακή επιχείρηση, τη λεγόμενη οικοτεχνία, και τα παιδιά κοντά της, δίπλα της, να παίζουν, να γελούν ή να κάθονται ήσυχα ακούγοντας τα παραμύθια της γιαγιάς. Τα παιχνίδια λιγοστά και αυτά αυτοσχέδια, χειροποίητα. Ακόμη και αν η μητέρα είναι αγρότισσα, το παιδί είναι μαζί της στο χωράφι, κάτω από ένα δέντρο για να προστατεύεται από τη ζέστη και τον ήλιο, μαζί με άλλα παιδιά, των γειτόνων. Είναι όμως μαζί της… Το ζεστό φαγητό και το στρωμένο τραπέζι, που ετοίμασε η γιαγιά, περιμένουν να καλωσορίσουν την οικογένεια το βράδυ. Πρόσωπα ήρεμα, χαρούμενα και ας είναι κουρασμένα. Στιγμές οικογενειακές που μέχρι και σήμερα φωτίζουν την ασπρόμαυρη ταινία του χθες.
Με τα χρόνια η οικοτεχνία έγινε βιοτεχνία και βιομηχανία. Ο αργαλειός του σπιτιού έγινε κλωστήριο στην πόλη. Η οικογένεια μετακόμισε και αυτή κοντά στο κλωστήριο. Η γιαγιά έμεινε πίσω μόνη της. Αυτή είναι η πρώτη ρωγμή της εργαζόμενης οικογένειας. Στην πόλη το παιδί δεν έχει με ποιόν να μείνει, θα πάει λοιπόν στο παιδικό σταθμό μαζί με πολλά άλλα παιδιά. Αυτή είναι η δεύτερη ρωγμή. Θα ακολουθήσουν αμέτρητες άλλες, σαν μετασεισμική ακολουθία και μέσα από τις ρωγμές αυτές εύκολα και απρόσκοπτα ο προβολέας θα παίξει την έγχρωμη ταινία της σημερινής οικογένειας.
Της οικογένειας που δε συναντιέται παρά για ελάχιστα λεπτά στο σπίτι. Σ’ ένα σπίτι που απλώς το κάθε μέλος της το βλέπει ως αποκούμπι του, αλλά ξεχωριστά και πάντως σχεδόν ποτέ και ως χώρο της οικογένειας με το παλιό νόημα. Την ανάπαυση, αλλά και τη διασκέδαση όλα τα μέλη της την επιζητούν τώρα έξω από το σπίτι. Μένουν κάτω από την ίδια στέγη, όμως το περισσότερο μέρος της ημέρας τους βρίσκονται κάπου αλλού, στο σχολείο, στην εργασία, στα φροντιστήρια, στους δρόμους. Σε πολλές περιπτώσεις το σπίτι καταντά ξενοδοχείο, χώρος στάθμευσης, κατάλυμα και όχι το ελληνικό ζεστό σπίτι, το γεμάτο παραδόσεις.
Η έγχρωμη ταινία δεν έχει λάμψη, είναι μουντή και μοιάζει με ντοκιμαντέρ της οικογενειακής μιζέριας νέου τύπου. Βλέπουμε ένα αγόρι ή ένα κορίτσι που ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του με το κλειδί του, βρίσκει το φαγητό μέσα στο φούρνο μικροκυμάτων, κάθεται μόνο του να φάει , όπως ένας εργένης, ακούει τη φωνή της μητέρας ή του πατέρα από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, γεμάτη άγχος τις περισσότερες φορές, παίρνει οδηγίες για το υπόλοιπο της ημέρας και ύστερα κάθεται να φάει μόνο του με συντροφιά την τηλεόραση.
Τρώει και μετά πηγαίνει να απομονωθεί στο εργονομικό κελί, της άνετης φυλακής του. Μέσα στο μοντέρνα επιπλωμένο δωμάτιό του, που είναι τέλειο δημιούργημα πολλών ειδικών αρχιτεκτόνων και διακοσμητών.
Έχει όμορφα ζεστά χρώματα, είναι εξοπλισμένο με τον πιο σύγχρονο υπολογιστή, με της τελευταίας γενιάς ηλεκτρονικά παιχνίδια, ένα τεράστιο γραφείο με πολλά βιβλία και κυρίως βοηθήματα για την μελέτη του και ένα τεράστιο ρολόι που μετράει τα λεπτά, τις ώρες, τη ζωή του. Το δωμάτιο παρ’ όλα τα φωτεινά, ζεστά χρώματα και τις ωραίες κουρτίνες, είναι ψυχρό, ξένο προς τις επιθυμίες του παιδιού.
Όταν το βράδυ γυρίζουν οι γονείς του κουρασμένοι από τη δουλειά τους, δε θέλουν να συζητήσουν μαζί του, να μάθουν για τα τυχόν προβλήματά του, να παίξουν μαζί του, να το ακούσουν να φωνάζει, να τραγουδάει και ή το βάζουν για ύπνο ή του ανοίγουν την τηλεόραση ή παίρνει στα χέρια του το τηλεχειριστήριο του ηλεκτρονικού παιχνιδιού. Άλλωστε η έλλειψη διαλόγου μέσα στο σπίτι, είναι η βασική αιτία που το παιδί «δραπετεύει» σε τεχνητούς κόσμους. Σήμερα το παιδί καλείται να συμβιβαστεί με την παθητικότητα του σπιτιού, με τα αναρίθμητα «μη» και «δεν πρέπει».
Γονείς ψυχικά επιβαρημένοι με άγχος, ανασφάλεια, προβλήματα επικοινωνίας, δεν μπορούν να παίξουν με τα παιδιά τους, δεν μπορούν να συζητήσουν με τα παιδιά τους. Το διαρκές κυνηγητό, η πάλη με το χρόνο, τους γεμίζει άγχος. Το άγχος που τους οδηγεί στην πραγματική απομάκρυνσή τους από το παιδί. Και όταν την Κυριακή αποφασίζει όλη η οικογένεια να συναντηθεί, βγαίνει έξω για φαγητό, με το πρόσχημα ότι θα πρέπει να ξεκουραστούν οι γονείς και ειδικά η εργαζόμενη μαμά. Τρώνε έξω λοιπόν το έτοιμο φαγητό της ταβέρνας, χωρίς να συζητούν και πάλι, χωρίς να επικοινωνούν, αφού ο θόρυβος είναι πολύς ή υπάρχει και η απαραίτητη πια φιλική οικογένεια που συμπληρώνει την εικόνα της εξόδου και που αποτρέπει με την παρουσία της την κάθε επικοινωνία των μελών της οικογένειας.
Αυτές είναι οι δύο ταινίες βασισμένες πάνω στο ίδιο θέμα, την οικογένεια. Η μία μας προκαλεί αισθήματα γαλήνης και ευχαρίστησης και η άλλη παρ’ όλο που είναι υπερπαραγωγή, μας προκαλεί απογοήτευση, στεναχώρια, τρόμο. Σε ποια ταινία είμαστε αλήθεια πρωταγωνιστές; Μήπως είμαστε πρωταγωνιστές τελικά σε λάθος ταινία;
Μήπως η σημερινή εργαζόμενη οικογένεια στην οποία είμαστε μέτοχοι όλοι μας, μοιάζει να είναι μια επιχείρηση, με βαθιά οικονομική εξάρτηση και εκμετάλλευση ανάμεσα στα μέλη της; Απαισιόδοξες και λίγο κυνικές οι ερωτήσεις, θα πείτε. Ελάτε όμως, που στη λίστα κουρασμένων γονιών, αλλά και κουρασμένων παιδιών μπαίνουν όλο και περισσότεροι, που εξομολογούνται ότι δεν μπορούν να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα.
Θέλουμε δε θέλουμε, όλοι έχουμε γίνει ωτακουστές φράσεων κλειδιών από γονείς και από παιδιά, που όλες παραπέμπουν σε κάποιον λογαριασμό. «Αν δεν ήμουν υποχρεωμένος να σε ταΐζω και να σε σπουδάζω, θα μπορούσα να ζήσω διαφορετικά». «Όταν θα κερδίζεις τη ζωή μόνη σου, θα’ χεις και το δικαίωμα να εκφράζεις τη γνώμη σου», «αχάριστε, μετά τόσες θυσίες, τολμάς και μιλάς;». Τα επιχειρήματα τις άλλης πλευράς εξίσου ισχυρά και νόμιμα. «Δε ζήτησα να γεννηθώ, δε ζήτησα θυσίες». «Τι σόι αγάπη είναι αυτή, που μεταφράζεται σε οικονομική σχέση;» Τα επιχειρήματα αλληλοπυροβολούνται.
Παρ’ όλο που οι γονείς λένε ότι δεν περιμένουν τίποτα από τα παιδιά τους, η αλήθεια είναι ότι περιμένουν πάρα πολλά. Η επιθυμία για ανώτερες σπουδές προέρχεται κυρίως από τους γονείς, που επενδύουν οικονομικά και συναισθηματικά στην κοινωνική τους άνοδο μέσα από το παιδί τους. Γονείς που κάνουν επένδυση σε μια επιχείρηση, που θέλει τα ποσοστά της και μάλιστα με τόκους.
Όσο για το παιδί; Το παιδί με τη σειρά του με διάφορες προσπάθειες, τις περισσότερες φορές επιτυχείς, αγωνίζεται να ικανοποιήσει τις παράλογες απαιτήσεις που έχουν απ’ αυτό οι γονείς του. Όμως η καθημερινή αυτή ώθηση των φιλόδοξων γονέων, δεν αφήνει στο παιδί χρόνο για ανάπαυση και για λίγο παιχνίδι. Αντίθετα, όλη την ημέρα παρακολουθεί μαθήματα και σειρά εξωσχολικών δραστηριοτήτων, που οι περισσότερες είναι άσκοπες. Το παιδί κοιμάται ελάχιστα, δεν παίζει καθόλου, αλλά είναι πρώτο στα μαθήματα, πρώτο στο πιάνο ή το σκάκι, πρώτο στο ποδόσφαιρο ή την κολύμβηση, πρώτο σε όλα ή τουλάχιστον προσπαθεί να είναι.
Στο παιδί αυτό κάθε επιτυχία των συμμαθητών του, διεγείρει στη ψυχή του φόβο και φθόνο. Μικρή δε τυχαία αποτυχία, το οδηγεί σε απογοήτευση και σε εκδηλώσεις αντικοινωνικές. Και οι μέχρι τότε έπαινοι από τους γονείς μετατρέπονται σε επίπληξη και προσβολή και ακούγεται η εξής υπενθύμιση στο παιδί, «δουλεύουμε 24 ώρες, ασταμάτητα, για να μη σου λείψει τίποτε και εσύ δεν μας έφερες τουλάχιστον καλούς βαθμούς» .
Οι γονείς, θαμπωμένοι από την υπέρ- καταναλωτική κοινωνία, είναι αυτοί που οδηγούν το παιδί τους να ενδιαφέρεται μόνο για τα τρία Κ, καριέρα – κέρδος- κατανάλωση, και το κάνουν να νομίζει ότι επιτυχία και ευτυχία είναι μόνο αυτά και του εμπνέουν ταυτόχρονα το φόβο για τη μοναξιά της αποτυχίας.
Το παιδί αργότερα, ανακαλύπτοντας το αδύνατο σημείο τους, χρησιμοποιεί το άλλοθι των σπουδών ως συμπληρωματικό επιχείρημα της οικονομικής εξάρτησης και του βολέματός του… και τείνει να μη θέλει να ενηλικιωθεί και να παραμένει μωρό διαρκείας, να καθυστερήσει δηλαδή σοβαρά την πραγματική, αυτάρκη και οικονομικά ανεξάρτητη είσοδό του στη ζωή.
Το παιδί αυτό που αρνείται να ενηλικιωθεί, προέρχεται κυρίως από οικογένεια υπερπροστατευτική, χαρακτηριστικό που μας θυμίζει την εργαζόμενη οικογένεια. Δύσκολα μπορεί να απομακρυνθεί από τον κλοιό του γονικού εγκλωβισμού. Η διάβρωση της ζωής του αρχίζει πολύ νωρίς.
Οι ίδιοι οι γονείς με το πρόσχημα της προστασίας από τους κινδύνους, το υπερπροστατεύουν, το υποκαθιστούν, το ιδιοποιούνται. Του αφαιρούν το καλύτερο κομμάτι του εαυτού του, ανακόπτοντας τις αυθόρμητες εκδηλώσεις του και εμποδίζοντάς το να σκεφτεί. Σκέφτονται αυτοί γι’ αυτό. Αποφασίζουν αυτοί γι’ αυτό. Χτίζουν το μέλλον του, χωρίς αυτό. Και το παιδί ασφυκτιά και πνίγεται…
Πολλές φορές το παιδί απέναντι σ’ αυτή την πραγματικότητα δοκιμάζει και πετυχαίνει να εκμεταλλευτεί τον εργαζόμενο γονέα που «θυσιάζεται» γι’ αυτό. Μπορεί ο μπαμπάς ή η μαμά να μην το αφήνει να ντύνεται μόνο του, ή να φάει μόνο του, αλλά θα ικανοποιήσει σίγουρα την μανία για κτήση. Και ύστερα από την πρώτη του νίκη, το παιδί επιζητά και τη δεύτερη. Και όσο πιο πολλά παραχωρεί ο γονέας, τόσο περισσότερα ζητά το παιδί. Άλλοτε με την τρυφεράδα, άλλοτε με τα κλάματα, μερικές φορές με τα παρακάλια, το παιδί ζητά. Ο γονέας αισθάνεται τύψεις, γιατί το αφήνει μόνο του για να μπορέσει αυτός να εργαστεί και υποχωρεί. Υποχωρεί και δεν βάζει σχεδόν ποτέ τέλος στις απαιτήσεις του μικρού. Συχνά στα σχολεία μας, συναντούμε γονείς που ομολογούν μπροστά στο δάσκαλο, ότι «χάλασαν το παιδί τους».
Μπορεί σήμερα, η εργαζόμενη μητέρα να αύξησε το οικογενειακό εισόδημα, αλλά η εργασία της μακριά από το σπίτι άλλαξε και τις διατροφικές συνήθειες της οικογένειας. Το παιδί δέχθηκε τις μεγαλύτερες αλλαγές. Το γρήγορο έτοιμο τις περισσότερες φορές φαγητό, λόγω επάρκειας χρημάτων, αλλά και έλλειψης χρόνου, έγινε η κύρια διατροφική του συνήθεια. Χαρακτηριστικό, αυτό που παρατηρείται την ώρα του μεσημεριανού στο Ολοήμερο Σχολείο. Τα τάπερ περιέχουν όχι φαγητό που ετοίμασε η μαμά αποβραδίς, αλλά δυστυχώς έτοιμο, πρόχειρο φαγητό. Το αποτέλεσμα είναι παχύσαρκα παιδιά. Παιδιά που έχουν ασθένειες ενηλίκων. Παιδιά μαλθακά, αδρανή, μειονεκτικά. Όχι σπάνια, εργαζόμενες μητέρες, επιστρέφουν στο σπίτι φορτωμένες γλυκά, για να εξευμενίσουν τα παιδιά τους και την ατέλειωτη μοναξιά τους. Η πάχυνση των παιδιών αυτών, είναι η κυριότερη μέθοδος οικιακής αγωγής τους.
Η ελληνική εργαζόμενη οικογένεια υιοθέτησε αναγκαστικά όλες τις παραπάνω συνήθειες, που οι περισσότερες είναι εισαγόμενες. Όμως στο βάθος της ψυχής της πιστεύει ότι είναι λανθασμένες και ξένες προς αυτήν. Δεν μπορεί όμως να τις αποφύγει λόγω των νέων συνθηκών και απεναντίας τις υιοθετεί ακόμη πιο πολύ.
Υπάρχει όμως σημείο επιστροφής; Σημείο συνάντησης της ασπρόμαυρης ταινίας με την υπερπαραγωγή της έγχρωμης;
Η οικογένεια, το σπίτι, για τα ελληνόπουλα, θα πρέπει να αποτελούν την αρχή κάθε προσπάθειας. Στην ελληνική οικογένεια της εποχής μας, μπορούν να αναδειχτούν τα ουσιώδη στοιχεία που συνέθεταν τη ζωή της, όπως είναι η ανιδιοτέλεια και η αγάπη ανάμεσα στα μέλη της. Έτσι τα παιδιά μας θα μπορούν μέσα σ’ αυτή την οικογένεια να αισθανθούν, στενά δεμένα με την πανάρχαια αυτή γη και θα δουν καθαρότερα τη σημερινή πραγματικότητα. Θα αναπτυχθούν μέσα τους ευκολότερα η υπερηφάνεια, ο αυτοσεβασμός και η αξιοπρέπεια. H oικογένεια είναι το φως μέσα στο οποίο γεννιέται ο Έλληνας.
Για το μέλλον του τόπου αυτού δεν έχουμε την πολυτέλεια των διασπαρμένων οικογενειών. Γονείς που εργάζονται, παιδιά κουρασμένα από τις υποχρεώσεις τους, αλλά που όμως το ζεστό βραδινό φαγητό στο τραπέζι, η κουβεντούλα γύρω απ’ αυτό, τα αστεία, το μητρικό και πατρικό χάδι, το αυθόρμητο φιλί από το παιδί, ας μη λείψουν.
Ας αφήσουμε τα μοντέλα σύγχρονης συμβίωσης μακριά μας, για άλλους λαούς και ας προσφέρουμε στα παιδιά μας το απαιτούμενο για αυτά οξυγόνο. Και να θυμόμαστε πάντα ότι ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, διαρκούν μια ολόκληρη ζωή.΄
Πηγή: ΄
http://pappanna.wordpress.com/2013/09/12/%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%B3%CE%AD%CE%BD%CE%B5%CE%B9%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%80%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%AF/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου