Φανταστείτε για μια στιγμή πώς θα ήταν να μεγαλώνατε σε ένα σπίτι στο οποίο δεν σας καταλάβαιναν. Φανταστείτε τους γονείς σας να περιμένουν από εσάς να είστε πάντοτε κεφάτοι, χαρούμενοι και ήρεμοι. Στο σπίτι αυτό η λύπη και ο θυμός θα θεωρούνταν είτε σημάδια αποτυχίας είτε ενδείξεις μιας επερχόμενης καταστροφής.
Η μητέρα και ο πατέρας σας θα ένιωθαν άγχος κάθε φορά που σας έβλεπαν να έχετε τις «μαύρες» σας. Σας δήλωναν ότι θα προτιμούσαν να είστε πάντα ευτυχισμένοι και αισιόδοξοι, να βλέπετε διαρκώς «την ευχάριστη πλευρά των πραγμάτων», να μην παραπονιέστε ποτέ, να μη μιλάτε άσχημα για τίποτα και για κανέναν. Κι εσείς, ως παιδιά, θα πιστεύατε ότι οι γονείς σας έχουν δίκιο· ότι η κακή διάθεση είναι συνώνυμη του κακού παιδιού. Έτσι, λοιπόν, εσείς θα προσπαθούσατε να κάνετε ό,τι μπορείτε για να ανταποκριθείτε στις προσδοκίες τους.
Το κακό είναι ότι στη ζωή σας συμβαίνουν συνεχούς κάποια πράγματα που κάνουν σχεδόν αδύνατη τη διατήρηση αυτής της χαρούμενης βιτρίνας, που με τόση δυσκολία κατασκευάσατε. Η μικρή σας αδελφή εισβάλλει στο δωμάτιό σας και καταστρέφει τη συλλογή των περιοδικών σας. Στο σχολείο έχετε προβλήματα με κάτι για το οποίο δεν φταίτε αλλά σας επιρρίπτουν τις ευθύνες, ενώ ο αγαπημένος σας φίλος αφήνει να «την πληρώσετε εσείς». Κάθε χρόνο συμμετέχετε σε ένα μαθητικό επιστημονικό διαγωνισμό και κάθε χρόνο τα σχέδιά σας απορρίπτονται. Έπειτα είναι κι εκείνες οι απαίσιες οικογενειακές διακοπές που ο μπαμπάς και η μαμά σχεδίαζαν επί μήνες, και τελικά αποδείχθηκε ότι δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια ασταμάτητη κούρσα με το αυτοκίνητο, κατά τη διάρκεια της οποίας η μαμά μιλούσε συνεχώς για τα «υπέροχα τοπία» και ο μπαμπάς έδινε διαλέξεις για τους «εκπληκτικούς» αρχαιολογικούς χώρους.
Όλα αυτά υποτίθεται ότι δεν πρέπει να σας ενοχλούν. Αν αποκαλέσετε την αδελφή σας «σιχαμερό σκουλήκι», η μητέρα θα σας πει: «Φυσικά δεν το εννοούσες». Αν αναφερθείτε στο περιστατικό που συνέβη στο σχολείο, ο μπαμπάς θα απαντήσει: «Κι όμως, κάτι θα πρέπει να έκανες για να προκαλέσεις το δάσκαλό σου». Αποτύχατε στο μαθητικό διαγωνισμό; «Ξέχνα το, του χρόνου θα τα καταφέρεις καλύτερα». Όσο για τις οικογενειακές διακοπές, «ούτε να το συζητάς, μετά απ’ όλα όσα ξοδέψαμε ο μπαμπάς σου κι εγώ για να σας πάμε σ’ αυτά τα θαυμάσια μέρη…».
Έτσι, μετά από λίγο μαθαίνετε να κρατάτε το στόμα σας κλειστό. Αν γυρίσετε από το σχολείο όπου αντιμετωπίσατε κάποια προβλήματα, πηγαίνετε απλώς στο δωμάτιό σας και φοράτε το χαμόγελό σας. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αναστατωθούν ο μπαμπάς και η μαμά. Μισούν τα προβλήματα.
Στο τραπέζι ο μπαμπάς ρωτάει: «Πώς τα πήγες στο σχολείο σήμερα;».
«Καλά», έρχεται η δική σας απάντηση και μαζί ένα χαμόγελο με μίση καρδιά. «Μπράβο, μπράβο», ανταπαντά, «δώσε μου τώρα το αλάτι».
Τι μαθαίνετε λοιπόν σε ένα σπίτι όπου οι πάντες προσποιούνται; Κατ’ αρχάς ότι δεν είστε ίδιοι με τους γονείς σας, οι οποίοι δεν φαίνεται να έχουν όλα αυτά τα κακά και επικίνδυνα συναισθήματα. Μαθαίνετε ότι εξαιτίας αυτών των συναισθημάτων, εσείς αποτελείτε το πρόβλημα. Η λύπη σας είναι «ψύλλοι στ’ άχυρα». Ο θυμός σας πονοκέφαλος για ολόκληρη την οικογένεια. Οι φόβοι σας εμπόδιο στην πρόοδό τους. Πιθανώς ο κόσμος τους θα ήταν τέλειος αν δεν υπήρχατε εσείς και τα συναισθήματά σας.
Με τον καιρό μαθαίνετε ότι δεν έχει καμιά σημασία να μιλήσετε στους δικούς σας για την αληθινή εσωτερική σας ζωή. Έτσι γίνεστε μοναχικοί. Μαθαίνετε ακόμη ότι όσο προσποιείστε τον χαρούμενο όλα μοιάζουν να πηγαίνουν καλά.
Όλα αυτά φυσικά σας μπερδεύουν, ειδικά όταν μεγαλώνοντας ανακαλύπτετε ότι η ζωή είναι μερικές φορές ένα μεγάλο βάρος. Φτάνουν τα γενέθλιά σας και δεν σας χαρίζουν το παιχνίδι που θέλατε τόσο πολύ. Η καλύτερή σας φίλη βρίσκει μια άλλη καλύτερη φίλη και σας αφήνει να περιμένετε στην καφετέρια. Βάζετε σιδεράκια στα δόντια. Πεθαίνει η αγαπημένη σας γιαγιά. Και πάλι όμως δεν πρέπει να αισθάνεστε όλα αυτά τα κακά συναισθήματα. Γίνεστε έτσι ειδήμονές στην απόκρυψη και στην παρασιώπηση. Ακόμα περισσότερο, κάνετε ό,τι μπορείτε για να μην αισθάνεστε. Μαθαίνετε να αποφεύγετε καταστάσεις που οδηγούν σε συγκρούσεις, θυμό, πόνο. Με άλλα λόγια, αποφεύγετε τους προσωπικούς ανθρώπινους δεσμούς.
Η άρνηση των ίδιων των συναισθημάτων μας δεν είναι εύκολη υπόθεση, είναι όμως δυνατή. Μαθαίνουμε να βρίσκουμε διέξοδο στη διασκέδαση, στην ψυχαγωγία. Το φαγητό μερικές φορές βοηθά στην καταστολή των ανεπιθύμητων συναισθημάτων. Η τηλεόραση και τα βιντεοπαιχνίδια αποτελούν έναν ιδανικό τρόπο να αποσπάμε την προσοχή μας από τα προβλήματα. Και κάνουμε υπομονή μερικά χρόνια· αργότερα θα έχουμε μεγαλώσει αρκετά για να ασχοληθούμε με μερικές αληθινές διασκεδάσεις. Στο μεταξύ, κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για να διατηρήσουμε την καλή βιτρίνα, την τέλεια πρόσοψη που δημιουργήσαμε, για να είναι ικανοποιημένοι οι δικοί μας, για να είναι τα πάντα υπό έλεγχο.
Τι θα γινόταν όμως αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά; Τι θα συνέβαινε αν μεγαλώνατε σε ένα σπίτι όπου αντί να πρέπει όλοι να δείχνουν χαρούμενοι, η οικογένεια είχε ως βασικό της στόχο την ενσυναισθητική κατανόηση; Φανταστείτε τους γονείς σας να ρωτούν: «Πώς είσαι;». Κι αυτό γιατί θέλουν πράγματι να ξέρουν πώς είστε στ’ αλήθεια. Ίσως έτσι να μη νιώθατε υποχρεωμένοι να απαντάτε «τέλεια» κάθε φορά, γιατί γνωρίζετε ότι μπορούν να δεχτούν ότι για σας «σήμερα ήταν μια άσχημη μέρα». Δεν θα κατέληγαν αμέσως σε συμπεράσματα, ούτε θα θεωρούσαν ότι κάθε πρόβλημα είναι μια καταστροφή που πρέπει να προλάβουν. Θα άκουγαν μόνο αυτά που είχατε να πείτε και στη συνέχεια θα έκαναν ό,τι μπορούσαν για να σας καταλάβουν και να σας βοηθήσουν.
Αν λοιπόν λέγατε ότι λογομαχήσατε με το φίλο σας στο σχολείο, η μητέρα σας μπορεί να σας ρωτούσε πώς συνέβη, πώς νιώσατε και αν μπορεί να σας βοηθήσει να βρείτε μια λύση. Αν γινόταν κάποια παρεξήγηση με το δάσκαλό σας, οι γονείς σας δεν θα έπαιρναν αμέσως το μέρος του. Θα άκουγαν προσεκτικά τη δική σας εκδοχή και θα σας πίστευαν γιατί σας εμπιστεύονται και ξέρουν ότι λέτε την αλήθεια. Αν αποτυγχάνατε στο μαθητικό διαγωνισμό, ο πατέρας σας θα σας έλεγε ότι κι εκείνος είχε μια ανάλογη εμπειρία όταν ήταν παιδί. Γνωρίζει το συναίσθημα να περιμένεις νευρικός μαζί με ολόκληρη την τάξη να έρθουν οι ερωτήσεις του διαγωνίσματος και τελικά η όλη ιστορία να καταλήγει σε «φιάσκο». Και αν η μικρή σας αδελφή κατέστρεφε τη συλλογή των περιοδικών που τόσο αγαπάτε, η μητέρα σας θα σας αγκάλιαζε και θα σας έλεγε: «Καταλαβαίνω γιατί είσαι τόσο θυμωμένος. Αγαπούσες πολύ αυτά τα περιοδικά και τα πρόσεχες. Τα μάζευες εδώ και χρόνια».
Τότε είναι πιθανό ότι δεν θα νιώθατε τόσο μόνοι. Θα καταλαβαίνατε ότι οι γονείς σας είναι εκεί για σας, ότι και να συμβεί. Θα ξέρατε ότι μπορείτε να στραφείτε σ’ αυτούς για βοήθεια και στήριξη, γιατί θα καταλάβαιναν τι συμβαίνει μέσα σας.
Στην πλέον βασική της μορφή η ενσυναίσθηση είναι η ικανότητα να νιώθει κανείς τα συναισθήματα που βιώνει ένα άλλο άτομο. Ως ενσυναισθητικοί γονείς, όταν βλέπουμε τα παιδιά μας να κλαίνε, μπορούμε να φανταστούμε τον εαυτό μας στη θέση τους και να νιώσουμε τον πόνο τους. Και βλέποντας τα παιδιά μας να χτυπούν τα πόδια τους από θυμό, μπορούμε να νιώσουμε την απογοήτευση και την οργή τους.
Αν μπορέσουμε να μεταδώσουμε στα παιδιά μας αυτό το είδος της βαθύτατης και προσωπικής συναισθηματικής κατανόησης, δείχνουμε πίστη στην εμπειρία τους και τα βοηθάμε να μάθουν να ηρεμούν. Η ενσυναίσθηση μας φέρνει μπροστά σ’ αυτό που οι αθλητές του ράφτινγκ εννοούν όταν λένε «εμπρός στη γλίστρα». Δεν έχει σημασία πόσοι βράχοι ή ορμητικά ρεύματα του ποταμού θα ξεπηδήσουν μπροστά στις σχέσεις με τα παιδιά μας- εμείς μπορούμε να επιπλέουμε στα νερά του ποταμού καθοδηγώντας τα προς τα εμπρός. Ακόμη και αν η πορεία αποδειχθεί παραπλανητική και γεμάτη κινδύνους (και στην εφηβεία αυτό συμβαίνει συχνά), μπορούμε να βοηθήσουμε τα παιδιά μας να παρακάμψουν τα εμπόδια και τους κινδύνους και να βρουν το δρόμο τους.
Πώς μπορεί η ενσυναίσθηση να είναι τόσο ισχυρή;
Πιστεύω ότι αυτό συμβαίνει επειδή η ενσυναίσθηση επιτρέπει στα παιδιά να δουν τους γονείς ως συμμάχους.
Φανταστείτε, προς στιγμήν, μια σκηνή όπου ο οκτάχρονος Κώστας έρχεται στο σπίτι, από την αυλή όπου βρισκόταν, δείχνοντας αποκαρδιωμένος επειδή τα παιδιά που μένουν στο διπλανό σπίτι αρνήθηκαν να παίξουν μαζί του. Ο πατέρας του, ο Χρήστος, μόλις που τον κοιτάζει πάνω από την εφημερίδα του για να του πει: «Όχι πάλι. Κοίτα, Κώστα, είσαι πλέον μεγάλο παιδί, δεν είσαι μωρό. Μη θυμώνεις κάθε φορά που κάποιος σου φέρεται ψυχρά ή σε προσβάλλει. Προσπάθησε να το ξεχάσεις. Πάρε τηλέφωνο κάποιο συμμαθητή σου, διάβασε ένα βιβλίο ή δες για λίγο τηλεόραση».
Επειδή τα παιδιά εμπιστεύονται συνήθως τις εκτιμήσεις των γονέων τους, ο Κώστας είναι πιθανό να σκεφτεί: «Ο μπαμπάς έχει δίκιο. Συμπεριφέρομαι σα μωρό. Γι’ αυτό τα παιδιά δίπλα δε θέλουν να με παίζουν. Αναρωτιέμαι τι φταίει με μένα. Γιατί δεν μπορώ να το ξεχάσω, όπως λέει ο μπαμπάς; Είμαι φοβερά ιδιότροπος. Κανένας δε θέλει να είναι φίλος μου».
Φανταστείτε τώρα πώς θα νιώσει ο Κώστας αν ο πατέρας του τον αντιμετωπίσει διαφορετικά μόλις μπει στο σπίτι. Τι θα συμβεί αν ο Χρηστός αφήσει στην άκρη την εφημερίδα του, κοιτάξει το γιο του και πει: «Δείχνεις στενοχωρημένος, Κώστα. Τι συμβαίνει; Έλα πες μου».
Αν ο Χρήστος ακούσει — ακούσει πραγματικό, με όλη του την καρδιά— ίσως ο Κώστας καταφέρει να δημιουργήσει μια διαφορετική εικόνα και να αποκτήσει περισσότερη εκτίμηση για τον εαυτό του. Ο διάλογος θα μπορούσε να εξελιχθεί κάπως έτσι:
Κ: «Ο Θωμάς και ο Νίκος δε θέλουν να παίξουν μπάσκετ μαζί μου».
X: «Βάζω στοίχημα ότι αυτό σε πλήγωσε».
Κ: «Ναι, με πλήγωσε και με θύμωσε επίσης».
X: «Το βλέπω».
Κ: «Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν μπορώ να παίξω μπάσκετ μαζί τους».
X: «Μίλησες μαζί τους γι’ αυτό;».
Κ: «Όχι, δε θέλω».
X: «Τι θα ήθελες να γίνει;».
Κ: «Δεν ξέρω, ίσως αφήσω το θέμα να ξεχαστεί».
X: «Πιστεύεις ότι αυτό είναι το καλύτερο;».
Κ: «Ναι, άλλωστε είναι πιθανό αύριο να έχουν αλλάξει γνώμη. Σκέφτομαι να πάρω κάποιο φίλο μου από το σχολείο και να του πω να έρθει να παίξουμε. Ή μπορώ να διαβάσω ένα βιβλίο. Ίσως, πάλι, να δω λίγη τηλεόραση».
Η διαφορά φυσικά είναι η ενσυναίσθηση. Και στα δύο σενάρια ο Χρήστος ενδιαφέρεται για τα αισθήματα του γιου του. Ίσως να φοβάται ότι ο Κώστας είναι «υπερευαίσθητος» στην απόρριψη των φίλων και των συμμαθητών του. Θα ήθελε να είναι λίγο πιο σκληρός. Στην πρώτη εκδοχή, ωστόσο, ο Χρήστος κάνει το συνηθισμένο λάθος να υποδείξει στον Κώστα τους δικούς του στόχους. Αντί να δείξει ενσυναίσθηση, επικρίνει, κάνει μια μικρή διάλεξη και προσφέρει συμβουλές που δεν του ζητήθηκαν. Το αποτέλεσμα είναι οι γεμάτες καλές προθέσεις προσπάθειές του να αποβαίνουν σε βάρος του. Ο Κώστας απομακρύνεται ακόμη πιο πληγωμένος, πιο παρεξηγημένος, και νιώθοντας περισσότερο ιδιότροπος από ποτέ.
Αντίθετα, στη δεύτερη εκδοχή ο Χρήστος αφιερώνει χρόνο να ακούσει το γιο του, δείχνει ξεκάθαρα ότι τον καταλαβαίνει και τον βοηθά να νιώσει πιο άνετα και πιο σίγουρος για τον εαυτό του. Στο τέλος, ο Κώστας παρουσιάζει τις ίδιες λύσεις με αυτές που θα του πρότεινε ο πατέρας του (να βρει έναν άλλο φίλο για να παίξει, να διαβάσει ένα βιβλίο κ.λπ.). Το αγόρι όμως τώρα έχει βρει μόνο του τις λύσεις και φεύγει πιο «ατσαλωμένο» και με ακέραιο τον αυτοσεβασμό του.
Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η ενσυναίσθηση. Όταν επιδιώκουμε να κατανοήσουμε τις εμπειρίες των παιδιών μας, τα βοηθάμε να νιώσουν οτι έχουν κάποιο στήριγμα. Γνωρίζουν ότι είμαστε στο πλευρό τους. Όταν αποφεύγουμε να τα επικρίνουμε, να μειώσουμε την οξύτητα των συναισθημάτων τους ή να τα εκτρέφουμε από τους στόχους τους, τότε μας αφήνουν να μπούμε στον κόσμο τους. Μας λένε πώς αισθάνονται. Εκφράζουν τη γνώμη τους. Τα κίνητρά τους αποσαφηνίζονται περισσότερο, και αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε μεγαλύτερη κατανόηση. Τα παιδιά μας αρχίζουν να μας εμπιστεύονται. Έτσι, όταν εμφανιστούν οι συγκρούσεις, έχουμε ένα έδαφος για την από κοινού επίλυσή τους. Μαζί μας τα παιδιά μπορούν ακόμη και να διακινδυνεύσουν να δοκιμάσουν λύσεις που βρίσκουν μέσα στη σύγχυσή τους. Και μπορεί όντως να έρθει η στιγμή που θα θέλουν πραγματικά να ακούσουν τις συμβουλές μας!
Αν η περιγραφή μου για την ενσυναίσθηση ακούγεται απλή, είναι γιατί είναι πράγματι απλή. Η ενσυναίσθηση είναι η ικανότητα να βάζουμε τον εαυτό μας ωστόσο ότι η ενσυναίσθηση είναι μια απλή έννοια δεν σημαίνει ότι είναι πάντα εύκολο να εφαρμοστεί.
Αντικλείδι , http://antikleidi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου