Σελίδες

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Τα όρια της ελευθερίας


Από το σχολείο ήδη μαθαίνουμε πως η ελευθερία μας σταματά εκεί που αρχίζει η ελευθερία των άλλων. Είναι μια φράση που εύκολα μπορεί να την απομνημονεύσεις αλλά δύσκολα να την εφαρμόσεις.
Όλοι όμως θα συμφωνήσουν ότι η ελευθερία δεν μπορεί να είναι απεριόριστη και ότι ένας σοβαρός λόγος περιορισμού της είναι πως σε πολλές περιπτώσεις η κατανομή της αποτελεί παίγνιο σταθερού αθροίσματος (μια, έστω μικρή, αύξηση της ελευθερίας του ενός συνεπάγεται ανάλογη μείωση της ελευθερίας κάποιου άλλου). Ακόμα και στα πλέον φιλελεύθερα κράτη η ατομική ελευθερία δεν περιορίζεται μόνο προς χάριν της δικαιότερης κατανομής της. Δυστυχώς, υπάρχουν πολλά – ορισμένες φορές σοβαρά – επιχειρήματα για τον περιορισμό της και σε πολλές περιπτώσεις τόσο πειστικά ώστε να υιοθετούνται από αυτούς που λαμβάνουν αποφάσεις.
Ο John Stuart Mill στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Περί Ελευθερίας (1859) είχε επιχειρήσει να θέσει ένα όριο στον περιορισμό της ελευθερίας, ένα διάσημο πλέον όριο (σε ελεύθερη μετάφραση):
Ο μοναδικός σκοπός χάριν του οποίου νομιμοποιείται το κράτος να περιορίσει την ελευθερία του ατόμου παρά τη θέλησή του τελευταίου είναι για να αποτρέψει τη βλάβη σε άλλα άτομα. Δεν νομιμοποιείται όμως το κράτος να περιορίσει την ελευθερία του ατόμου για το «δικό του καλό» (σωματικό ή ηθικό). Δεν δικαιούται να το υποχρεώσει να κάνει ή να μην κάνει κάτι διότι υποτίθεται πως έτσι θα είναι καλύτερα γι’ αυτό ή διότι θα το κάνει ευτυχέστερο ή γιατί σύμφωνα με κάποιους έτσι είναι «πιο σωστό» ή «πιο σοφό». Το άτομο είναι κυρίαρχο πάνω στον εαυτό του, πάνω στο σώμα του και στο μυαλό του.
Αυτή είναι η περίφημη “αρχή της βλάβης” (harm principle) η οποία ακούγεται τόσο πειστική όσο και ασαφής. Ακόμα και για έναν φιλελεύθερο που την υιοθετεί με ενθουσιασμό, η λέξη «βλάβη» είναι πολύ γενική και σίγουρα δεν μπορεί να εφαρμοσθεί μηχανιστικά, όπως ίσως ήλπιζε ο Mill. Όλοι θα συμφωνήσουν πως η ανθρωποκτονία, η κλοπή, η σωματική βλάβη και η απάτη εμπίπτουν στην έννοια της «βλάβης». Όμως εάν αποφασίσω να κάψω την ελληνική σημαία μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη ανήμερα της 25ης Μαρτίου, μπορεί να θεωρηθεί πως βλάπτω κάποιους; Εάν είμαι μέλος της Ku-Klux-Klan και κάψω σταυρούς μπροστά στα σπίτια μαύρων ή αν είμαι νεοναζιστής και παρελάσω μέσα από μια εβραϊκή συνοικία την ημέρα μνήμης του Ολοκαυτώματος; Εάν γράψω άρθρο κατηγορώντας τους Αλβανούς πως είναι από τη φύση τους κλέφτες; Εάν αποκαλύψω σε τηλεοπτική εκπομπή το κρυφό ημερολόγιο γνωστού μόδιστρου; Εάν δεν βοηθήσω κάποιον που πνίγεται αν και θα μπορούσα να το κάνω χωρίς να κινδυνεύσω ο ίδιος; Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι εμφανές πως κάποιος βλάπτεται, ζημιώνεται, υποφέρει από τις πράξεις μου. Όμως ακόμα κι αν ανοίξω ένα κατάστημα πολύ κοντά σ’ ένα άλλο που παρέχει παρόμοια αγαθά ή υπηρεσίες είναι σίγουρο πως θα βλάψω τον ανταγωνιστή μου και εάν οργανώνω ρωμαϊκά όργια στο σπίτι μου είναι επίσης βέβαιο ότι θα ενοχλήσω πολλούς, ακόμα κι αν δεν τους προσκαλέσω ποτέ σ’ αυτά.

Ακούγεται εύλογη λοιπόν η αρχή του Mill, αλλά θα πρέπει να δούμε και πώς ορίζεται η βλάβη. Ακόμα και για συνεπείς φιλελεύθερους ο ορισμός δεν είναι καθόλου εύκολος. Αρκεί να θυμηθούμε πως το 1976 η μεγαλύτερη παγκοσμίως οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η American Civil Liberties Union (ACLU), έχασε σε μια μόνο μέρα τα μισά της μέλη, όταν αποφάσισε να υπερασπισθεί στα δικαστήρια το δικαίωμα των νεοναζιστών να παρελάσουν στην εβραϊκή συνοικία Σκόκι του Σικάγο. Όμως πολλές οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων (και στην Ελλάδα) ζητούν την παραδειγματική τιμωρία όσων εκφράζουν με άρθρα ρατσιστικές απόψεις στις εφημερίδες, ενώ πολλοί θα συμφωνούσαν πως το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή προηγείται του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης ακόμα και για τα δημόσια πρόσωπα.
Σύμφωνα με τον Feinberg, βλάβη είναι οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη πλήττει τις βασικές προϋποθέσεις για την ευημερία ενός ατόμου. Ο κίνδυνος της διασταλτικής ερμηνείας υπάρχει πάντα, αλλά το βάρος της απόδειξης το έχει αυτός που υποστηρίζει τον περιορισμό.Κανείς άλλος δεν έχει συνεισφέρει τόσο στο διάλογο για το τι είναι βλάβη και το ποια είναι τα όρια της κρατικής παρέμβασης στην ατομική ελευθερία όσο ο Joel Feinberg). Ο Feinberg δίδαξε σε πολλά αμερικάνικα πανεπιστήμια (μεταξύ των άλλων στο Princeton και στο UCLA) μέχρι να καταλήξει στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Αριζόνα, όπου δίδαξε για 17 χρόνια μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1994. Το έργο του είναι πλουσιότατο, αλλά η μεγαλύτερή του συνεισφορά βρίσκεται στη φιλοσοφία του ποινικού δικαίου. Το περίφημο τετράτομο έργο του Τα Ηθικά Όρια του Ποινικού Δικαίου (The Moral Limits of the Criminal Law) που δημοσιεύτηκε από το 1984 έως το 1988 δικαιολογημένα θεωρείται ως ένα από τα σημαντικότερα έργα φιλοσοφίας του δικαίου του 20ου αιώνα.

Ο Feinberg ως κλασικός φιλελεύθερος θεωρεί καταρχήν πως το κράτος θα πρέπει να μην περιορίζει την ελευθερία των πολιτών παρά σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου ο περιορισμός της νομιμοποιείται από ηθικές αρχές. Ασκώντας κριτική στις θεωρίες του καθήκοντος, επαναφέρει τη συζήτηση στα δικαιώματα [3] Εάν εννοούσε τα νομικά δικαιώματα (legal rights), το όλο επιχείρημα θα ήταν κυκλικό. θεωρώντας ότι σοβαρά μπορούν να συζητηθούν τέσσερις περιπτώσεις στις οποίες το κράτος νομιμοποιείται να περιορίσει την ελευθερία ενός ατόμου.
Πιο συγκεκριμένα, όταν το άτομο:
1. βλάπτει σοβαρά κάποιο άλλο ή το υποβάλλει σε παράλογο κίνδυνο (αρχή της βλάβης / harm principle)
2. προσβάλλει ένα άλλο πρόσωπο με τις ενέργειές του (αρχή της προσβολής / offence principle), του δημιουργεί δηλαδή αισθήματα ντροπής, άγχους, αηδίας, αγανάκτησης, κλπ.
3. βλάπτει τον εαυτό του σωματικά, οικονομικά ή ηθικά (νομικός πατερναλισμός / legal paternalism)
4. αν και δεν βλάπτει ή ενοχλεί κανέναν, η συμπεριφορά του κρίνεται ως ανήθικη από την κρατούσα συμβατική ηθική (νομικός ηθικισμός / legal moralism) Ο Alan Wertheimer θα προσθέσει άλλες τρεις περιπτώσεις περιορισμού της ελευθερίας:
5. σε περίπτωση που είναι απαραίτητο για την παροχή δημόσιων αγαθών (αρχή των συλλογικών αγαθών / collective benefits principle),
6. για λόγους δικαιοσύνης (αρχή της δικαιοσύνης / justice principle)
7. για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες άλλων ανθρώπων (αρχή της ανάγκης / need principle)
Οι εξαιρέσεις είναι τόσες πολλές που, αν υιοθετηθούν όλες, θα μετατρέψουν την ίδια την ελευθερία σε εξαίρεση. Ο Feinberg συζητά τις τέσσερις και καταλήγει πως μόνο οι δύο πρώτες (πολύ περισσότερο η αρχή της βλάβης) νομιμοποιούν ηθικά τον περιορισμό της ελευθερίας. Για τον Feinberg, ο φιλελευθερισμός αποκλείει κάθε άλλη αρχή παρέμβασης. Πολλοί ακραίοι φιλελεύθεροι (libertarians) θα δέχονταν μόνο την πρώτη αρχή και μάλιστα ερμηνεύοντάς την συσταλτικά. Οι ωφελιμιστές φιλελεύθεροι αντίθετα θα έβλεπαν με συμπάθεια τη δεύτερη και ιδιαίτερα την πέμπτη σε περιπτώσεις διλήμματος του φυλακισμένου.
Για τον Feinberg όμως αυτό που έχει ενδιαφέρον δεν είναι το πρόβλημα του κοινωνικού ελέγχου με όργανο το (ποινικό) δίκαιο, αλλά τα ηθικά όρια της κρατικής παρέμβασης, δηλαδή του περιορισμού της ελευθερίας από το κράτος. Σε αντίθεση με τους θετικιστές (όπως ο Hart) και τους οπαδούς του ουδέτερου φιλελεύθερου κράτους (όπως ο Rawls) ο Feinberg βλέπει την παρέμβαση αυτή ως ένα είδος επιβολής κοινώς αποδεκτών ηθικών αξιών, ιδιαίτερα των ηθικών δικαιωμάτων. Για τον Feinberg η ποινική διαδικασία είναι εγγενώς ηθική – την ονομάζει «μεγάλη ηθική μηχανή» (great moral machine). Το ποινικό δίκαιο δεν έχει δηλαδή σαν μοναδικό στόχο να αποτρέψει τη βλάβη, αλλά και να εκφράσει την ηθική απαξίωση της συγκεκριμένης βλάβης (expressive function of punishment).
Έτσι, σύμφωνα με τον Feinberg, βλάβη είναι οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη πλήττει τις βασικές προϋποθέσεις για την ευημερία ενός ατόμου. Ο κίνδυνος της διασταλτικής ερμηνείας υπάρχει πάντα, αλλά το βάρος της απόδειξης το έχει αυτός που υποστηρίζει τον περιορισμό. Στην περίπτωση της προσβολής (offence) θα θέσει μια σειρά κριτηρίων (μέγεθος προσβολής, αδυναμία αποφυγής της προσβολής από το θύμα, κίνητρα του δράστη, μέγιστη δυνατή προστασία της ελευθερίας της έκφρασης, κ.ά.) για να περιορίσει την εφαρμογή της κατά το δυνατόν. Απορρίπτει επίσης τον πατερναλισμό,[4] δηλαδή την ποινικοποίηση της εκούσιας συμπεριφοράς που μπορεί να βλάψει τον ίδιο το δρώντα φυσικά, ψυχολογικά, οικονομικά, για ορισμένους ακόμα και ηθικά. Φυσικά απορρίπτει και το νομικό ηθικισμό, σύμφωνα με τον οποίο ορισμένες πράξεις είναι τόσο εγγενώς ανήθικες ώστε πρέπει να απαγορεύονται ακόμα και αν δεν βλάπτουν ή προσβάλλουν άμεσα κάποιον[5] και λαμβάνουν χώρα ιδιωτικά από συναινούντες ενήλικες.
Αυτό που προκύπτει από το έργο του Feinberg (και όσων ακολούθησαν) είναι η περιπτωσιολογική πραγμάτευση της κάθε κατηγορίας παρέμβασης και της κάθε υποκατηγορίας εξαίρεσης. Όμως δύσκολα μπορεί κανείς να παραμείνει συνεπής χωρίς κάποια στάθμιση συμφερόντων, την οποία προσπάθησε επιμελώς να αποφύγει ο Feinberg, χωρίς απόλυτη πάντοτε επιτυχία. Άλλωστε, είναι γνωστό πως ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες.
——————————————————————-
- Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Cogito (τεύχος 2, Ιανουάριος 2005)
-Ο Αριστείδης Ν. Χατζής είναι Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών στο Τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας & Θεωρίας της Επιστήμης του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
1. John Stuart Mill, On Liberty (ch. 1) .
2. Feinberg (1988: 4).
3. Ως ηθικά δικαιώματα (moral rights) όμως, όχι νομικά. Η διαφορά είναι σημαντική διότι θεωρεί ως βλάβη την προσβολή των ηθικών δικαιωμάτων.
4. Ακριβέστερα, απορρίπτει τον απόλυτο πατερναλισμό (hard paternalism), διαχωρίζοντάς τον από τον ήπιο πατερναλισμό (soft paternalism) όπου η επιλογή δεν είναι εκούσια και συνειδητή.
5. Υποτίθεται όμως ότι προσβάλλουν έμμεσα, καταστρέφοντας τον κοινωνικό ιστό.
by Αντικλείδι , http://antikleidi.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου