Τα γενετικά αυτά ίχνη διαρκούν μέχρι την εφηβεία και τελικά επηρεάζουν τον τρόπο έκφρασης των γονιδίων των παιδιών στην μετέπειτα ζωή τους.
Με αυτόν τον μηχανισμό (ονομάζεται «επιγενετικός» στη βιολογία), το πρώιμο γονεϊκό άγχος προκαλεί μεταβολές στις οργανικές και τελικά στις ψυχολογικές λειτουργίες των παιδιών.Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Ιατρικής Γενετικής Δρ Μάικλ Κόμπορ μελέτησαν δείγματα DNA από παιδιά και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι όσο μεγαλύτερο ήταν το στρες (κατάθλιψη, οικογενειακό άγχος, οικονομικά προβλήματα κ.α.) μεταξύ των γονέων κατά τα πρώτα τέσσερα χρόνια ζωής ενός παιδιού, τόσο μεγαλύτερο ήταν το ποσοστό μεθυλίωσης στο γενετικό κώδικά (DNA) του, όταν πια το παιδί ήταν έφηβος.
Η μεθυλίωση αποτελεί κεντρικό συστατικό της επιγενετικής, δηλαδή της τροποποιημένης έκφρασης των γονιδίων ενός ανθρώπου μετά τη γέννησή του, υπό την επήρεια του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντός του.
Κατά την μεθυλίωση, μια χημική ομάδα προσκολλάται σε τμήματα του DNA, λειτουργώντας ως «διακόπτης» που μεταβάλλει την έκφραση και δράση ενός γονιδίου.Η επιγενετική έρχεται να επαναπροσδιορίσει τις αρχικές εντολές που περιέχει ο γενετικός κώδικας ενός ανθρώπου κατά τη γέννησή του, χάρη στην κληρονομικότητά του.
Η έρευνα διαπίστωσε ότι, όσον αφορά τις επιγενετικές αλλαγές στα παιδιά, το άγχος της μητέρας παίζει μεγαλύτερο ρόλο από το άγχος του πατέρα τόσο στα αγόρια όσο και στα κορίτσια, ενώ το άγχος του πατέρα έχει πιο βαρύνουσα σημασία, σε σχέση με το άγχος της μητέρας, κυρίως στα κορίτσια.
Έτσι, γενικότερα, ο ρόλος του στρες στην μητέρα είναι σημαντικότερος από αυτόν του πατέρα, αναφορικά με τις κατοπινές αλλαγές στα γονίδια των παιδιών τους.Η μελέτη δείχνει ότι το στρες της μητέρας επιφέρει περισσότερες επιγενετικές αλλαγές στα παιδιά, όταν αυτό υπάρχει κυρίως κατά τη νηπιακή ηλικία των τελευταίων, ιδιαίτερα κατά το πρώτο έτος της ζωής τους.
Αντίθετα, η επιγενετική επίδραση του πατέρα φαίνεται να είναι μεγαλύτερη κατά την μετα-νηπιακή ηλικία του παιδιού, δηλαδή στον τρίτο ή τέταρτο χρόνο της ζωής των παιδιών.
Όπως εξηγεί ο Δρ Κομπόρ, η νέα έρευνα παρέχει την πρώτη απόδειξη ότι το προσωπικό άγχος των γονιών, κατά τη διάρκεια της προσχολικής περιόδου των παιδιών, «οδηγεί σε διακριτές μεταβολές στο επιγονιδίωμά τους, μετρήσιμες πάνω από μια δεκαετία αργότερα.
Όπως εξηγεί ο Δρ Κομπόρ, η νέα έρευνα παρέχει την πρώτη απόδειξη ότι το προσωπικό άγχος των γονιών, κατά τη διάρκεια της προσχολικής περιόδου των παιδιών, «οδηγεί σε διακριτές μεταβολές στο επιγονιδίωμά τους, μετρήσιμες πάνω από μια δεκαετία αργότερα.
Αυτό κυριολεκτικά μας δείχνει ένα μηχανισμό μέσω του οποίου οι εμπειρίες εισχωρούν στο δέρμα μας, για να μας συντροφεύουν για μια μακρά χρονική περίοδο, ίσως και για όλη την υπόλοιπη ζωή του παιδιού».
Όπως τονίζουν οι ερευνητές, η νέα μελέτη επιβεβαιώνει με βιολογικό τρόπο αυτό που είναι γνωστό από άλλες έρευνες, ότι τα πρώτα χρόνια της ζωής είναι κρίσιμα για τι θα συμβεί σε ένα άνθρωπο αργότερα στη ζωή του.
Όπως τονίζουν οι ερευνητές, η νέα μελέτη επιβεβαιώνει με βιολογικό τρόπο αυτό που είναι γνωστό από άλλες έρευνες, ότι τα πρώτα χρόνια της ζωής είναι κρίσιμα για τι θα συμβεί σε ένα άνθρωπο αργότερα στη ζωή του.
Μεταξύ άλλων, εξηγεί γιατί τα παιδιά από οικογένειες ανώτερου κοινωνικοοικονομικού επιπέδου, που συνήθως έχουν λιγότερο άγχος, διαθέτουν στην μετέπειτα ζωή τους γενικά καλύτερη υγεία.ΑΠΕ – ΜΠΕ
boro.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου