Γράφει ο ψυχολόγος Νικόλαος Βακόνδιος
Να είσαι αυτό που θα ήθελες να βλέπεις στους άλλους.,
Να είσαι η αλλαγή που θα ήθελες να δεις στον κόσμο…
Να είσαι η αλλαγή που θα ήθελες να δεις στον κόσμο…
Μέρες γιορτινές στο Παρίσι, χριστουγεννιάτικες, και από το κρύο πάγωνε η μύτη σου. Όμως η Μαρία έπρεπε να βρίσκεται στο συνέδριο εκπροσωπώντας την εταιρεία της, αφήνοντας πίσω την οικογένειά της…Μέσα της έλεγε χίλιαδυο ονόματα για την ατυχία της να στείλουν αυτή τέτοιες μέρες στο εξωτερικό. Αυτά σκεφτόταν και σηκώθηκε βαριεστημένα από την καρέκλα της, βγήκε από την αίθουσα και πήγε προς το μπαρ να πάρει ένα καφέ …
Περιμένοντας την σειρά της, δεν μπόρεσε να μην προσέξει ότι ο σερβιτόρος έφτιαχνε έναν καφέ σε έναν ηλικιωμένο κύριο και μάλιστα, γελούσαν και οι δύο. «Που την βρήκαν την καλή διάθεση τόσο χάλια μέρα »; αναρωτήθηκε…
Προς έκπληξή της ξαφνικά, ο σερβιτόρος βγαίνει έξω από το μπαρ, για να βοηθήσει τον κύριο να μεταφέρει και τα ποτήρια με το νερό ενώ ο ηλικιωμένος του έλεγε ότι δεν χρειάζεται…
«Απίστευτο, αυτό δεν είναι στα καθήκοντά του, και καμία από τις μέρες του συνεδρίου, δεν το έκανε για μένα», σκέφτηκε η Μαρία. Η αλήθεια είναι ότι ζήλεψε λιγάκι αυτή την ιδιαίτερη μεταχείριση…Δεν μπορεί, θα είναι «κάποιος» είπε μέσα της…
Βρήκε ως αφορμή την ερώτηση που ο ηλικιωμένος κύριος είχε κάνει μέσα στο συνέδριο, σχετικά με την μετατροπή της ανθρώπινης σκέψης σε ηλεκτροχημική δραστηριότητα…
Βρήκε ως αφορμή την ερώτηση που ο ηλικιωμένος κύριος είχε κάνει μέσα στο συνέδριο, σχετικά με την μετατροπή της ανθρώπινης σκέψης σε ηλεκτροχημική δραστηριότητα…
– «Καλησπέρα σας», είπε η Μαρία, «άκουσα την παρέμβασή σας στην ομιλία του καθηγητού, είστε ιατρός»;
– «Όχι» απαντά εκείνος, «μα…, παρακαλώ…, καθίστε…»
Γνήσιο χαμόγελο, σκέφτηκε εκείνη, χαμογελούν και τα μάτια του…
– «Μα γιατί υποθέσατε ότι είμαι ιατρός”; την πρόλαβε εκείνος πρώτος, δείχνοντας να διασκεδάζει την κουβέντα τους.
– « Είδα ότι ήταν εξαιρετικά ευγενικός ο σερβιτόρος απέναντί σας».. απάντησε εκείνη…
– «Ίσως…» είπε ο ηλικιωμένος κύριος, να κέρδισα τον σεβασμό του κάπως αλλιώς» και τα μάτια του πετούσαν σπίθες ικανοποίησης…
– «Δηλαδή»; ρώτησε η Μαρία…
– «Όχι» απαντά εκείνος, «μα…, παρακαλώ…, καθίστε…»
Γνήσιο χαμόγελο, σκέφτηκε εκείνη, χαμογελούν και τα μάτια του…
– «Μα γιατί υποθέσατε ότι είμαι ιατρός”; την πρόλαβε εκείνος πρώτος, δείχνοντας να διασκεδάζει την κουβέντα τους.
– « Είδα ότι ήταν εξαιρετικά ευγενικός ο σερβιτόρος απέναντί σας».. απάντησε εκείνη…
– «Ίσως…» είπε ο ηλικιωμένος κύριος, να κέρδισα τον σεβασμό του κάπως αλλιώς» και τα μάτια του πετούσαν σπίθες ικανοποίησης…
– «Δηλαδή»; ρώτησε η Μαρία…
« Ας πούμε» απάντησε εκείνος, «ότι φέρθηκα στον σερβιτόρο όπως θα ήθελα να μου φερθεί κάποιος, αν ήμουν εγώ στην θέση του, ως ίσο. «Όταν επαινείς κάποιον, είναι σα να δηλώνεις ότι θεωρείς τον εαυτό σου ισάξιο μ’ εκείνον» δεν έλεγε ο Γκαίτε; Τα λόγια μας ξέρετε έχουν εκπληκτική δύναμη προς τον άνθρωπο προς τον οποίον τα στέλνουμε, δίνοντάς του αναγνώριση, δύναμη, αισιοδοξία. Δεν έχετε ακούσει ότι ακόμη και τα λουλούδια ανθίζουν αν ακούνε κλασική μουσική;
Έτσι και στον άνθρωπο δημιουργούν σκέψεις και συναισθήματα, και όπως είπαμε στην αίθουσα, οι σκέψεις και τα συναισθήματα επηρεάζουν μέσω του νευρικού συστήματος ακόμη και την άμυνα του οργανισμού μας. Επηρεάζουμε δηλαδή την συμπεριφορά ενός ανθρώπου, την ημέρα του, ίσως την ζωή του, και τον οργανισμό του… πού ξέρετε για πόσο καιρό θα θυμόμαστε κάποια λόγια που μας άγγιξαν; Ίσως και χρόνια, δεκαετίες, μια ζωή…
Εξάλλου είναι οι τίτλοι που μας κάνουν αυτό που είμαστε; Αυτά είναι κουτάκια που χρησιμοποιεί το μυαλό μας για να κατηγοριοποιεί τους ανθρώπους με ταχύτητα και να φερόμαστε ανάλογα. Και το πιο σημαντικό, αν εγώ έδειχνα έπαρση απέναντί του, όχι μόνο εγώ θα όριζα τον εαυτό μου λανθασμένα ως ανώτερο, αλλά θα το πρόβαλα στον άλλον και θα με αντιπαθούσε γι αυτό… Ότι λάμβανα ως συμπεριφορά του, θα το είχα προκαλέσει εγώ. Μετά, η ενόχλησή του θα χαλούσε την δική μου διάθεση…Φανταστείτε, μπορεί μέσα μου από πάνω, να τον έλεγα και κακοπροαίρετο και παράξενο. Κι ο καθένας μας θα πίστευε ότι είχε και δίκιο.
Το φτιάχνουμε το περιβάλλον μας νεαρή μου κυρία, διότι αυτό είναι τα άγνωστα πρόσωπα που βλέπουμε συνέχεια περπατώντας στον δρόμο…Συνδεόμαστε αναπόφευκτα!» είπε ο ηλικιωμένος κύριος, και τα μάτια του σπινθηροβολούσαν ξανά συνοδευόμενα από ένα ζεστό χαμόγελο, σα να είχε μόλις ανακαλύψει χρυσό και ένιωθε πλούσιος…
«Πω…πω» είπε η Μαρία… «πραγματικά, αλλά που βρίσκετε τόσο καλή διάθεση και μάλιστα σε μια γκρίζα εποχή »;
Ο ηλικιωμένος κύριος χαμογέλασε ξανά… «Μα παίρνω και δίνω ενέργεια από τον κάθε άνθρωπο που συναντάω. Ξέρω ότι κανένα τριαντάφυλλο δεν ανθίζει εκεί όπου τα άλλα μαραίνονται. Και να ανθίσει, χρειάζεται τα άλλα να ανθίσουν κι εκείνα, για να μοιραστεί την χαρά του. Αλλιώς θα βρει μοναξιά. Κι αν αυτό ανθίσει πιο πολύ απ ότι ανθίσουν τα άλλα, θα νιώθει μοναξιά από τον φθόνο τους…άσχημο πράγμα ο φθόνος… Σε ποιον αρέσει αυτό;
Αν περπατούσατε στο Λονδίνο του 1843, κρατώντας μια γαλοπούλα, εκεί θα καταλαβαίνατε πόσο σημαντικό είναι η τροφή να φτάνει σε όλους τους ανθρώπους…
– «1843»; ρώτησε με απορία η Μαρία διακόπτοντας τον ηλικιωμένο… «Συγγνώμη τόση ώρα σας μιλώ και δεν συστήθηκα, με λένε Μαρία»
– «Εμπενίζερ», κυρία μου, η τιμή μου είναι όλη δική μου που σας γνωρίζω, είπε ο κύριος φιλώντας το χέρι της Μαρίας…
– «Ω!» είστε πολύ ευγενικός είπε η Μαρία…και προφανώς γνωρίζετε πολύ καλή ιστορία για να μιλάτε για κάτι τόσο πολύ παλιό»
– «Μην το λέτε κυρία μου, απλά ήταν μία χρονιά πολύ σημαντική καθώς ενέπνευσε έναν πολύ σημαντικό συγγραφέα να μιλήσει για το πώς μία δύσκολη εμπειρία μπορεί να αλλάξει την προσωπικότητα ενός ανθρώπου και να γίνει καλύτερος…αφήνοντας πίσω την τσιγγουνιά των συναισθημάτων του…,Κάρολο Ντίκενς τον έλεγαν… «Ω! Μα συγγνώμη» είπε, κοιτάζοντας το ρολόι του, «είναι αργά και πρέπει να είμαι στο Λονδίνο αύριο»…Σηκώθηκε με δυσκολία, μα άρχισε να περπατάει γρήγορα προς την έξοδο…Η Μαρία αφηρημένη, κοιτούσε το πάτωμα σκεπτόμενη… «Εμπενίζερ…Εμπενίζερ» μα πού το είχε ξανακούσει το όνομα αυτό; Και αυτός ο Ντίκενς, γνωστό όνομα αλλά που του ήρθε του κυρίου να το αναφέρει. Ξάφνου μια σκέψη την έκανε να νιώσει σα να διαπερνούσε το σώμα της ηλεκτρικό ρεύμα….
– «1843»; ρώτησε με απορία η Μαρία διακόπτοντας τον ηλικιωμένο… «Συγγνώμη τόση ώρα σας μιλώ και δεν συστήθηκα, με λένε Μαρία»
– «Εμπενίζερ», κυρία μου, η τιμή μου είναι όλη δική μου που σας γνωρίζω, είπε ο κύριος φιλώντας το χέρι της Μαρίας…
– «Ω!» είστε πολύ ευγενικός είπε η Μαρία…και προφανώς γνωρίζετε πολύ καλή ιστορία για να μιλάτε για κάτι τόσο πολύ παλιό»
– «Μην το λέτε κυρία μου, απλά ήταν μία χρονιά πολύ σημαντική καθώς ενέπνευσε έναν πολύ σημαντικό συγγραφέα να μιλήσει για το πώς μία δύσκολη εμπειρία μπορεί να αλλάξει την προσωπικότητα ενός ανθρώπου και να γίνει καλύτερος…αφήνοντας πίσω την τσιγγουνιά των συναισθημάτων του…,Κάρολο Ντίκενς τον έλεγαν… «Ω! Μα συγγνώμη» είπε, κοιτάζοντας το ρολόι του, «είναι αργά και πρέπει να είμαι στο Λονδίνο αύριο»…Σηκώθηκε με δυσκολία, μα άρχισε να περπατάει γρήγορα προς την έξοδο…Η Μαρία αφηρημένη, κοιτούσε το πάτωμα σκεπτόμενη… «Εμπενίζερ…Εμπενίζερ» μα πού το είχε ξανακούσει το όνομα αυτό; Και αυτός ο Ντίκενς, γνωστό όνομα αλλά που του ήρθε του κυρίου να το αναφέρει. Ξάφνου μια σκέψη την έκανε να νιώσει σα να διαπερνούσε το σώμα της ηλεκτρικό ρεύμα….
«Σκρουτζ», ψιθύρισε…. «Εμπενίζερ Σκρουτζ…αυτό είναι…» είπε και τινάχτηκε όρθια από την καρέκλα της κοιτώντας προς την έξοδο…Μα δεν ήταν κανείς εκεί πια…
«Ένα κομπλιμέντο είναι κάτι σαν φιλί μέσα από βέλο». Βίκτωρ Ουγκώ