Ποιος θα μπορούσε να αντικαταστήσει την μητέρα μου; Ποιος θα μπορούσε να πάρει τη θέση της;
Μανούλα… μητέρα… μαμά…
Οι πιο όμορφες λέξεις.
Δεν πρόλαβα να τις χαρώ όσο θα ήθελα. Σταμάτησα γρήγορα να τις λέω αυτές τις λέξεις..
Λίγες ήταν οι αγκαλιές που χάρηκα και ακόμα λιγότερες οι μνήμες που έχω αυτήν.
Κι αυτό γιατί την έχασα όταν ήμουν πολύ μικρή. Ήμουν περίπου 10 χρονών.
Κι ήταν ξαφνικό. Έτσι, ο πατέρας μου έμεινε μόνος με ένα παιδί… Πόσο δύσκολο μπορεί να ήταν γι’ αυτόν… Εκτός από τη θλίψη και τον πόνο του, έπρεπε να σκεφτεί και πως θα διαχειριστεί εμένα…
Δεν το έχουμε συζητήσει ποτέ. Δεν θέλει να μιλάει για εκείνη την εποχή.
Το μόνο που μου έχει πει είναι πως έχοντας να προσέχει εμένα, κατάφερε να σταθεί στα πόδια του. Κατάφερε να ζήσει. Αλλιώς δεν θα άντεχε το χαμό της γυναίκας του.
Είχε εμένα να του τη θυμίζω, να της μοιάζω, να έχει ένα λόγο να ελπίζει.
Εγώ όμως; Ένιωσα πιο μόνη μου από ποτέ. Κι ας ήταν ο πατέρας μου πάντα κοντά μου. Κι ας προσπαθούσε να την αντικαταστήσει με όποιο τρόπο μπορούσε…
Η σχέση με τη μητέρα μου ήταν αναντικατάστατη.
Δεν θα ξεχάσω τη μυρωδιά της όταν με έπαιρνε αγκαλιά. Αυτό το άρωμα τριαντάφυλλου που φορούσε έχει χαρακτεί στη μνήμη μου. Το μπουκαλάκι έχει μείνει εκεί. Μπροστα από τον καθρέφτη της… Μισοτελειωμένο.
Τα βράδια δεν κοιμόμουν αν δεν ερχόταν στο κρεβάτι μου να με σκεπάσει.
Εκείνη διάλεγε τα ρούχα που θα φορούσα κάθε πρωί στο σχολείο. Τα συνδύαζε τόσο προσεκτικά. Και πάντα με ρωτούσε αν μου αρέσουν.
Μου χτένιζε απαλά τα μαλλιά και μου έφτιαχνε κοτσίδες.
Πάντα ήξερε να με παρηγορεί όταν της έλεγα κάποιο πρόβλημά μου και μου έδινε τις καλύτερες συμβουλές. Γι’ αυτό της έλεγα πάντα όλα μου τα μυστικά!
Ακόμα κι όταν με μάλωνε ήταν τόσο γλυκιά.
Ποιος θα μπορούσε να αντικαταστήσει την μητέρα μου; Ποιος θα μπορούσε να πάρει τη θέση της;
Ο πατέρας μου δεν ήξερε να φτιάχνει κοτσίδες ούτε τα ρούχα που μου διάλεγε μου άρεσαν… Ούτε μπορούσα να του λέω τα μυστικά μου…
Γκρίνιαζα στον μπαμπά μου συνέχεια γι’ αυτό…
Το ξέρω αυτά είναι δικαιολογίες! Δεν θα σταματούσε να μου λείπει η μητέρα μου αν ο πατέρας μου τα έκανε όλα αυτά.. Απλώς, δεν μπορούσα να διαχειριστώ τον θάνατο της μαμάς μου και τα έβαζα μαζί του.
Ούτε που φανταζόμουν τότε πόσο πολύ τον στεναχωρούσα.
Τα χρόνια περνούσαν δύσκολα. Ο μπαμπάς έπρεπε να δουλεύει κι εγώ δεν μπορούσα να μένω μόνη στο σπίτι. Γι” αυτό βρήκε μια κοπέλα για να με προσέχει. Ήταν η κόρη της γειτόνισσάς μας που μόλις είχε τελειώσει το σχολείο και έψαχνε δουλειά.
Εκείνη με έπαιρνε από το σχολείο, με βοηθούσε στο διάβασμα και με φρόντιζε. Ήταν πολύ ευγενική μαζί μου και με φρόντιζε, όμως απείχε πολύ από αυτό που ήθελα εγώ. Από αυτό που είχα ανάγκη. Και που δυστυχώς δεν θα μπορούσα να ξαναβρώ… τη μητρική φροντίδα.
Κι έφτασε η ημέρα της γιορτής της μητέρας. Ήταν η πρώτη φορά που θα την γιόρταζα χωρίς την μαμά μου… Όλα τα παιδιά στο σχολείο έφτιαξαν όμορφες καρτούλες με λουλούδια και καρδιές… Εγώ;
Η δασκάλα μου είπε να φτιάξω κάτι για τον μπαμπά ή για τη γιαγιά μου… Δεν ήθελα… Τότε μου είπε να φτιάξω κι εγώ μια κάρτα για τη μητέρα μου. Πως πρέπει να την κάνω όμορφη και να βάλω πολλά και φωτεινά χρώματα για να φαίνεται από εκεί ψηλά που είναι η μαμά μου. Μου άρεσε αυτή η ιδέα. Έφτιαξα την πιο όμορφη κάρτα της τάξης. Έβαλα πολλά χρώματα και έκανα μεγάλα γράμματα για να μπορέσει να τα διαβάσει! Και ξέρω πως τα διάβασε…
Από τότε, άρχισα να της γράφω γράμματα… της έγραφα όλα όσα ήθελα να της πω… Ήταν ένας τρόπος επικοινωνίας μαζί της…
Έβλεπα συχνά τη μητέρα μου στον ύπνο μου. Την έβλεπα να μου χαμογελά, να με παίρνει αγκαλιά, να με φιλάει. Και ένιωθα μια όμορφη γαλήνη. Όμως, όταν ξυπνούσα… ξεσπούσα σε κλάματα… Συνειδητοποιούσα ότι αυτά που ένιωθα δεν ήταν παρά ένα όνειρο…
Μεγαλώνοντας ξεπέρασα το σοκ του χαμού, όμως οι δυσκολίες δεν έφευγαν.
Ο πατέρας μου προσπαθούσε πάρα πολύ να μειώσει το αίσθημα της απώλειας που ένιωθα. Παρόλο που δούλευε πάρα πολύ πάντα έβρισκε χρόνο να περνάει μαζί μου.
Συζητούσαμε πολύ για διάφορα θέματα και πάντα με ρωτούσε για το σχολείο, τις φίλες μου και τα συναισθήματά του…
Άρχισα να του λέω όσα με απασχολούσαν αποφεύγοντας όμως να του μιλάω για τη μητέρα. Ήξερα πως είναι κάτι που τον στεναχωρούσε.
Σιγά σιγά η σχέση μας έγινε πιο στενή. Μέσα σε αυτό το κλίμα εμπιστοσύνης που χτίζαμε, άρχισε κι εκείνος να μου μιλάει για τον εαυτό του.
Μου έλεγε πώς φανταζόταν το μέλλον. Γκρίνιαζε χαριτολογώντας για το τι θα κάνει όταν θα φύγω από το σπίτι για να σπουδάσω…
Πήρα το θάρρος να τον ρωτήσω για τη μητέρα. Είχα ανάγκη να συζητώ για αυτήν, όμως εκείνος μου έκοβε αμέσως την κουβέντα.
Ακόμα και τώρα δεν μπορεί να το συζητήσει.
Ακόμα και τα πράγματά της τα έχει από τότε αφήσει ανέγγιχτα. Όπως τα είχε αφήσει η μητέρα μου την ημέρα που έφυγε. Η μόνη του παρέμβαση ήταν μια φωτογραφία της. Την έβαλε εκεί για να την βλέπει κάθε πρωί που ξυπνάει και κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί.
Ξέρω ότι κάθεται συχνά στο δωμάτιο του, μπροστά από τον καθρέφτη, εκεί που είναι στολισμένα τα πράγματα της μαμάς μου… Το άρωμά της, μερικά κοσμήματα και καλλυντικά. Κι ένα μήνυμα που του είχε αφήσει εκείνη την ημέρα σε ένα χαρτάκι. «Πάω μέχρι το φαρμακείο. Δεν θα αργήσω! Σε αγαπώ», του είχε γράψει…
Όμως άργησε… Μήπως κι εκείνη το ήξερε;
Ακόμα την βλέπω στα όνειρά μου. Τώρα όμως δεν κλαίω όταν ξυπνώ. Πάντα ξυπνώ με χαμόγελο. Μου φτιάχνει την ημέρα γιατί την νιώθω κοντά μου…
Πηγή: http://fylada.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου