Ένα κρίσιμο ερώτημα που απασχολεί γονείς, εκπαιδευτικούς και ειδικούς είναι το εξής: Να τιμωρεί κανείς ή να μην τιμωρεί;
Αναμφίβολα, η τιμωρία ανέκαθεν πυροδοτούσε και εξακολουθεί να πυροδοτεί αισθήματα μίσους, αντεκδίκησης, περιφρόνησης, ενοχής, αναξιότητας και αυτολύπησης.
Οι ειδικοί αντιτείνουν πως το παιδί πρέπει μεν να βιώνει τις συνέπειες της ανάρμοστης ή ακατάλληλης για το εκάστοτε πλαίσιο συμπεριφοράς του, αλλά όχι μέσω της τιμωρίας. Η τιμωρία δεν φέρνει τα επιθυμητά αποτελέσματα γιατί συνιστά αντιπερισπασμό: αντί το παιδί να νιώσει μεταμέλεια για την πράξη και να επεξεργαστεί τρόπους επανόρθωσης, φαντασιώνεται τρόπους αντεκδίκησης. Με την επιβολή της τιμωρίας, δηλαδή, στερούμε από το παιδί τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει και να διορθώσει το «σφάλμα» που διέπραξε.
Εναλλακτικές της τιμωρίας λύσεις:
1. Επισήμανση επωφελών ενεργειών, δείξτε δηλαδή στο παιδί πώς να φανεί χρήσιμο: «Ξέρεις πώς μπορείς να βοηθήσεις; Πιάσε 3 λεμόνια από το ψυγείο!»
2. Εκδήλωση έντονης αποδοκιμασίας (χωρίς τη χρήση μειωτικών σχολίων): «Είμαι έξαλλος! Βρήκα το καινούριο πριόνι παρατημένο έξω και σκουριασμένο από τη βροχή!»
3. Εξωτερίκευση των προσδοκιών:«Έχω την απαίτηση τα εργαλεία που δανείζω να μου επιστρέφονται.»
4. Υπόδειξη τρόπων επανόρθωσης: «Για να διορθωθεί η ζημιά, χρειαζόμαστε σύρμα, μπόλικο γράσο και γερά μπράτσα.»
5. Παροχή ευχέρειας εκλογής: «Διάλεξε: ή θα δανείζεσαι τα εργαλεία μου και θα τα επιστρέφεις ή θα χάσεις το προνόμιο χρήσης τους. Εσύ αποφασίζεις.»
6. Ανάληψη δράσης: «Παιδί: Μπαμπά η εργαλειοθήκη είναι κλειδωμένη. Γιατί; Πατέρας: Πες μου εσύ το λόγο.»
7. Παροχή χρόνου στο παιδί, ώστε να βιώσει τις συνέπειες της ανάρμοστης πράξης:«Τι μπορεί να γίνει ώστε και εσύ να χρησιμοποιείς τα εργαλεία μου, όταν τα χρειάζεσαι, και εγώ να είμαι ήσυχος ότι θα τα έχω στη διάθεσή μου όταν θέλω να μαστορέψω;»
Όταν το πρόβλημα επιμένει, σημαίνει πως είναι πιο σύνθετο απ’ όσο είχαμε φανταστεί αρχικά. Τα περίπλοκα προβλήματα απαιτούν την εφαρμογή πολύπλοκων τεχνικών.
Επίλυση προβλημάτων
Αρχικά ρωτήστε: «Είναι κατάλληλη η στιγμή για να μιλήσουμε;» Αν λάβετε θετική απάντηση, εφαρμόστε τα ακόλουθα βήματα:
1ο βήμα: Διερευνήστε τα συναισθήματα και τις ανάγκες του παιδιού. Η στάση σας πρέπει να δείχνει ότι προέχει να μάθετε πώς αισθάνεται το παιδί («Φαντάζομαι πώς νιώθεις…»)
2ο βήμα: Εξωτερικεύστε τις ανάγκες και τα συναισθήματά σας. Εδώ χρειάζεται συντομία και σαφήνεια. Το παιδί δυσφορεί όταν ακούει το γονέα να φλυαρεί αναφερόμενος στις έγνοιες, το θυμό ή την πικρία του. («Άκου τώρα πώς νιώθω εγώ.»)
3ο βήμα: Επεξεργαστείτε από κοινού ιδέες για μια αμοιβαία αποδεκτή λύση. Αν είναι δυνατόν, παροτρύνετε το παιδί να διατυπώσει πρώτο τις ιδέες του. Στη συνέχεια, εκφράστε και τις δικές σας ιδέες – λύσεις.
4ο βήμα: Καταγράψτε όλες αδιακρίτως τις ιδέες – χωρίς να τις αξιολογείτε. Δεν είναι απαραίτητο να τις καταγράψετε, ωστόσο η αποτύπωση στο χαρτί προσδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στην όλη διαδικασία.
5ο βήμα: Αποφασίστε ποιες προτάσεις είναι αρεστές και ποιες όχι. Αποφύγετε τη χρήση απαξιωτικών σχολίων («πολύ χαζή σκέψη»). Αντί γι’ αυτό καταφύγετε στην περιγραφή των συναισθημάτων που σας δημιουργούν: «Θα με προβλημάτιζε αυτό, επειδή…», «Αυτό νομίζω πως θα μπορούσα να το κάνω.»
6ο βήμα: Προχωρήστε στο σχεδιασμό υλοποίησης των όσων προκρίνατε: «Τι πρέπει να κάνουμε για να βάλουμε σε εφαρμογή το σχέδιο;», «Τι ευθύνες θα αναλάβει ο καθένας μας;», «Δεν πρέπει να βάλουμε ένα χρονικό όριο γι’ αυτά που συμφωνήσαμε;»
Το πιο δύσκολο κομμάτι όσον αφορά την εφαρμογή των τεχνικών για την επίλυση των προβλημάτων έγκειται στην υλοποίηση της απαιτούμενης μεταβολής της στάσης μας. Είναι σημαντικό να σταματήσουμε να αντιμετωπίζουμε το παιδί ως «πρόβλημα» που χρειάζεται «διόρθωση» αλλά και να εγκαταλείψουμε την ιδέα ότι ως ενήλικοι γνωρίζουμε πάντα τη λύση στο πρόβλημα και έχουμε το δίκιο με το μέρος μας ∙ να απαλλαγούμε από το φόβο ότι αν δεν επιδείξουμε την απαραίτητη αυστηρότητα και σκληρότητα το παιδί θα κάνει ό,τι θέλει. Με τον τρόπο αυτό, απαλλάσσουμε τα παιδιά από το ρόλο των θυμάτων ή των εχθρών μας, ενώ ταυτόχρονα τους προσφέρουμε τα αναγκαία εφόδια για ενεργό συμμετοχή στην επίλυση των προβλημάτων που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν.
… και ορισμένες συστάσεις:
· Οι συνέπειες είναι το φυσικό αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του παιδιού. Είναι πολύ πιο εύκολο τα παιδιά να αντλήσουν διδάγματα από τη σκληρή πραγματικότητα υπαρκτών αντιδράσεων, παρά από ένα άτομο που αποφασίζει να τα τιμωρήσει «για το καλό τους».
· Μην ασχολείστε με την αναζήτηση και την τιμωρία του «ενόχου». Αποφεύγοντας την επίρριψη ευθυνών και την τιμωρία, δίνουμε στα παιδιά την ευκαιρία να εστιάσουν την προσοχή τους στην υιοθέτηση υπεύθυνης στάσης, αντί στην πρόθεση αντεκδίκησης.
· Η έκφραση της αποδοκιμασίας από μέρους του γονέα χρειάζεται να ακούγεται σποραδικά, αρκεί να μην είναι ιδιαίτερα έντονη. Διότι, στην περίπτωση αυτή, το παιδί θα νιώσει ανάξιο και καταφρονεμένο εξαιτίας του «παραπτώματος», ενώ ο γονέας θα έχει κάνει κατάχρηση της γονικής ισχύος, προκαλώντας αισθήματα ενοχής και προσωπικής απαξίωσης στο παιδί, τα οποία ενδέχεται να επηρεάσουν καταλυτικά τη διάπλαση της προσωπικότητάς του.
· Αν είναι δυνατόν, σε συνδυασμό με την αποδοκιμασία, πρέπει ο γονέας να υποδεικνύει στο παιδί τρόπους επανόρθωσης. Μετά την αρχική μεταμέλεια από μέρους του παιδιού, πρέπει να του δοθεί η δυνατότητα να αποκαταστήσει τα θετικά συναισθήματα προς τον εαυτό του, προκειμένου να ανακτήσει τον αυτοσεβασμό και την αίσθηση ότι παραμένει αξιοσέβαστο μέλος της οικογένειας. Παράδειγμα: «Είμαι έξαλλη! Η μικρή έπαιζε χαρούμενη, ώσπου ήρθες και της πήρες την κουδουνίστρα. Τώρα βρες εσύ τον τρόπο να την ησυχάσεις, που έχει πλαντάξει στο κλάμα!» Αντί γι’ αυτό: «Πάλι το έκανες να κλαίει το μωρό. Ετοιμάσου να τις αρπάξεις!». Τέτοιου είδους σχόλια μεταφέρουν στο παιδί το ακόλουθο μήνυμα: «Δε μου άρεσε αυτό που έκανες κι έχω την απαίτηση να επανορθώσεις.»
· Μερικά παιδιά χρησιμοποιούν τη «συγγνώμη» σαν μέσο εξευμενισμού του οργισμένου γονέα, αλλά επαναλαμβάνουν το ίδιο «παράπτωμα» με την πρώτη ευκαιρία. Είναι ουσιώδες τα παιδιά αυτά να αντιληφθούν ότι η πραγματική μεταμέλεια πρέπει να συνοδεύεται από ανάλογες πράξεις: «Χαίρομαι που αναγνωρίζεις το σφάλμα σου. Είναι το πρώτο βήμα. Το δεύτερο είναι να αναρωτηθείς τι μπορείς να κάνεις για να διορθώσεις την κατάσταση.»
· Δεν είναι ανάγκη να διερχόμαστε πάντοτε από όλα τα στάδια προκειμένου να οδηγηθούμε στη λύση. Το πρόβλημα μπορεί να λυθεί σε οποιαδήποτε φάση της διεργασίας. Μερικές φορές, η απλή περιγραφή των αντικρουόμενων συναισθημάτων γονέα και παιδιού αρκεί για να δώσει τη λύση.
· Κάποια παιδιά αρνούνται να εμπλακούν στη διαδικασία επίλυσης προβλημάτων. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ένα σημείωμα, γραμμένο στο ίδιο πνεύμα, μπορεί να αποτελέσει το κατάλληλο υποκατάστατο.
Βιβλιογραφία:
Faber, A., Mazlish, E., (1999). How to talk so kids will listen and listen so kids will talk, Collins
Νίκη Λιώτη, Ψυχολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου