Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις
Χτύπα με αλλού
Μη σημαδέψεις την καρδιά μου
Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο.
Δεν θα ΄θελα να το λαβώσεις
Τάσος Λειβαδίτης
Ένα παιδί χρειάζεται να καθρεφτίζεται
στο βλέμμα των γονιών του για να νιώσει σημαντικά μοναδικό. Η
προσωπικότητά του διαμορφώνεται χάρη σε αυτό το βλέμμα και όσο στο
κοίταγμά τους προς αυτό κυλάει γάργαρη η επιθυμία, δροσίζεται και
ανθίζει η δική του επιθυμία για ζωή.
Αν όμως ο καθρέφτης τους είναι θαμπός
από ελλείμματα που δεν έχουν αντιμετωπίσει, κοιτούν τον παιδί τους μέσα
από αυτά τα ελλείμματα. Εξαιτίας των τραυμάτων που έχουν υποστεί οι
ίδιοι στην παιδική τους ηλικία κατακλύζονται από επώδυνα συναισθήματα,
οπότε κάθε συμπεριφορά του παιδιού τους την ερμηνεύουν με λάθος τρόπο.
Κάθε συμπεριφορά του, που τους θυμίζει τα συναισθήματα που έχουν
αισθανθεί οι ίδιοι ως παιδιά, τους κάνει να αισθάνονται αδύναμοι να τη
διαχειριστούν και γεμίζουν αρνητικές σκέψεις πιστεύοντας πως το παιδί
τους επαναλαμβάνει μια συμπεριφορά προς αυτούς, όπως αυτή που βίωσαν στο
παρελθόν, με αποτέλεσμα να γεμίζουν καταθλιπτικά ή εχθρικά συναισθήματα
και με αυτά να επικοινωνούν με το παιδί τους. Αν τα καταθλιπτικά τους
συναισθήματα κυριαρχούν, αποσύρονται από τη συναισθηματική σχέση μαζί
του ή το υπερπροστατεύουν με τις πράξεις τους αποφεύγοντας όμως τη
συναισθηματική επικοινωνία μαζί του, οπότε το παιδί εκδηλώνει
καταθλιπτικά συμπτώματα ή γίνεται τύραννος. Αν τους παρασύρουν τα
εχθρικά τους συναισθήματα οργίζονται με τις συμπεριφορές του, δίνοντας
σε αυτές παράλογες διαστάσεις και οι αντιδράσεις τους χαρακτηρίζονται
από επίκριση, ειρωνεία, επιθετικότητα, οπότε το παιδί μιμείται την
συμπεριφορά τους ή απορρίπτει τον εαυτό του και εκμηδενίζει την αξία
του.
Οι γονείς δεν μπορούν να συναισθανθούν
το παιδί τους και παραμένουν συναισθηματικά αδιάφοροι στις ανάγκες του,
γιατί κατακλύζονται από τις δικές τους ανεπίλυτες ανάγκες, οι οποίες
προβάλουν και διεκδικούν την ικανοποίησή τους, κάθε φορά που έρχονται σε
επαφή με τα συναισθηματικά αιτήματα των παιδιών τους. Οι άλυτες τους
ανάγκες τοποθετούν ένα φράγμα μεταξύ του δικού τους συναισθηματικού
κόσμου και των συναισθημάτων του παιδιού τους, οπότε δεν μπορούν να
επικοινωνήσουν μαζί του κι εκείνο δεν μαθαίνει να έρχεται σε επαφή με τα
δύσκολα συναισθήματά του ( φόβος, πόνος, άγχος, ζήλεια, οργή κ.α), για
να μην προκαλέσει αναστάτωση στον ήδη ταραγμένο ψυχικό κόσμο των γονιών
του και όταν τολμά να το κάνει, νιώθει ενοχές, αισθάνεται πως δεν
αξίζει την αγάπη τους, ντρέπεται για τον εαυτό του, η ίδια του η ύπαρξή
του υποφέρει.
Εάν οι γονείς δεν βοηθήσουν το παιδί
τους στην έκφραση και στην κατανόηση των συναισθημάτων του, ώστε να
μάθει να αποδέχεται τα θετικά και να διυλίζει τα αρνητικά, θα παραμένει
μόνος στους φαντασιωσικούς του φόβους, θα γεμίζει από το τοξικό τους
περιεχόμενο με αποτέλεσμα να δηλητηριάζεται η ύπαρξη του. Μεγαλώνοντας
θα κυριεύεται από άγχος, δε θα μπορεί να ασχοληθεί με τις δραστηριότητες
του, τα ενδιαφέροντα του θα αδρανούν, οι σκέψεις του θα παραμένουν
άλογες, το νόημα της ζωής του θα λιγοστεύει.
Ένα παιδί μπορεί να έρθει σε επαφή με τα
συναισθήματά του, μόνο όταν υπάρχει κάποιος να το αποδέχεται, να το
καταλαβαίνει και να το στηρίζει. Αν δεν αισθανθεί αυτήν την κατανόηση,
τα απωθεί και εκείνα σκορπούν στον ψυχισμό και στο σώμα του,
σπαρταρώντας από ένταση, ενώ, όταν ένα γεγονός τα ενεργοποιεί,
ξεχύνονται παρασύροντας τον ψυχισμό μαζί τους. Θα ενοχοποιεί την τωρινή
στιγμή που ζει ή θα την φοβάται, αν τα γεγονότα τον ξαφνιάζουν
ευχάριστα, επειδή τα συναισθήματα που γεννιούνται είναι ανοίκεια ή αν τα
γεγονότα τού προκαλούν οδύνη, δεν θα αντιλαμβάνεται την καταστροφική
επίδραση τους, γιατί το οικείο συναίσθημα θα τον αιχμαλωτίζει και θα
παραμένει σε αυτήν την κατάσταση, που θα τον κρατάει στα δίχτυα της,
ανήμπορος να αντιδράσει.
Αν οι γονείς ακολουθούν λάθος διαδρομές,
χαμένοι στα δικά τους ψυχικά ελλείμματα, ασυνείδητα χρησιμοποιούν το
παιδί τους ως χάρτη, ώστε μέσα από αυτό να καλύψουν τις δικές τους
ανεπάρκειες και εκείνο αθέλητα υιοθετεί αυτόν τον ρόλο, ελπίζοντας πως
στις δαιδαλώδεις διαδρομές όπου πορεύεται μόνο του, θα συναντήσει την
αγάπη και την εκτίμηση που του λείπει. Ελπίζει πως όσο χρησιμοποιείται,
θα γίνει η γέφυρα για εκείνους, ώστε να ενώσουν τα ρήγματά τους για να
έχει και εκείνο ένα στήριγμα και γίνεται το υποστύλωμα τους, πετώντας
στα θεμέλια τον εαυτό του. Τους χαρίζει τη σταθερή του παρουσία ποθώντας
σε μια παρουσία από εκείνους που θα γεφυρώσει τα δικά του κενά, ώστε να
μην αισθάνεται άδειος και χαμένος στις μοναχικές του αναζητήσεις και
ασχολείται με τα συναισθήματά τους, ελπίζοντας το ίδιο και από
εκείνους. Όσο η συναισθηματική τους ανταπόκριση παραμένει ανεπαρκής,
εκείνος νιώθει αδύναμος να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες του ή υιοθετεί
ένα ρόλο παντοδύναμου, που από τη μια αναλαμβάνει τους γονείς του και
όλους τους άλλους στη συνέχεια, ενώ από την άλλη προβαίνει σε παράτολμες
πράξεις εκθέτοντας τα συναισθήματα του σε κίνδυνο ή και τον εαυτό του
ακόμα, γιατί η δυσκολία τους να κατανοήσουν τα συναισθήματά του δεν τον
έχει βοηθήσει να μάθει να ισοζυγίζει τα συναισθήματά του μπροστά σε μια
απόφαση.
Όσο παραμένουν ανίκανοι να τον
συναισθανθούν, εκείνος στην προσπάθεια του να επιβιώσει, μαθαίνει να
παρατηρεί τα δικά τους συναισθήματα και τις ανικανοποίητες ανάγκες τους,
και νιώθοντας ένοχος που εκείνοι παραμένουν ανεπαρκείς, αναλαμβάνει
υπεύθυνη θέση στα συναισθήματά τους, παραιτείται από τις δικές του
ανάγκες, μεταλλάσσεται σε αντικείμενό τους και αναλαμβάνει ρόλους,
ξένους προς αυτόν, υιοθετώντας ένα ψευδή εαυτό και τελικά χάνεται και ο
ίδιος στους δικούς του λάθος δρόμους. Παύει να υπάρχει σαν εαυτός, και
κινείται σαν παρατηρητής του εαυτού του, σαν μια αντανάκλαση χωρίς
κάτοπτρο. Χάνει την εικόνα του, δεν αναγνωρίζει ποιος είναι και τι θέλει
στη ζωή του, ενώ η ταυτότητά του υφίσταται βαθιά ρωγμή. Καταφεύγει σε
ένα ψευδή εαυτό, διερευνώντας τι θέλουν οι άλλοι από εκείνον και
προσαρμόζει την προσωπικότητά του σύμφωνα με τις ανάγκες των άλλων,
γιατί ο αληθινός του εαυτός δεν επιβεβαιώθηκε από τους σημαντικούς του
ανθρώπους, οπότε δεν αναγνωρίζεται και δεν εκτιμάται ούτε από τον ίδιο
για να αποκτήσει υπόσταση.
Ένα παιδί μετουσιώνει μέσω συμβόλων κάθε
παράσταση που μοιράστηκε με τους γονείς του, οι οποίοι με ενδιαφέρον
συμμερίζονται τα συναισθήματα του παιδιού τους. Αν όμως οι
συναισθηματικές ανάγκες των γονέων είναι αδηφάγες και η ικανοποίηση τους
τρέφεται από το παιδί τους, το παιδί δημιουργεί τα δικά του σύμβολα
(τοξικομανία, διαστροφή, αιρέσεις, ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές κα.),
προκειμένου να διατηρήσει την επαφή του με την πραγματικότητα και να μην
αποκοπεί εντελώς από αυτήν, διαφορετικά θα τον τραβήξει μαζί της η
ψύχωση αποκόπτοντας τον εντελώς από την αίσθηση της πραγματικότητας.
Νιώθει άδειος, κενός, στερημένος από
συναισθήματα με εκμηδενισμένες τις δυνατότητες του, απονεκρωμένος
ψυχικά. Καθετί ζωντανό και αυθόρμητο μέσα του, κατατρεγμένο από την
ελλιπή συναισθηματική ανταπόκριση, κομματιάζεται και πορεύεται πλέον
μόνο του, αποσπασμένο από εκείνον, απειλώντας την ακεραιότητά του. Η
οργή, το μίσος καταπνίγονται για να μην εκφραστούν, αλλά σκορπίζουν στο
ψυχισμό του και είτε στρέφονται κατά του εαυτού του, είτε υιοθετεί
συμπεριφορές αντιδραστικές στα συναισθήματα του (π.χ το μίσος επειδή
προκαλεί ενοχή γίνεται υπερβολική προσήλωση και μανιακή ενασχόληση με
εκείνον τον οποίο μισεί), είτε μεταθέτει τα μισητά του συναισθήματα, τα
οποία εκφράζουν τα αδύναμα κομμάτια του εαυτού του, γεμάτα από ντροπή,
ενοχή, ταπείνωση, σε πρόσωπα που αισθάνεται ότι μπορεί να τα προβάλει
και τα εκτοξεύει σε βάρος τους.
Ένα παιδί που παρέμεινε μόνο του σε μια
θύελλα συναισθημάτων, ανήμπορος να την αντιμετωπίσει, νιώθει τρόμο στην
ιδέα της συναισθηματικής αδυναμίας και επειδή φοβάται, ενοχοποιεί τα
συναισθήματά του για αυτό, οχυρώνεται πίσω από μια άκαμπτη λογική όπου
δεν χωράνε συναισθήματα που μπορούν να υποδηλώσουν την αδυναμία του,
οπότε κάθε αδύναμος, που τον συγκρούει με την απόφασή του να αναστείλει
τον συναισθηματισμό του, προκαλεί το φόβο του, την επιθετικότητά του,
ακόμα και το μίσος του. Αρχικά τα συναισθήματα που δεν εκφράστηκαν, τα
οποία μετατράπηκαν σε επιθετικότητα, στρέφονται σε άτομα που είναι
αδύναμα, όπου οι συμπεριφορές τους του θυμίζουν το δικό του αίσθημα
αδυναμίας που αισθανόταν κάθε φορά που ένιωθε πως δεν τον καταλάβαιναν
τα σημαντικά του πρόσωπα, αλλά εκείνος απέκρυπτε το συναίσθημα που
ένιωθε για να μην έρθει σε επαφή με την οδύνη της μοναξιάς του.
Αισθάνεται ως ντροπή και ταπείνωση, να διαπιστώνει ότι δεν είναι πάντα
τέλειος, ότι έχει ελλείψεις, ότι δεν ελέγχει πάντα τις αντιδράσεις του,
γιατί κανείς δεν καταλάγιασε τις αγωνίες του, δεν καθησύχασε τις
ανασφάλειες του πως μπορεί να αισθάνεται αδύναμος και να αγαπιέται για
αυτό που είναι και όχι για αυτά που πετυχαίνει. Είναι δύσκολο να δεχτεί
ότι έχει ανάγκες, γιατί με αυτόν τον τρόπο δόμησε τον αυτοσεβασμό του ως
τώρα, οπότε καθένας που τον κάνει να έρχεται σε επαφή με αυτές και με
συναισθήματα που ορμητικά τον παρασύρουν, γίνεται το δοχείο του μίσους
του και της επιθετικότητας του.
Ένα παιδί, όταν έρχεται σε επαφή με την
επιθυμία του, ταλαντεύεται από έντονα συναισθήματα, τα οποία αν δεν
αγκαλιαστούν από κάποιο πρόσωπο, κυριεύεται από αυτά. Θυμώνει με το
πρόσωπο που παραμένει αποσυρμένο και προκειμένου να το προστατέψει από
την οργή του και να μην το καταστρέψει, όπως φαντάζεται, αρνείται την
δική του επιθυμία και από αντίδραση επιτίθεται στην ιδέα της προσέγγισης
με κάθε πρόσωπο που αφυπνίζει συναισθήματα οικειότητας, για να το
προστατέψει από τα δικά του ‘μιαρά’ συναισθήματα ή για να προστατευτεί
από αυτό, ώστε να μην έρθει σε επαφή με τα απωθημένα του συναισθήματα
και με την απωθημένη του επιθυμία. Αν έρθει σε επαφή με την επιθυμία
του, τότε θα συγχρωτιστεί με τα συναισθήματά θυμού, πόνου, φόβου που
κατακλύστηκε στο παρελθόν και θα αισθανθεί αδύναμος και ανήμπορος να
αντιμετωπίσει την έντασή τους. Μεταθέτει τότε τα θετικά του συναισθήματα
σε άλλα πρόσωπα, τα οποία όμως παραμένουν σε συναισθηματική απόσταση
από εκείνον, όπου εξαιτίας αυτής της απόστασης είναι πιο εύκολα να τα
τοποθετήσει, γιατί αισθάνεται την ‘αγάπη’ τους ως οικεία και άρα δεν
είναι τόσο απειλητική για εκείνον για να τον φέρει σε επαφή με αυτό που
δεν είχε. Έτσι όμως δυσκολεύεται να δεσμευτεί ουσιαστικά και φθείρει την
έννοια της αγάπης μέσα του, οπότε βρίσκουν πιο εύκολα χώρο να
εισβάλλουν τα αρνητικά συναισθήματα και να τον ορίσουν, απομονώνοντας
τον.
Όσο οι γονείς παραμένουν μακριά από την
αλήθεια της δικής τους παιδικής ηλικίας, όσο τα συναισθήματά τους
παραμένουν ανέκφραστα, κρυμμένα σε μια ομίχλη, θα χρησιμοποιούν το παιδί
τους ως υποκατάστατο για την δική τους χαμένη ασφάλεια. Στη σχέση με το
παιδί τους η εξάρτηση θα ελλοχεύει για να παρεμποδίσει την
εξατομίκευση, τη διαφοροποίηση και το παιδί δεν θα μπορεί να βασιστεί
στα δικά του συναισθήματα και στις δικές του ανάγκες, οπότε θα παραμένει
εξαρτημένος από εκείνους με ακάλυπτες τις παιδικές του ανάγκες. Δεν θα
μπορεί να διαχωρίσει τον εαυτό του από τους άλλους και θα εξαρτάται από
τις συναισθηματικές αντιδράσεις των άλλων, από του συντρόφου του και από
των δικών του παιδιών στη συνέχεια, λειτουργώντας ως προέκταση και όχι
ως εαυτός, γυρεύοντας συνεχώς άλλους να προσαρτηθεί και να αποκτήσει
ταυτότητα.
Κάτω από το βάρος μιας παιδικής ηλικίας
που παρέμεινε σβησμένη στο χρόνο, οι άνθρωποι αποξενώνονται τόσο πολύ
από τον εαυτό τους, που θα πρέπει να κάνουν αμέτρητες ανασκαφές, ώστε να
ανακαλύψουν τα ψήγματα που έχουν απομείνει, βαθιά θαμμένα, από την
αλήθεια τους.
Η ποιότητα των σχέσεων που έχουμε με
τους σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή μας και με τα παιδιά μας εξαρτάται
από το πώς έχουμε διαχειριστεί τα συναισθήματα μας, τα οποία σχετίζονται
με την παιδική μας ηλικία. Εάν έχουμε αξιοποιήσει τα συναισθήματά μας
και δεν τα έχουμε απωθήσει, αλλά έχουμε τολμήσει να έρθουμε σε επαφή με
την αλήθεια μας, θα είναι αληθινή η σχέση μας με εκείνους που αγαπάμε,
γιατί θα αποδεχόμαστε τα συναισθήματά τους και θα τολμάμε στις
επιθυμίες μας.
Αγγελική Μπολουδάκη
Η Αγγελική
Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός, τέως στέλεχος του
Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών Ν.Χανίων και τέως
Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι. Είναι συγγραφέας του βιβλίου ‘Μαμά, μπαμπά, δε με
κοιτάξατε και χάθηκα’, Εκδόσεις Αραξοβόλι
by Αντικλείδι , http://antikleidi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου