Της Αγγελικής Μπολουδάκη
«…Μην αναμοχλεύεις τώρα τις αναμνήσεις σου και στήνεις δικαστήρια στον εαυτό σου. Ζήσε την ομορφιά όπως σου προσφέρεται σήμερα. Η ομορφιά ξεπλένει. Σώζει, τις περισσότερες φορές. Η ομορφιά σε οδηγεί σε συνάντηση με την ψυχή σου. Κοίτα! Μπορεί να γυρίσεις όλη τη γη, κρατώντας μπούσουλες και κιτάπια, ψάχνοντας να συναντήσεις την ψυχή σου και να μην τα καταφέρεις. Και μπορεί να την βρεις αναπάντεχα, ένα καλοκαιρινό μεσημέρι, κάτω από τον ίσκιο μιας ανθισμένης πικροδάφνης. Ίσως κάποιος να σου την είχε αρπάξει και να την είχε κρύψει εκεί. Ή…το πιο πιθανό, πάνω στη φούρια σου, εσύ να την είχες ξεχάσει.» – Αλκυόνη Παπαδάκη
Όταν ένα σκίρτημα αγάπης διεκδικεί το ξεπροβόδισμά του στην καρδιά μας, χρειάζεται να το καλοδεχτούμε τρυφερά. Με τον ερχομό του ένας ήλιος προβάλλει, απλώνοντας το φως του στις σκιές που έχουν κρεμαστεί στα σωθικά της μνήμης μας κι οι αχτίδες του σκορπούν την λάμψη εκεί που το σκοτάδι σκίαζε την ελπίδα στο όνειρο, την πίστη στην πραγμάτωσή του.
Κι ενώ θρονιάζεται αναπαυτικά στο βασίλειο της καρδιάς μας, ένας φόβος τρυπώνει στις χαραμάδες της πύλης, όσο επτασφράγιστη κι αν παραμένει, για να αποτρέψει την αποδοχή του. Ένας φόβος που έχει τις ρίζες του στις εικόνες γεμάτες στάχτες από ένα καμένο ήλιο, απομεινάρι αλλοτινών εποχών, που στοίχειωσε την μνήμη και στα λημέρια του σκιώδεις φιγούρες παραμονεύουν να αρπάξουν την χαρά μόλις ξεμυτίσει.
Οι θύμησες σκορπούν τον πόνο και η θλίψη ροκανίζει την εμπιστοσύνη στην δύναμη που χρειαζόμαστε για να αποδεχτούμε το δικαίωμα στην αγάπη. Η αίσθηση απαξίωσης καραδοκεί και ανακόπτει την ώθηση να παραδοθούμε σε εκείνη την πρωτόγνωρη ζεστασιά που αγκαλιάζει όλη την ύπαρξη, ώστε να γεμίσουμε κάθε κόκκο ερημιάς που παρέμεινε σκόρπιος και αφανής μέσα μας.
Όλες εκείνες οι επιλογές που μας έντυσαν ρακένδυτα σέρνουν τον ίσκιο τους στην απόφαση μας να παραδοθούμε στον πλούτο της ψυχής μας, να φερθούμε τρυφερά στους θησαυρούς μας, ώστε να τους μοιραστούμε με εκείνους που μπορούν να τους εκτιμήσουν και αμοιβαία να παραδοθούμε στην καλλιέργεια της χαράς, στην καρποφορία της ελπίδας, στο μοίρασμα της εμπιστοσύνης και στην προσφορά αγάπης. Όταν η μνήμη έχει γεμίσει ιστούς που απειλούν να νεκρώσουν το δικαίωμα μας στην ζωή, χρειάζεται αργά αλλά σταθερά να συγκολλήσουμε όλα εκείνα τα κομμάτια εαυτού μας που τα αδικήσαμε στην κριτική μας, με αποτέλεσμα ο εαυτός μας να παραμένει κατακερματισμένος και άδειος.
Αν τα αρμολογήσουμε προσεκτικά, η σύνθεση που θα προκύψει, θα μας γεμίσει αγάπη, γιατί το καθετί στην ζωή μας μπορεί να γίνει αμάλγαμα σοφίας και δύναμης, αν εναρμονιστούμε μαζί του και του δώσουμε πολύτιμη θέση στο καταστάλαγμα των εμπειριών μας. Ακόμη και το λάθος μπορεί να γίνει εμπειρία ζωής, γιατί μαθαίνουμε τι είναι παράταιρο στην παλέτα των χρωμάτων μας, ώστε να δημιουργήσουμε τον πίνακά μας με χρώματα που ταιριάζουν σε μας, για να τον χαρούμε με εκείνους που χρειαζόμαστε δίπλα μας. Χωρίς τα λάθη πως θα γνωρίζαμε τι να αποφύγουμε στη ζωή μας και τι διαδρομές θα ακολουθήσουμε;
Άλλωστε, αν δεν τολμούσαμε να βιώσουμε εμπειρίες ζωής, θετικές και αρνητικές, ο χάρτης μας θα παρέμενε άγραφος και το ταξίδι μας θα λίμναζε αταξίδευτο. Καθετί που ζήσαμε, ανάλογα πως θα το αξιοποιήσουμε, μπορεί να σταλάξει μέσα μας πολύτιμες ουσίες, με τις οποίες θα μπολιάσουμε την αξία μας, για να γαληνέψουμε και να ζήσουμε όλα εκείνα που επιθυμούμε με σεβασμό στον εαυτό μας.
Οι σκιές που αλυχτούν καταλαμβάνουν χώρο, γιατί ένα αδύναμο και φοβισμένο παιδί μέσα μας στήνει παγίδες, για να μην το εγκαταλείψουμε στην μοναξιά που ένιωσε. Παραμένει παιδί που μας εμποδίζει στην ωριμότητά μας, γιατί είτε το κρίνουμε συνεχώς για τα λάθη του, είτε επιμένουμε να το μεγαλώσουμε πρόωρα χωρίς να είμαστε δίπλα του στα παράπονά του απαιτώντας από αυτό την τελειότητα, είτε καταφεύγουμε σε μαγικές λύσεις και ζητάμε από αυτό να πάρει το μαγικό του ραβδάκι να μας απαλλάξει από την οδύνη ταξιδεύοντας μας στην χώρα της ουτοπίας, όσο οι τρικυμίες απειλούν να μας πνίξουν στην πραγματικότητά μας.
Κάθε αλλαγή για να εδραιωθεί χρειάζεται το συνεχή διάλογο με αυτό το παιδί, ώστε να το πείσουμε ότι δεν θα απομείνει μόνο του, αλλά ότι θα είμαστε δίπλα του για να καθησυχάσουμε τους φόβους που θα προκύψουν, όταν ένα νέο κεφάλαιο γράφεται στην ζωή μας. Μόνο τότε θα μπορέσει να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του, ώστε το μεγάλωμά του να γίνει πρόκληση και επιθυμία.
Αυτό που έκανε τους ίσκιους των φόβων μας να βρουν κατάλυμα μέσα μας, ήταν πως στις αλλαγές μας μέχρι τώρα, εκείνο που ασταμάτητα κάναμε ήταν να καθησυχάζουμε τις ανασφάλειες των άλλων για να αποδείξουμε την παρουσία μας δίπλα τους, ενώ το δικό μας παιδί το αφήναμε μόνο του να βολοδέρνει σε μια ερημιά, αδιάφοροι στις δικές του ανάγκες. Στερεύαμε έτσι τα αποθέματα ζωής μας, όσο αναζητούσαμε συνεχώς μια όαση για τους άλλους, ενώ παραμέναμε με ένα ψεύτικο χαμόγελο ψευδαισθησιακής δύναμης, απόρροια ενός παντοδύναμου εαυτού, ο οποίος στην πραγματικότητα ήταν θραύσματα ελπίδας, που δεν μπορούσαν να ενωθούν, γιατί εμείς απουσιάζαμε από αυτόν.
Κάθε βήμα που κάνουμε προς την ωριμότητά μας, δεν μπορεί να είναι τίναγμα ελευθερίας που θα μας οδηγήσει σε ψευδαισθησιακά ύψη, γιατί αυτό εντείνει τους φόβους μας, αλλά ένας περίπατος σε μονοπάτια που θα εμπεριέχουν κατανόηση, αποδοχή, σεβασμό στην αξία μας, με ρυθμούς που να μπορούμε να διαχειριστούμε τα συναισθήματα μας προς αυτά, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι θα αναζητούμε ένα άλλοθι για την στασιμότητά μας.
Για να ανοίξουμε το δρόμο στην ελπίδα και στην εμπιστοσύνη μέσα μας χρειάζεται να σεβαστούμε όλες εκείνες τις αδύναμες πλευρές μας που έχουν λυγίσει από την δική μας απαξίωση, να αποδεχτούμε το δικαίωμα στο λάθος για να γυρέψουμε το σωστό στη ζωή μας και βέβαια να ξεχερσώσουμε κάθε ζιζάνιο που παρεμποδίζει την καλλιέργεια της αγάπης μέσα μας. Κάθε φορά που ένας ίσκιος φόβου προβάλλει για να λιγοστέψει το φως, να πειστούμε πως αυτό που μας αξίζει είναι η αγάπη για τον εαυτό μας και για τους άλλους. Αν συντροφέψουμε αυτό το παιδί και το πείσουμε πως δεν θα μείνει μόνο του, θα είναι εύκολο να αποδεχτούμε τις συναντήσεις με ανθρώπους που θα είναι ουσιαστικά δίπλα μας, κάνοντας και εκείνοι τις δικές τους αλλαγές οι οποίες καθρεφτίζουν την αξία τους.
——
Η Αγγελική Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός, τέως στέλεχος του Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών Ν.Χανίων και τέως Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι. Είναι συγγραφέας του βιβλίου ‘Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα’, Εκδόσεις Αραξοβόλι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου