της Αριστονίκης Θεοδοσίου-Τρυφωνίδου
«Εκεί πίσω από τη σκάλα καθόμουν με το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια στη λεγόμενη ‘στάση του εμβρύου’ και έλεγα από μέσα μου
‘Κύριε Χριστέ ελέησον με’ παρακαλώντας να μην έρθει. Φοβόμουν το άνοιγμα της πόρτας, τη θωριά του, το βηματισμό του και ύστερα την ανάσα του, τα γουρλωμένα που θυμό μάτια του, το κοκκινωπό του πρόσωπο και κείνες τις χερούκλες... Κείνες οι χερούκλες είναι ένας εφιάλτης. Δεν ξέρεις με πόση δύναμη θα σε κτυπήσουν και ύστερα τι σημάδια θα σου αφήσουν… Τα σημάδια είναι εκεί να σου θυμίζουν όλη την αγριότητα. Ανεξίτηλα σημάδια που μιλούν στην ψυχή. Αυτή την τρομαγμένη ψυχή μου! Να σας πω την αλήθεια, ποτέ δεν κατάλαβα τι είναι αυτό που πονάει περισσότερο. Το ότι νιώθω πως δεν μαγαπάνε ή το ότι με πονάνε χωρίς να τους νοιάζει...; Πάντως χρόνια τώρα τρομάζω με την σκιά οποιουδήποτε χεριού ανασηκωθεί. Τρομάζω ακόμη και αν αυτό χέρι έχει αγνό σκοπό. Και ύστερα κανείς δεν κατάλαβε ποτέ πόσο τραυματικό είναι να σε κτυπάνε! Εγώ τις μετράω τις φορές ανά χαστούκι οι μεγάλοι όμως τις μετράνε ανά επεισόδιο»
Τα παιδιά βρίσκονται σε μειονεκτική θέση καθώς δεν διαθέτουν τις δεξιότητες για επικοινωνία που χαρακτηρίζουν τους ενήλικες. Ανάλογα με την ηλικία στην οποία βρίσκονται μπορεί να μην αντιλαμβάνονται και να κατανοούν τα κίνητρα, την ποσότητα, το χωροχρόνο κ.ά. Άρα να μην μπορούν να μιλήσουν αντικειμενικά για αυτά που βιώνουν. Τα παιδιά λένε πάντα την αλήθεια, αλλά ποια είναι η δικιά τους αλήθεια; Δεν αντιλαμβάνονται τα πράγματα όπως εμείς θέλουμε γι’ αυτό και λένε την δική τους αλήθεια και όχι τη δική μας. Μπορεί λοιπόν τα παιδιά να κάνουν λάθη καθώς η αντιληπτική τους δεινότητα δεν συνάδει πάντα με αυτήν που απαιτείται για την κατανόηση του συμβάντος.
Κάποια άλλα παιδιά μπορεί να φανταστούν πράγματα καθώς νιώθουν πως για πρώτη φορά κάποιος αφιέρωσε χρόνο για να τους ακούσει. Ωστόσο υπάρχουν και περιπτώσεις που αν κανείς τους υποβάλλει τα ερωτήματα υποψιαζόμενος/η κάτι το παιδί θέλοντας να τον/την ικανοποιήσει να διηγηθεί αυτά που φαντάζεται. Τα παιδιά χρησιμοποιούν την αλήθεια τους και αυτή είναι σύνθετη.
Ο κόσμος των ενηλίκων διαφέρει από αυτόν των παιδιών. Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κόσμους υπάρχουν σύνορα. Τα περισσότερα οικογενειακά προβλήματα πηγάζουν από την άγνοια ή την άρνηση της ύπαρξης αυτών των συνόρων. Το ξύλο, η βία δεν βγήκε από τον παράδεισο. Το ξύλο πάει την παιδική ψυχή στον προθάλαμο της κόλασης. Σύγχυση, μπέρδεμα, ανασφάλεια, αναστάτωση, θλίψη κ.ά μπορεί να νιώθει ένα παιδί που βιώνει την βία. Ακόμη και μερικές σφαλιάρες -ασήμαντες για τον κόσμο των ενηλικών- μπορεί να δημιουργήσουν ανυπέρβλητους επικοινωνιακούς φραγμούς ανάμεσα σε παιδί και γονιό. Το ξύλο δεν βοηθά στο να συνετίζονται τα παιδιά, βοηθά στο να αποξενώνονται από τους γονείς τους. Μια άλλη συνηθισμένη τακτική είναι να χρησιμοποιείται ο ένας γονιός από τον άλλον ως ο ‘μπαμπούλας’ π.χ «Κάνε αυτό που σου λέω γιατί θα τα πω όλα στον μπαμπά/μαμά σου». Αναρωτιέμαι γιατί να δαιμονοποιείται ο ένας γονιός ως μέσο πειθαρχίας στα παιδιά για τον άλλο γονιό. Αυτή η μέθοδος δημιουργεί προβλήματα επικοινωνίας στη σχέση του παιδιού με τον γονιό-φόβητρο.
Οι γονείς είναι οι μελλοντικές αναμνήσεις των παιδιών τους! Μια καλή παιδική ηλικία είναι η καλύτερη κληρονομιά για τα παιδιά! Και όσο δύσκολο είναι το γονεϊκό έργο αξίζει να θυμόμαστε πως το μέλλον ανήκει στα παιδιά μας!
---------------------------------------
Συγγραφέας:
Δρ Αριστονίκη Θεοδοσίου-Τρυφωνίδου, Ψυχολόγος
Σχολικής-Εξελικτικής κατεύθυνσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου