3 Φεβρουαρίου 2014
Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας!
Πριν
από πολλά χρόνια, ήταν τρία αδέρφια που ξεκίνησαν να πάνε στα ξένα για
να βρουν δουλειά μιας και στον τόπο τους δεν είχε τίποτα να κάνουν για
να βγάζουν το ψωμί τους. Ξεκίνησαν το ταξίδι τους και στο δρόμο καθώς
περπατούσαν, βρήκαν σε μια ερημιά μια βρύση. Σκέφτηκαν τότε να καθίσουν
για λίγο εκεί, να ξεκουραστούν μα και να φάνε για να πάρουν δυνάμεις να
συνεχίσουν το ταξίδι τους, που ούτε κι οι ίδιοι γνώριζαν πόσο θα
κρατούσε. Εκεί που έτρωγαν, τους πλησίασε κουτσαίνοντας ένας γεράκος με
μια μεγάλη μαγκούρα. Σαν πλησίασε και τους είδε, τους χαιρέτησε:
Ώρα σας καλή, παλικάρια!Πολλά τα έτη, παππού…
…του απάντησαν εκείνοι. Ο μικρότερος μάλιστα από τα τρία αδέρφια έκοψε ένα κομμάτι ψωμί και του το πρόσφερε λέγοντάς του:
Κάθισε, παππούλη, κοντά μας να φας λίγο ψωμί.
Ο γέρος πήρε το ψωμί και κάθισε. Εκεί
στην ερημιά ήταν πλήθος τα κοράκια πάνω από τα κεφάλια τους και
σκοτείνιαζαν τον ουρανό. Γυρίζει τότε ο γεράκος στον ένα αδερφό, τον
μεγαλύτερο, και του λέει:
Για πες μου, γιε μου, τι θα ήθελες να έχεις εδώ στον κόσμο που βρίσκεσαι;Θα θελα, όλα αυτά τα κοράκια που πετούν πάνω από τα κεφάλια μας, να γίνουν πρόβατα στη γη και να είναι δικά μου!Εντάξει, λέει ο γέροντας. Μα σαν ερχόταν ένας φτωχός, θα του έδινες λίγο γάλα μιας και θα ‘χες τόσα πρόβατα;Μόνο γάλα; Θα του έδινα ό,τι ήθελε και γάλα και τυρί και μυζήθρα!
Τακ! Χτυπάει ο γέρος τη μαγκούρα στο έδαφος και με μιας τα πουλιά γίνονται πρόβατα. Άσπρισε ο τόπος από τα τόσα πρόβατα!!
Σηκώνεται τότε το παλικάρι, μαζεύει τα
πρόβατα ένα κοπάδι και μένει εκεί. Ο γέρος με τα άλλα δυο αδέρφια
κίνησαν να πάνε παρακάτω. Περπάτησαν κάμποση ώρα, ώσπου έφτασαν σε ένα
λόγγο. Ο γέρος τώρα, ρωτά το δεύτερο αδερφό:
Εσύ, παλικάρι μου, τι θα ήθελες να έχεις εδώ στον κόσμο που είσαι;Παππούλη, βλέπεις όλα αυτά τα πουρνάρια που έχει εδώ στο λόγγο; Θα ήθελα λοιπόν, τόσες ελιές να είχα!Καλά. Μα σαν θα ‘χες τόσες ελιές, θα έδινες σε κανέναν φτωχό λίγο λαδάκι να έχει να φτιάχνει το φαγητό του;Μα φυσικά! Κρίμα είναι κι αυτός…
Τακ! Χτυπάει ο γέρος τη μαγκούρα κάτω και
αμέσως τα πουρνάρια εξαφανίστηκαν και στη θέση τους τώρα βρίσκονταν
ελαιόδεντρα ψηλά και γεμάτα καρπούς. Και το παιδί έμεινε εκεί, μάζεψε
τις ελιές, τις έκανε λάδι και γέμισε βαρέλια. Άνοιξε μαγαζιά να πουλάει
το λάδι του και το φόρτωνε σε πλοία που το έστελναν σε κάθε γωνιά της
γης. Έμεινε τώρα μονάχα ο μικρότερος αδερφός μαζί με το γεράκο και
ξεκίνησαν πάλι το δρόμο τους. Μετά από περπάτημα αρκετό, έφτασαν σε ένα
σταυροδρόμι. Εκεί βρήκαν μια βρύση και σκέφτηκαν ότι ήταν ευκαιρία να
κάτσουν λίγο να ξεδιψάσουν και να ξεκουραστούν. Λέει τότε ο γέρος του
παιδιού:
Δεν ζητάς κι εσύ τίποτε;Εγώ παππούλη, θα ήθελα η βρύση αυτή να τρέχει μέλι.Κι άμα σου ζητούν μέλι οι φτωχοί θα δίνεις;Θα δίνω, παππούλη μου!
Τακ! Χτυπά ο γέρος το ραβδί του στη γη
και αμέσως από τη βρύση σταμάτησε να τρέχει νερό κι άρχισε να τρέχει
μέλι. Έμεινε το παιδί εκεί στο σταυροδρόμι και πουλούσε μέλι σε
περαστικούς και εμπόρους και αν περνούσε κανένας φτωχός του έδινε κι
εκείνου. Ο γέρος έφυγε και πήγε στη δουλειά του.
Πέρασε κάμποσος καιρός κι ο μικρότερος
αδερφός πεθύμησε τα αδέρφια του. Άφησε τότε έναν υπηρέτη στη βρύση και
ξεκίνησε να πάει να τους βρει. Καθώς προχωρούσε κι έφτασε κοντά στο
μέρος που είχε τις ελιές ο ένας του αδερφός άρχισε να ψάχνει τριγύρω του
για τα χωράφια. Πουθενά ελιές. Ο λόγγος είχε μόνο πουρνάρια. Παρακάτω
κοιτάζει για πρόβατα, τίποτα! Μόνο κοράκια στον ουρανό. Μήτε λαδά έβλεπε
μήτε τσέλιγκα. Καθώς λοιπόν στεκόταν απορημένος να σου εμφανίζεται ο
γεράκος. Σα να μαντεύει τη σκέψη του τότε του λέει:
Είδες; Τα αδέρφια σου δεν κράτησαν το λόγο τους και ό,τι καλό τους δόθηκε το έχασαν. Δεν έδιναν ελεημοσύνη στους φτωχούς και έτσι κι εγώ τους πήρα πίσω ό,τι τους έδωσα. Εσύ όμως στάθηκες καλός και κράτησες το λόγο σου. Να έχεις την ευκή μου.
Και πριν προλάβει να πει κάτι το παιδί, ο γεράκος εξαφανίστηκε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου